Εντμόντ-Ανδρέα Σαλβάρη
Τον Δάντη Αλιγκέρι τον θεωρώ ως έναν παλιό μου φίλο. Αν και είμαι 758 χρόνια νεότερός του, έχουμε βρει μια κοινή γλώσσα συνεννόησης, χωρίς εγώ να νιώθω κατώτερός του, αλλά ούτε κι εκείνος να νιώθει ανώτερος από μένα. Ίσως αυτή να είναι μάλλον η υπεροχή του, ώστε σε κάθε συνάντηση για καφέ ή βόλτα, να ταιριάζει ηλικιακά στις συζητήσεις μου. Ίσως να έχω κι εγώ μερίδιο στην υπεροχή, χάρη στις ουκ ελάχιστες γνώσεις που έχω για τα υπό συζήτηση θέματα, εξαιτίας της ανάγνωσης αμέτρητων βιβλίων, από την στιγμή που έμαθα γραφή κι ανάγνωση.
Τέλος πάντων, λίγη σημασία έχει αυτό, διότι δεν βρισκόμαστε σε έναν διαγωνισμό μορφώσεως και γνώσεων, αλλά απλώς σε μια παρέα που δημιουργήθηκε από τη στιγμή που μου διηγήθηκε την πρώτη ιστορία για τα ταξίδια του στον κόσμο του Άδη.
Κάθε φορά που συναντιόμασταν και ξεκινούσε την αφήγηση, μου φαινόταν πως αντί για καφέ έπινα το μαγικό υγρό κατά της ζωής και τα πάντα γύρω μου μετατρέπονταν σε έναν κόσμο του Άδη, με πρώτο θέαμα το λιμάνι των πνευμάτων ταξιδευτών και την βάρκα του βαρκάρη Χάροντα αγκυροβολημένη εκεί. Ήμουν ο περισσότερο ευνοημένος από τον Χάροντα, χάρη στη γνωριμία και τη φιλία που είχε με τον εξίσου φίλο μου Δάντη.
Μόλις με διέκρινε ανάμεσα στα πνεύματα ταξιδιώτες, τους έκανε νόημα να μου ανοίξουν τον δρόμο προς τη βάρκα και εκείνοι το έπρατταν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Σε κάθε μου ταξίδι, ο Χάροντας δεν δεχόταν τον οβολό για την πληρωμή του ταξιδιού προς τον κόσμο του Άδη.
«Κράτησέ το, θα σου χρειαστεί για τον κόσμο του Δία, του αδελφού του Άδη, ώστε να κεράσεις από μέρους μου με ένα ποτήρι κρασί του Διονύσου, τον φίλο μου Δάντη».
«Με ένα ποτήρι φρέντο εσπρέσο», του έλεγα, διότι αυτό είναι το ποτό που προτιμά ο Δάντης, αλλά ο Χάροντας γελούσε και έγνεφε με το κεφάλι του μουρμουρίζοντας: «Οι ζώντες άλλαξαν πλέον και την ονομασία του κρασιού».
Οι φυσικές συναντήσεις με τον Δάντη μετατράπηκαν σε εικονικές, όταν επιβλήθηκε η καραντίνα μετά από την επίθεση του κορονοϊού.
Πλέον δεν ήταν εκείνος ο πρωταγωνιστής στις συζητήσεις, αλλά εγώ. Σε κάθε εικονική συνεύρεση διάβαζα με οδύνη τους στίχους και τα διηγήματά μου γι' αυτή την επίθεση του κορονοϊού και τα θύματά της.
Ο Δάντης κάλυπτε το κεφάλι του με τα χέρια σαν τρελός, τόσο που φοβήθηκα για την κατάσταση της υγείας του. Αν και αυτό το είδος τρέλας που παρουσιάστηκε δεν έμοιαζε με τα συμπτώματα όσων προσβλήθηκαν από τον ιό.
«Μόντι, σε παρακαλώ, μην συνεχίζεις άλλο, γιατί δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω. Αυτό που μου διηγείσαι είναι πιο τρομακτικό απ' όσα έχω δει στην Κόλαση και το Καθαρτήριό μου».
Αισθάνθηκα ένοχος, μάλιστα παραπάνω από ένοχος, σαν να ήμουν εγώ η αιτία του κακού που είχε κυριεύσει τον πλανήτη. Δεν είχα προσθέσει τίποτα παραπάνω στα γραπτά μου εκτός από από την ωμή πραγματικότητα. Είτε η πραγματικότητα ήταν πράγματι πιο τρομερή κι από την κόλαση του Δάντη, είτε, πράγμα παράλογο αυτό το δεύτερο «είτε», η πένα μου είχε ξεπεράσει ως προς την εκφραστική ισχύ την πένα του φίλου μου Δάντη.
Πέρασαν μήνες από την τελευταία μας κουβέντα, χωρίς να συναντηθώ και να μιλήσω με τον Δάντη.
Ο απομάκρυνση ή ο μετριασμός της επιθετικότητας του ιού, αντί να μας επαναφέρει στην προηγούμενη κανονικότητα, εξαφάνισε παραδόξως και την εικονική μας επαφή.
Ωστόσο, δεν έδωσα μεγάλη σημασία στη μεταξύ μας σιωπή. Σάμπως συνέβαιναν για πρώτη φορά τέτοιου είδους προσεγγίσεις και αποξενώσεις με γνωστούς και αγνώστους, αλλά κυρίως με παλιούς και νέους φίλους της συγγραφής;
Για παράδειγμα, δεν έχω μιλήσει με τον Όμηρο εδώ και δύο χρόνια, ενώ με τον Σαίξπηρ ούτε που θυμάμαι πόσα χρόνια σιωπής έχουν περάσει. Δεν κατηγορώ μηδέ τον εαυτό μου μήτε αυτούς. Ίσως να τους έχει συμβεί το ίδιο που συνέβη και σε μένα, δηλαδή να περιμένουν τη μούσα για την επόμενη δημιουργία τους. Επειδή παρατήρησα ότι οι συναντήσεις μας γίνονταν όταν και οι δύο ή μονάχα η μία πλευρά είχε ανακτήσει τη μούσα της. Το βρήκα, αυτή είναι η πραγματική αιτία της σιωπής. Είμαι πεπεισμένος ότι κι εκείνοι θα συμφωνούν μαζί μου.
Μην πλατειάζεις τόσο Μόντι, μπες ή βγες εκεί που ακριβώς θέλεις να μπεις ή να βγεις, απευθύνομαι στον εαυτό μου αυτή τη στιγμή.
Τι ανυπόμονος που είσαι, ανταπαντώ αμέσως και συνεχίζω, Οι είσοδοι και οι έξοδοι δεν θα υπήρχαν, εάν δεν θα υπήρχε το μονοπάτι προς αυτές, και εγώ αυτό κάνω, περπατώ σε αυτό το μονοπάτι, το μήκος του οποίου δεν εξαρτάται από μένα.
Ωστόσο, καθώς κοιτάζω μπροστά, η άφιξη δεν είναι και τόσο μακριά.
Τότε επιτρέψτε μου να ξαποστάσω για λίγο, να ανάψω ένα τσιγάρο καθώς και την σωματική και πνευματική μου ενέργεια, ώστε να μην φτάσω καταπτοημένος στην πολυαναμενόμενη είσοδο και έξοδο.
Όταν πατάω τον αναπτήρα για να ανάψω το τσιγάρο, η φλόγα που προκύπτει διαστέλλεται και σαν το φλογερό στόμα του μυθολογικού δράκου, με καταπίνει μέσα της.
Όλο μου το είναι εξαφανίζεται σε μια στιγμή. Είμαι ανύπαρκτος, αλλά το θαύμα είναι ότι αισθάνομαι την ανυπαρξία μου. Αισθάνομαι το τίποτα του εαυτού μου, ή μάλλον, του εαυτού μου έξω από τον χώρο και τον χρόνο ύπαρξής του λίγα δευτερόλεπτα πριν από τη διαστολή της φλόγας του αναπτήρα.
Εντούτοις, συνεχίζω να βλέπω, να ακούω, να αισθάνομαι, μέσα σε ένα σώμα χωρίς όμως το πραγματικό μου σώμα.
Η ανυπαρξία ή η έτερη ύπαρξή μου διόλου δεν επηρεάζεται από τη δρακόντεια φωτιά, μέσα στην οποία συνεχίζω να περπατώ όπως κάποτε, κάποτε λοιπόν, όταν περπατούσα ως άνθρωπος με τα πόδια μου επάνω στη γη ή, μιας και μου έρχεται στη θύμηση τώρα καλύτερα, όπως τις βόλτες στην αμμουδιά όταν αυτή καλύπτεται επιφανειακά από το αφρισμένο θαλασσινό νερό. Με τη μόνη διαφορά, πως αντί για την άμμο και το αφρισμένο νερό, τώρα υπάρχει μια πύρινη χόβολη. Δεν ξέρω πού πηγαίνω, απλά συνεχίζω να περπατάω στο διάπυρο πουθενά.
Δεν ξέρω επίσης πόσο διαρκεί αυτός ο περίπατος της έτερης ύπαρξής μου, παρόμοιος πλέον χρονικά με την ατελείωτη σισύφεια ανάβαση, όταν μια γνώριμη φωνή, «Ο καλός ο φίλος, στην ανάγκη φαίνεται», με κάνει να στρέψω το κεφάλι μου, ελπίζοντας ότι ταυτόχρονα με τη φωνή, εκεί θα βρίσκεται και ο παλιός μου φίλος Δάντης. Αναπηδώ χαρούμενος ανάμεσα από τις πύρινες γλώσσες. Η απόγνωση εξαφανίζεται ως δια μαγείας.
Είμαι πλέον ήρεμος και ασφαλής με τον συνηθισμένο σε τέτοια ταξίδια συνοδοιπόρο μου.
«Ξέρω πώς αισθάνεσαι Μόντι, γιατί το έχω δοκιμάσει ο ίδιος στο παρελθόν, όταν κατά το ταξίδι μου στην Κόλαση και το Καθαρτήριο είχα ως οδηγό τον Βιργίλιο».
«Απ' όσο θυμάμαι από τα δικά σου ιστορήματα, ο Βιργίλιος δεν σε αποχωρίστηκε ούτε μέχρι και το τελευταίο κατώφλι του καθαρτηρίου».
Ο Δάντης γνέφει με το κεφάλι του και μετά από ένα παρατεταμένο επιφώνημα, «Ααααχ... Μόντι», συνεχίζοντας με τον ίδιο νοσταλγικό τόνο που βρίσκεται πλησιέστερα στην απόγνωση παρά στη χαρά, «Μην ανασκαλεύεις εκεί, όπου αν ξαναεισέλθω νοερά, δύσκολα θα βγω τόσο γρήγορα όσο βγήκα πραγματικά και αν μου συμβεί αυτή η επανείσοδος, οι ρόλοι μας θα αλλάξουν τώρα, τώρα που εσύ χρειάζεσαι περισσότερο τον Βιργίλιο απ' ότι χρειάζεσαι εμένα. Και καλύτερο από εμένα σε τούτον τον ρόλο, δύσκολα θα βρεις στον κόσμο του Άδη».
Δεν έχω τι άλλο να πω μετά από τούτη την πειστική διάλεξη σε σημείο ικανοποίησης, διαβεβαίωσης και ελπίδας πως, όπως ο Δάντης κάποτε, έτσι κι εγώ θα έχω την ίδια μ' αυτόν μοίρα σήμερα.
Η φωνή του Δάντη ανταπαντά στη σιωπή μου:
«Άκου, φίλε μου! Δεν σου είπα άσκοπα στην αρχή ο καλός ο φίλος, στην ανάγκη φαίνεται. Ο Βιργίλιος μου στάθηκε από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο που κατέβηκα από την βάρκα του Χάροντα στις όχθες του ποταμού Αχέροντα, έως το σημείο όπου τελείωνε για μένα κάθε κίνδυνος για το παρακάτω ταξίδι. Τα υπόλοιπα, όπως θα έχεις ακούσει δεξιά κι αριστερά, είναι απλά φαντασιώσεις, ονειροπολήσεις, επιθυμίες και μυθοπλασίες ανθρώπων, από τους σοφότερους και πιο προικισμένους, μέχρι τους παντελώς αγράμματους και αδαείς».
Για να μην αισθανθώ τον εαυτό μου ανάμεσα στους δεύτερους, λέω απλώς ένα συγκαταθετικό «Ναι!», συνοδευόμενο από έναν ένθερμο εναγκαλισμό του Δάντη.
Και ανάμεσα στις δροσιστικές φλόγες της φωτιάς, κάνουμε τα πρώτα βήματα για να περπατήσουμε προς στη μυστικιστική αυτοκρατορία του Άδη.
Πώς είπα; Δροσιστικές φλόγες φωτιάς;
Μη νομίζετε πως τρελάθηκα πετώντας την πρώτη ανοησία, τώρα που το μυαλό μου βρίσκεται στο απόγειο της κανονικότητάς του. Αλλά μην θεωρήσετε καν ότι, εφόσον είμαι διανοητικά φυσιολογικός, θέλω να απαλύνω ή να εξωραΐσω την φρικαλεότητα της τιμωρίας στην Κόλαση.
Δεν είμαι ο αμαρτωλός Μόντι που ήρθε στην κόλαση με σκοπό να τιμωρηθεί σε έναν από τους κύκλους του.
Είμαι ο Μόντι στον ρόλο του Δάντη, ή μάλλον ένας Δάντης στο ρόλο του Μόντι, που ούτε ο ίδιος δεν γνωρίζω το πώς και το γιατί βρίσκομαι εδώ, όπου ο φίλος Δάντης βρέθηκε πριν από επτά περίπου αιώνες.
Και, μη γνωρίζοντας τον λόγο της ύπαρξης εδώ, αδυνατώ να βρω και τον λόγο της μη ύπαρξης έξω από αυτήν την παράλογη και παράδοξη κόλαση, όπου συνεχίζω να περπατώ ανάμεσα στις δροσιστικές φλόγες της φωτιάς.
Μήπως άραγε εδώ δεν λειτουργεί ή δεν γίνεται αποδεκτή η λογική και περιφέρομαι μάταια γύρω από κάτι που στην κόλαση είναι πράγματι παράλογο ή παρόμοιο με τη βλασφημία έξω από αυτήν;
Σαν να βρίσκεται στη σκέψη μου, ο Δάντης έρχεται σε βοήθεια με τη σωτήρια παρέμβασή του:
«Παρόλο που γνώριζα καλά τον χάρτη της Κόλασης και του Καθαρτηρίου, θα συναντούσα την ίδια δυσκολία με εσένα για να τον περάσω ολομόναχος, χωρίς τη βοήθεια του φίλου μου Βιργίλιου, οπότε μην σκοτίζεσαι περί αυτού, διότι η νοητική καταπόνηση δεν έχει αξία στην Κόλαση. Ένας χάρτης χωρίς πυξίδα είναι το ίδιο πράγμα με μια πυξίδα χωρίς χάρτη, αγαπητέ Μόντι».
«Περίμενε, πώς είπες, γνώριζες καλά τον χάρτη; Διότι άλλο πράγμα είναι να τον γνωρίζεις από τα βιβλία εκείνων που τα έγραψαν χωρίς να εξερευνήσουν την Κόλαση και το Καθαρτήριο, και άλλο πράγμα όταν τον διασχίζεις ο ίδιος από την αρχή μέχρι το τέλος».
«Χα, χα, με έκανες να γελάσω για πρώτη φορά στην Κόλαση, Μόντι. Παρόλο που είχα διαβάσει από τα θρησκευτικά βιβλία τους αρχαίους φιλόσοφους και άλλους σύγχρονους συγγραφείς για το άλλο κόσμο, εφηύρα τον δικό μου χάρτη, που ήταν ο περισσότερο αληθινός από όλους τους προηγούμενους χάρτες. Διαφορετικά, όχι ύστερα από επτά μέρες, αλλά ούτε και σήμερα, μετά από επτά αιώνες, δεν θα είχα επιστρέψει σε τούτον τον κόσμο, πόσο μάλλον να έπινα καφέ μαζί σου».
Απορροφημένος στη συζήτηση με τον Δάντη, ρίχνοντας αδιάφορα τα βουτηγμένα στη χόβολη πόδια μου, τώρα βλέπω ότι δεν έχει μείνει ίχνος ή έστω κάποια σπίθα από τη φωτιά, τις φλόγες και τη χόβολη, αλλά μόνο βράχια πάγου, καλυμμένα κατά τόπους από στρώματα χιονιού και κυκλώνες χιονιού όπως οι Ρωσίδες μπαλαρίνες στις μαγικές περιστροφές τους επάνω στην παγωμένη σκηνή.
«Απορώ», απευθύνομαι στον Δάντη, «πώς είναι δυνατόν οι εποχές του χρόνου, τόσο μαγικές στην ιδιαιτερότητα της ομορφιάς τους για εμάς τους ζωντανούς, να υπάρχουν και στην Κόλαση για τις αμαρτωλές ψυχές;»
«Όμως με μια μεγάλη διαφορά, Μόντι. Εκεί που για εμάς τελειώνει αυτή η μαγεία, για τους αμαρτωλούς της κόλασης η φρίκη της αρχίζει και συνεχίζεται επ' άπειρον. Εμείς βιώνουμε μονάχα φευγαλέες στιγμές της μανίας των εποχών, αλλά γι' αυτούς που βλέπεις εδώ δεν υπάρχει ούτε ο χρόνος της στιγμής, ούτε η στιγμή του χρόνου. Είναι καταδικασμένοι να μοχθούν και να υποφέρουν την ατελείωτη στιγμή του βασανισμού».
Εν τω μεταξύ, βλέπω τον εαυτό μου ντυμένο με ένα λευκό γούνινο παλτό φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από χιόνι και κομμάτια πάγου κατά τόπους. Δεν εκπλήσσομαι από τη ζεστασιά που νιώθω με τη γούνα στους υπό του μηδενός βαθμούς, όπως δεν εξεπλάγην ούτε από τις δροσιστικές φλόγες της φωτιάς.
Ενώ δεν εκπλήσσομαι από τούτα τα θαύματα που προορίζονται μονάχα για μένα και τον Δάντη, τρομοκρατούμαι σε σημείο φρίκης από την σκηνή που μόλις εκτυλίσσεται, την οποία ο Δάντης μου είχε διηγηθεί κάποτε με την ίδια φρικιαστική ομορφιά. Δηλαδή φτάσαμε στο τέρμα του τέλους της Κολάσεως.
Ουρλιάζω τόσο δυνατά όταν τα τρία ανοιχτά στόματα του Σατανά (του Εωσφόρου) εμφανίζονται μπροστά μου, που μου μοιάζει σαν το κεφάλι μου να εκρήγνυται σε εκατοντάδες κομμάτια, αλλά ο ήχος της κραυγής δεν μπορεί να βγει από το ανοιχτό μου στόμα. Μαζεύεται σαν κουβάρι και μου σφίγγει το στήθος μέχρι που να μην μπορώ να αναπνεύσω.
Δεν ξέρω αν χωρίστηκα σε τρία μέρη για να χορτάσω τα τρία στόματα του Σατανά ή αν με κατάπιε ολόκληρο μόνο το ένα από αυτά. Το μόνο που γνωρίζω τώρα είναι πως δεν γνωρίζω και δεν αισθάνομαι τίποτα, γιατί είμαι κάτι παραπάνω από το τίποτα.
Αλλά αυτή η επισφαλής κατάσταση δεν διαρκεί πολύ. Όπως και την πρώτη φορά της διεξόδου από το δίλημμα για την εξεύρεση της αιτίας του γιατί βρίσκομαι στην Κόλαση και όχι έξω από αυτήν, είναι και πάλι ο Δάντης που με βγάζει από τα στόματα του Σατανά, διαμορφώνοντάς με ξανά ολόκληρο, χωρίς να αφήσει ούτε ένα κομμάτι της ύπαρξής μου μέσα τους.
«Σε ζηλεύω, Μόντι, διότι αυτό που βλέπεις με τα μάτια σου, το αισθάνεσαι και το βιώνεις σαν να είσαι ο πρωταγωνιστής μέσα του. Αυτή η εμπειρία συμβαίνει και σε μένα, όμως με έπεισες πως δεν είμαι o μόνος ούτε ο καλύτερος από αυτούς που την βιώνουν».
Κοιτάζω τον εαυτό μου με δυσπιστία, αλλά δεν περνά δευτερόλεπτο για να τον πιστέψω, όταν στα τρία στόματα του Σατανά, αντί για τα τρία μέρη του σώματός μου, βρίσκονται οι τρεις πιο άπιστοι προδότες που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία, ο Βρούτος, ο Κάσσιος και ο Ιούδας.
Ο αρχιπροδότης Σατανάς βασανίζει τρεις προδότες. Μόνο ο δημιουργός της Κόλασης θα μπορούσε να υλοποιήσει μια τέτοια ατελείωτη σκηνή τιμωρίας.
Εισπνέω βαθιά και ευχαριστώ τον Θεό που με αναγνώρισε και έκανε τον Δάντη συνταξιδιώτη μου σε αυτό το ταξίδι μέσα στην Κόλαση, κάτι που δεν έχω φανταστεί ή δει ούτε στις πιο τρελές και τρομακτικές φαντασιώσεις και όνειρά μου.
«Μη φοβάσαι», μου μιλά ο Δάντης με το στόμα του κοντά στο αφτί μου, «αυτός που βρίσκεται αντίκρυ σου είναι ο φύλακας άγγελος του Καθαρτηρίου και όπως και σε μένα πριν από επτά αιώνες, θα χαράξει επτά άλφα στο μέτωπό σου. Ίχνος πόνου δεν θα νιώσεις».
«Καταλαβαίνω, είναι οι επτά κύκλοι του Καθαρτηρίου που πρέπει να ανέβουμε σε αυτό το αόρατο βουνό», του απαντώ με ικανοποίηση, για να του αποδείξω ότι οι ιστορίες του δεν έχουν ξεθωριάσει από τη μνήμη μου.
Και πράγματι, παρόλο που ένιωσα επτά φορές την εγχάραξη, φέροντας στο μέτωπό μου συμβολικά τις επτά θανάσιμες αμαρτίες, παρόλο που νιώθω πιο βαρύς στο σώμα μου, σαν να έχω επταπλασιαστεί σε βάρος, δεν νιώθω ούτε πόνο, ούτε κούραση, ούτε δυσκολία στην αναπνοή κατά την αναρρίχηση στην αόρατη βουνοπλαγιά. Όμως αυτό που νιώθω, αφότου περάσω τον πρώτον κύκλο, είναι μια συνεχής και ικανοποιητική ανακούφιση του εαυτού μου, ύστερα από το πέρασμα κάθε επόμενου κύκλου μετά από αυτόν. Μου φαίνεται πως αντί για την κοπιαστική ανάβαση, περπατώ σε ένα άγνωστο δασώδες και επίπεδο μονοπάτι. Και κάθε φορά που αφήνουμε πίσω μας έναν κύκλο, το πυκνό φύλλωμα αρχίζει να γίνεται πιο διάφανο, αντανακλώντας όλο και πιο καθαρά τις ακτίνες του ηλίου.
«Δεν πιστεύω ότι θα εξαφανιστείς όπως ο Βιργίλιος», λέω στον Δάντη κοιτώντας προσεκτικά μπροστά, για να μην μπερδέψω τη διαδρομή. «Αν και παρόμοιο με το δικό σου ταξίδι, αυτό είναι το δικό μου ταξίδι σε ένα από τα πιο ευαίσθητα και κρίσιμα κομμάτια της ζωής μου, κομμάτια που δεν είναι σε καμία περίπτωση όμοια με τα δικά σου».
Η απάντηση του Δάντη καθυστερεί, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες φορές, όταν έπαιρνε την τελευταία μου λέξη από το στόμα μου.
Και έχει δίκιο. Γνωρίζω ότι τον έβαλα σε δίλημμα. Ίσως να του ζήτησα κάτι το ακατόρθωτο ή απαράδεκτο για εκείνον και για να τον ηρεμήσω και να τον πείσω, του λέω: «Μη με παρεξηγείς, αγαπητέ φίλε, δεν είναι θέμα διαγωνισμού ποιητών, ειδικά με έναν άφθαστο ποιητή σαν εσένα. Αλλά σκέψου μονάχα αυτό. Για μένα είσαι όπως ήταν κάποτε ο Βιργίλιος και για σένα, όμως είσαι ο Δάντης και όχι ο Βιργίλιος, όπως κι εγώ είμαι ο Μόντι και όχι ο Δάντης».
Πλέον μου φαίνεται πως τον έπεισα κι ακόμη κι αν γνωρίζω την απάντησή του πριν την πει, στρέφω το κεφάλι μου να την ακούσω από τον ίδιο.
«Όχι, Θεέ μου, δεν είχα σκοπό να συμβεί αυτό!»
Αντί για τον Δάντη, ακούω στη θέση του μονάχα τον απόηχο του αλιγκιερικού γέλιου.
Συνέβη αυτό που δεν ήθελα να συμβεί, όμως να που έπρεπε να συμβεί.
«Και τώρα τι», απευθύνομαι στον εαυτό μου, «μήπως πρέπει να συμβεί το ίδιο που συνέβη και στην τελευταία ιστορία του Δάντη;»
«Αδύνατον», μου λέει, «γιατί στην τελευταία του ιστορία ο Δάντης σου είπε πως στον Παράδεισο, κάπου εκεί ψηλά στον ουρανό ανάμεσα στα πέταλα ενός τριαντάφυλλου περιτριγυρισμένου από αγγέλους, του παρουσιάστηκε η όμορφη Βεατρίκη, η μοναδική γυναίκα που αγάπησε όταν την είδε για πρώτη φορά στα εννέα της χρόνια».
«Δηλαδή», συνεχίζω τον διάλογο με τον εαυτό μου, «δεν έχει νόημα να μου εμφανιστεί κι εμένα η Βεατρίκη, αλλιώς δεν θα είμαι αυτός που είμαι, αλλά ένας αλλοτριωμένος σε Δάντη Μόντι, ενώ ο Δάντης είναι απλώς μια αλλοτρίωση του Βιργιλίου».
«Μάταια σκοτίζεις τον νου σου με παράλογες φαντασιώσεις. Ακόμη κι ο ίδιος καταλαβαίνεις ότι ο φίλος σου θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο για να ξανασυναντηθεί με τη Βεατρίκη, αλλά σε καμία περίπτωση μέσω της κατάχρησης και του πλεονεκτήματος λόγω της αφέλειάς σου».
«Περίμενε, μη συνεχίζεις άλλο! Κοίτα τι εκτυλίσσεται μπροστά σου. Δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα, ούτε κάποια Βεατρίκη. Υπάρχουν μόνο άγγελοι που στροβιλίζονται γύρω σου, ένας πραγματικός κυκλώνας από αγγέλους, οι οποίοι χαιρετώντας σε με το πετάρισμα των φτερών τους, σκαρφαλώνουν όλο και πιο ψηλά στον ουράνιο θόλο, μέχρι την απεραντοσύνη».
Έχω φτάσει στο κατώφλι της εξόδου από τον Παράδεισο, αλλά...
Τι μου συμβαίνει Θεέ μου;
Το πόδι μου δεν υπακούει ώστε να περάσει το κατώφλι.
Ούτε το κεφάλι, ούτε το σώμα μου δεν υπακούν ώστε να τα στρέψω προς τα πλάγια ή προς τα πίσω.
Θέλω να φωνάξω με ουρλιαχτά, αλλά το στόμα μου βγάζει μονάχα την ανάσα της φωνής μου.
Προσπαθώ να ανακαλέσω κάθε μέρος της αφήγησης του Δάντη για τον Παράδεισο, για να βρω έναν παραλληλισμό ως προς τούτη τη βασανιστική κατάσταση, αλλά μάταια. Τα πάντα στην ιστορία είναι πραγματικά παραδεισένια, όπως ακριβώς και ο ίδιος ο Παράδεισος.
Δεν γνωρίζω πόσα δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες ή μέρες, βρίσκομαι σε τούτη την παγωμένη κατάσταση του εαυτού μου.
«Και πώς θέλεις να γνωρίζεις, Μόντι, εφόσον ο χρόνος είναι μη μετρήσιμος στην Κόλαση, στο Καθαρτήριο και στον Παράδεισο;»
«Εγώ γνωρίζω! Η αγαπημένη σου. Αγάπη μου, ψυχή μου, ζωή μου!»
Ένα χέρι απλώνεται και πιάνει το δικό μου χέρι, βοηθώντας με να περάσω το κατώφλι του Παραδείσου.
Με έλκει προς το δικό της σώμα, ενώνεται με το άλλο της χέρι και σχηματίζουν και τα δύο την πιο θεϊκή αγκαλιά από την αγαπημένη μου Μιρούσε.
Τα δάκρυα χαράς δεν μου επιτρέπουν να κοιτάξω καθαρά στο ημερολόγιο.
«Δύο μέρες και δύο νύχτες ολόκληρες μας τρέλανες, καλέ μου».
«Και τι είναι δύο μέρες και δύο νύχτες, γυναίκα; Οι 48 ώρες στη ζωή μας είναι μια ριπή οφθαλμού στον κόσμο του Άδη».
«Καλά, καλά, ηρέμησε τώρα μέχρι να συνέλθεις, γιατί δεν πέρασες και λίγα».
Δεν ξέρω ποιος πρέπει να συνέλθει, εγώ ή η αγαπημένη μου γυναίκα; Ε, Δάντη, τι λες;
Copyright © Εντμόντ-Ανδρέας Σαλβάρης All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Σημ. επιμ.: έχει επιλεχθεί το ανέβασμα στις λέξεις όπως: Κόλαση, Καθαρτήριο και αντίστοιχα Παράδεισος καθώς εννοούνται ως συγκεκριμένα μέρη-τόποι στο διήγημα και όχι ως αφηρημένες έννοιες.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφική γνωστό ως Το μπάρκο του Δάντη όπου εικονίζονται ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση.