Δήμητρας Γεράση
Αν νομίζετε πως μόνο οι ιππότες αφήνουν το κάστρο τους και ξεκινούν με τ' άλογά τους για να αναζητήσουν μαγικά σπαθιά και άγια δισκοπότηρα και πως τέτοια πράγματα δεν γίνονται στις μέρες μας, πλανάσθε πλάνην οικτράν.
Εγώ βέβαια δεν είμαι ιππότης και δεν έχω κάστρο, εγκατέλειψα όμως το ταπεινό μου διαμέρισμα πριν από δύο χρόνια προς αναζήτηση ενός ξίφους. Αυτά παθαίνεις άμα έχεις σχέση με αθλητή της ξιφασκίας.
Ο περί ου ο λόγος λοιπόν (Βαγγέλης για τους φίλους) είχε πάθος με το άθλημα κι εγώ είχα πάθος με τον Βαγγέλη. Έτσι λοιπόν δέχτηκα αμέσως την πρότασή του να συνδυάσουμε μια ρομαντική εκδρομή στη Βουδαπέστη με την αγορά ενός ειδικού ξίφους. Οι Ούγγροι, λέει, είναι από τους καλύτερους στην ξιφασκία και φτιάχνουν εξαιρετικά ξίφη. Ευκαιρία λοιπόν να συνδυάσουμε το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Πού να ξέρω τι δοκιμασίες έπρεπε να περάσουμε για να φτάσουμε στο αντικείμενο του πόθου μας;
Η αναζήτηση ενός ξίφους στις μέρες μας ξεκινά με την αναζήτηση του κατάλληλου μέσου μεταφοράς και του κατάλληλου (και πιο οικονομικού) καταλύματος. Αφού βρήκαμε λοιπόν την ιδανική πτήση (άγρια χαράματα φυσικά), ο Βαγγέλης μου δήλωσε περιχαρής πως βρήκε και ένα τέλειο ξενοδοχείο, μόλις μισή ώρα από το κέντρο της Βουδαπέστης.
«Είμαστε πολύ τυχεροί που το βρήκαμε μωράκι μου!» μου είπε ένα βράδυ. «Ο Γιώργος και η Άντα πλήρωσαν πέρυσι 100 ευρώ τη βραδιά και μέναν καμιά ώρα μακριά, ενώ εμείς μόλις 50 ευρώ. Και η τοποθεσία είναι ιδανική, σ' ένα προάστιο μέσα στο πράσινο, δίπλα στον Δούναβη.»
Οφείλω να ομολογήσω πως κι εμένα μου φάνηκε χρυσή ευκαιρία. Τόσο που παρέβλεψα το γεγονός ότι η ιστοσελίδα του ξενοδοχείου ήταν μόνο στα ουγγρικά.
Στο κάτω κάτω θα έχουμε την ησυχία μας εκεί στην εξοχή και θα είμαστε και κοντά στο κέντρο, σκέφτηκα. Το ταξίδι μας λοιπόν ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς.
Δυστυχώς για μένα ξεκινούσε στις τρεις το πρωί. Φυσικά δεν μπορέσαμε να κλείσουμε μάτι, ούτε εγώ ούτε ο Βαγγέλης, κι έτσι όταν φτάσαμε επιτέλους στο αεροδρόμιο της Βουδαπέστης περπατούσαμε σαν ζόμπι. Εγώ δε ήθελα σαν τρελή να καπνίσω μετά από τόσες ώρες. Με το ζόρι πρόλαβα μια τζούρα γιατί ο ευγενέστατος ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου μας είχε κανονίσει να έρθει να μας πάρει από το αεροδρόμιο.
Ο Ατίλα (συνηθισμένο ουγγρικό όνομα) φαινόταν ένας καλόκαρδος χοντρούλης κύριος με ανεκτές γνώσεις αγγλικών και πεντακάθαρο αυτοκίνητο. Είχε κι όρεξη για κουβέντα κι ο κλήρος έπεσε στον Βαγγέλη που είχε κάτσει στο μπροστινό κάθισμα και απαντούσε μονολεκτικά στις ερωτήσεις του Ατίλα. Αφού μας τόνισε πόσο αγαπά την Ελλάδα, δήλωσε με περηφάνια πως στην Ουγγαρία δεν έχουν καθόλου μετανάστες και δεν κινδυνεύει ο πολιτισμός τους. «Μη φοβάστε καθόλου. Η Βουδαπέστη είναι η πιο ασφαλής πόλη. Δεν έχει πρόσφυγες και τέτοια εδώ! Δεν τους θέλουμε!»
Κοιταχθήκαμε δειλά δειλά με τον Βαγγέλη και δεν είπαμε τίποτα. Δεν άντεχα να παρακολουθήσω άλλο τον μονόλογο του Ατίλα περί της καθαρότητας της ουγγρικής φυλής κι έτσι άρχισα να προσέχω τις ταμπέλες στο δρόμο, ανυπομονώντας να φτάσουμε στον προορισμό μας. Μόνο που δεν έβλεπα πουθενά τη λέξη Βουδαπέστη κι άρχισα να ανησυχώ.
Πώς να γράφουν Βουδαπέστη, αφού δεν ήμασταν στη Βουδαπέστη; Το ξενοδοχείο μας ήταν τελικά στο πασίγνωστο (!) Ντουναχαράστι, μισή ώρα με το τρένο από τη Βουδαπέστη (ούτε που θυμάμαι πόσα χιλιόμετρα μακριά) και βέβαια δεν ήταν προάστιο της ουγγρικής πρωτεύουσας, αλλά μια κωμόπολη, με ένα και μόνο ξενοδοχείο, όπως μας δήλωσε ο περήφανος Ατίλα.
Μόλις φτάσαμε, αφήσαμε τα πράγματά μας στο ξενοδοχείο (που ήταν πολύ μικρό, αλλά καθαρό και προπαντός ζεστό) και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας προς τη Βουδαπέστη. Συγκρατήθηκα να μη βρίσω το Βαγγέλη που είχε καταλάβει τη βλακεία του και περπατούσε με σκυφτό το κεφάλι ως ένοχος που ήταν. Πάλι καλά που τα τρένα στην Ουγγαρία φεύγουν πάντα στην ώρα τους (γι' αυτό δεν περηφανεύονταν και η φασιστική Ιταλία;) κι έτσι σε μισή ώρα περίπου φτάσαμε στο κέντρο της Βουδαπέστης.
Η αλήθεια είναι πως η μαγευτική αυτή πόλη μας αποζημίωσε και με το παραπάνω για τις μέχρι τότε δοκιμασίες μας. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τις φαρδιές λεωφόρους με τα υπέροχα κτήρια, τις τεράστιες πλατείες, το κάστρο, το κοινοβούλιο; Και πάνω απ' όλα ο Δούναβης! Χωρίζει την πόλη στα δύο, ή για την ακρίβεια τις δυο διαφορετικές πόλεις, την Βούδα και την Πέστη, και οι γέφυρες που τις ενώνουν είναι όλες πανέμορφες, ειδικά η κεντρική, η Γέφυρα των αλυσίδων. Περπατούσαμε αγκαλιασμένοι (λόγω και του ψοφόκρυου) και απολαμβάναμε εκστατικοί τα αξιοθέατα. Εκεί που μείναμε πραγματικά άφωνοι (σπάνιο πράγμα για μένα) ήταν όταν μπήκαμε στο κοινοβούλιο. Ευτυχώς είχαμε προνοήσει να κλείσουμε μια αγγλόφωνη ξενάγηση και παρόλο που τα μισά καταλάβαμε, το κτήριο από μόνο του ήταν απίστευτο. Ένας πραγματικά εντυπωσιακός ναός της δημοκρατίας.
Βγήκαμε ενθουσιασμένοι και κάπως πεινασμένοι μετά από τόσο περπάτημα. Θέλαμε φυσικά να δοκιμάσουμε αυθεντική ουγγρική κουζίνα κι ευτυχώς βρήκαμε ένα εξαιρετικό εστιατόριο. Μια συμβουλή για όποιον έχει τέτοιες διαθέσεις: η ουγγρική κουζίνα δε συνιστάται για άτομα με στομαχικές διαταραχές. Ένα είναι το σύνθημα: πάπρικα παντού! Στο ξενοδοχείο όπου φάγαμε ένα βράδυ έβαζαν πάπρικα μέχρι και στα μακαρόνια. Ευτυχώς εγώ πέρασα τη δοκιμασία του φαγητού χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, ο Βαγγέλης όμως μαρτύρησε. Εκείνο που λάτρεψα στην ουγγρική κουζίνα είναι οι σούπες, όχι μόνο το περίφημο γκούλας που είναι όντως εξαιρετικό, αλλά όλες οι σούπες με τις οποίες πάντα αρχίζει ένα γεύμα στην Ουγγαρία. Και βέβαια, το περίφημο ουγγρικό σαλάμι. Είχα παραγγελία από τη μάνα μου να φέρω οπωσδήποτε σαλάμι, οπότε το απόγευμα αποφασίσαμε να επισκεφθούμε την κεντρική αγορά της Βουδαπέστης, που έτσι κι αλλιώς θεωρείται τουριστικό αξιοθέατο.
Δεν έχω ξαναδεί τόσο καθαρή και περιποιημένη αγορά τροφίμων! Πως είναι η Βαρβάκειος; Καμία σχέση! Όλα πεντακάθαρα και τακτοποιημένα. Παντού βέβαια κουτάκια διαφόρων μεγεθών με πάπρικα και σαλάμια. Βγήκαμε φορτωμένοι με ένα σωρό πράγματα και φυσικά με ένα τεράστιο σαλάμι που ο Βαγγέλης κρατούσε παραμάσχαλα σαν τρόπαιο.
Όντως η Βουδαπέστη είναι πεντακάθαρη, δεν βλέπεις σκουπιδάκια πουθενά και δεν άργησα να καταλάβω το γιατί. Ήμασταν στη Βούδα, στα δρομάκια κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ματθία κι ως συνήθως ήθελα πάλι να κάνω ένα τσιγάρο. Ασυναίσθητα όταν τελείωσα έκανα τις ίδιες κινήσεις που κάνω πάντα στην Αθήνα, πέταξα δηλαδή τη γόπα κάτω. Την ώρα που πήγαινα να την πατήσω με το τακούνι μου, ακούω μια δυνατή και βαριά φωνή να μου φωνάζει κάτι ακαταλαβίστικο. Ο τόνος όμως ήταν αρκετός για να καταλάβω και να κατακοκκινήσω. Μια ψηλή, εύσωμη Ουγγαρέζα μάς είχε πλησιάσει και βλέποντας πως δεν καταλαβαίνω ουγγρικά μου έκανε την ίδια προφανώς παρατήρηση στα αγγλικά. Μακάρι να άνοιγαν οι κατακόμβες του κάστρου κάτω από τα πόδια μου! Πόσο Βαλκάνια μπορεί να είμαι ώρες ώρες; Κατάφερα να ψελλίσω πως δεν είχε κάδο εκεί κοντά και τότε εκείνη πήρε με μια χαρτοπετσέτα τη γόπα, την τύλιξε και μου την έδωσε πίσω. Από τότε φυσικά δεν έχω ξαναπετάξει γόπα κάτω.
Αν περιμένετε πληροφορίες για τη Βουδαπέστη by night θα σας απογοητεύσω. Το τελευταίο τρένο για το χωριό όπου μέναμε έφευγε στις 10 το βράδυ κι αν δεν το προλαβαίναμε θα τη βγάζαμε στα παγκάκια, οπότε κάθε βράδυ τρέχαμε να το προλάβουμε. Κουκουλωμένοι μέχρι το λαιμό περιμέναμε στο σταθμό και φτάναμε κατάκοποι στο χωριουδάκι μας για να φάμε εκεί το βραδινό μας. Διαπιστώσαμε δε, με μεγάλη έκπληξη, πως το ξενοδοχείο μας ήταν το μοναδικό εστιατόριο του χωριού, the place to be στο Ντουναχαράστι αν η μοίρα ή μια κακή κράτηση σε φέρει προς τα εκεί.
Τα πρωινά όμως δεν αφήσαμε κανένα αξιοθέατο. Περπατήσαμε στη λεωφόρο Αντράσι, τον πιο πολυτελή δρόμο της Βουδαπέστης, με υπέροχα μαγαζιά. Θα θυμάστε οι της ηλικίας μου τον κόμη Αντράσι από τη Σίσυ, ήταν εκείνος ο κούκλος Ούγγρος που πολιορκούσε τη Σίσυ, η οποία φυσικά προτίμησε τον φλώρο Φραγκίσκο Ιωσήφ. Φάγαμε γλυκό σε ένα καταπληκτικό ζαχαροπλαστείο με μαρμάρινα τραπεζάκια και μετά πήγαμε στην άλλη πλευρά του Δούναβη και ανεβήκαμε με το τελεφερίκ στο κάστρο. Ο Δούναβης μπροστά μας και απέναντι φάτσα το κοινοβούλιο! Από τις πιο όμορφες θέες του κόσμου! Θα ήθελα να έμενα εκεί για πάντα.
Έπρεπε όμως να κατέβουμε για να φάμε κάτι, να ξεκουραστούμε λίγο γιατί το απόγευμα θα πηγαίναμε για κρουαζιέρα στον Δούναβη. Είχα καταφέρει να πείσω τον Βαγγέλη πως άξιζε τον κόπο και κυρίως τα χρήματα και πως θα ήταν μια μοναδική εμπειρία. Έτσι παράβλεψα τα πρώτα πονάκια στη μέση μου που εκδηλώθηκαν λίγο πριν το φαγητό θεωρώντας πως αφού καθίσω λίγο και ξεκουραστώ θα περάσουν. Ο πόνος όμως ολοένα χειροτέρευε κι όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε από το εστιατόριο με το ζόρι κατάφερα να σηκωθώ να περπατήσω.
Ο καημένος ο Βαγγέλης τα χρειάστηκε. Με τα χίλια ζόρια γυρίσαμε στο σταθμό και ούτε που ξέρω πως τα κατάφερα να φτάσω στο ξενοδοχείο. Οριζοντιώθηκα στο κρεβάτι, ενώ ο Βαγγέλης μίλαγε στο τηλέφωνο με τη μανούλα του ζητώντας απεγνωσμένα συμβουλές. Ευτυχώς μετά από λίγη ώρα άρχισε να σκέφτεται πιο λογικά και πήγε στο φαρμακείο του χωριού να ρωτήσει για καμιά αλοιφή. Περιέργως ο φαρμακοποιός ήξερε λίγα αγγλικά και ήταν ευγενέστατος. Του έδωσε μια αλοιφή για τη μέση που αποδείχθηκε θαυματουργή. Με την πρώτη φορά που την έβαλα ο πόνος ελαττώθηκε. Για κρουαζιέρα στον Δούναβη φυσικά ούτε λόγος. Άρχισα όμως να ελπίζω πως θα περάσω με επιτυχία κι αυτή τη δοκιμασία.
Πραγματικά, η μαγική αλοιφή έκανε τη δουλειά της. Το πρωί ήμουν εντελώς καλά
και κάναμε μια μικρή βόλτα στο χωριό να δούμε τα τοπικά αξιοθέατα και τα μαγαζιά. Μπορεί να ήταν ένα μικρό χωριό, αλλά από μαγαζιά... μέχρι και sex shop είχε. Προχωρημένοι οι Ούγγροι! Είδαμε και το πεντακάθαρο και φρεσκοβαμμένο σχολείο (απ' ό,τι μάθαμε από τον ξενοδόχο το είχαν βάψει τα παιδιά και οι γονείς τους) και τη λαϊκή αγορά που θύμιζε δικό μας παζάρι στο πολύ χειρότερο.
Το απόγευμα αποτολμήσαμε τελικά την κρουαζιέρα στον Δούναβη. Το πλοίο ήταν μια απογοήτευση, πολύς κόσμος, με το ζόρι έβρισκες κάπου να κάτσεις και το κρύο βαρύ. Το θέαμα όμως του ποταμού με τις γέφυρες φωτισμένες και τα γύρω κτήρια να καθρεφτίζονται στα νερά ήταν υπέροχο. Μια μαγική εμπειρία που τη συνιστώ ανεπιφύλακτα! Κουρνιασμένη στην αγκαλιά του Βαγγέλη κοίταζα τα πανέμορφα κτήρια στις όχθες και τα φώτα τους που αντικατοπτρίζονταν στα ήσυχα νερά του ποταμού.
Με το ζόρι προλάβαμε το τελευταίο τρένο και κάτι το κρύο, κάτι το τρεχαλητό, η μέση μου άρχισε να με τσιμπάει πάλι. Ευτυχώς ο Βαγγέλης είχε μια εξαιρετική ιδέα, να συνδυάσουμε το τερπνόν μετά του ωφελίμου, δηλαδή να επισκεφτούμε ένα από τα αξιοθέατα της Βουδαπέστης και παράλληλα να θεραπεύσω την πονεμένη μου μεσούλα. Αποφασίσαμε λοιπόν να επισκεφτούμε το πρωί τα περίφημα θερμά λουτρά Σέτσενι (Szechenyi), ένα πανέμορφο κτήριο στην καρδιά ενός πάρκου, και να απολαύσουμε ένα χαλαρωτικό λουτρό.
Πρώτη φορά έκανα υδροθεραπεία και μάλιστα μες στο καταχείμωνο, αλλά η εμπειρία ήταν υπέροχη και θεραπευτική. Από εκείνη τη στιγμή η μέση μου δεν με ξαναπείραξε. Είχα περάσει με επιτυχία τη δεύτερη δοκιμασία του ταξιδιού, η τρίτη όμως αποδείχθηκε χειρότερη και πιο επικίνδυνη για το μέλλον μου και το μέλλον της σχέσης μου.
Σ' ένα τέτοιο μέρος, όπως είναι φυσικό, δεν απολαμβάνει κανείς μόνο θερμό λουτρό αλλά και οφθαλμόλουτρο. Ειδικά, όταν στην πισίνα σου εισβάλλει ξαφνικά ένας δίμετρος Ούγγρος, με κάτι πλατάρες, ίδιος πολίστας. Και το ακόμα καλύτερο ήταν ότι ο κούκλος αυτός με κοιτούσε συνέχεια. Όχι δεν μου φάνηκε, όντως με κοιτούσε. Ο Βαγγέλης στον κόσμο του, σκεφτόταν πότε θα πάμε επιτέλους να αγοράσουμε το σπαθί του και βγήκε από την πισίνα πριν από εμένα για να πάρει ένα τηλέφωνο. Ο Γιαν βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε, μου συστήθηκε πολύ ευγενικά και ζήτησε το Instagram μου. Σκέφτηκα πως δεν θα ήταν ευγενικό να αρνηθώ σε έναν τόσο ευγενικό κύριο και του το έδωσα ψιθυριστά.
Έλπιζα πως δεν θα έστελνε μήνυμα και όλα θα τελείωναν εκεί, αλλά γρήγορα διαψεύστηκα. Ευτυχώς ο Βαγγέλης ήταν πάλι στο τηλέφωνο όταν ακούστηκε ο ήχος του μηνύματος. Μου ζητούσε να συναντηθούμε το βραδάκι για να απολαύσουμε την πιο όμορφη θέα στη Βουδαπέστη. Πείτε μου, μπορούσα να αρνηθώ; Να φύγω από τη Βουδαπέστη χωρίς να απολαύσω την πιο όμορφη θέα της; Ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος.
Το πρόβλημα με τον Βαγγέλη λύθηκε ως δια μαγείας, λες και το σύμπαν συνωμοτούσε να συναντηθώ με τον Γιαν. Το βράδυ είχε έναν πολύ σημαντικό αγώνα ξιφασκίας που ήθελε οπωσδήποτε να δει κι εγώ, ενώ συνήθως τον ακολουθούσα στους αγώνες, προφασίστηκα πως ήθελα να κάνω μια τελευταία βόλτα στη Βουδαπέστη by night κι εκείνος με πίστεψε. Εν μέρει, ήταν αλήθεια εξάλλου. Τη θέα ήθελα να απολαύσω...
Και πράγματι η θέα ήταν εκπληκτική. Καθίσαμε με τον Γιαν στα σκαλάκια κοντά στον Προμαχώνα των ψαράδων και μπροστά μας ήταν ο Δούναβης με όλες τις γέφυρες φωτισμένες, το Κοινοβούλιο κι από πάνω μας το φεγγάρι... Ήταν όλα τόσο ρομαντικά που χωρίς να το πολυσκεφτώ βούλιαξα στην αγκαλιά του Γιαν. Τα αγγλικά του ήταν πιο φτωχά κι από τα δικά μου, αλλά τι μ' αυτό; Μερικές φορές τα λόγια είναι περιττά.
Ο ήχος του κινητού μου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Βαγγέλης με έψαχνε. Φυσικά δεν το σήκωσα, δεν μπορούσα καν να μιλήσω εκείνη τη στιγμή. Ο Γιαν κατάλαβε ότι ταράχθηκα και προσπάθησε να με ρωτήσει τι τρέχει. Ούτε σ' αυτόν απάντησα. Κυρίως γιατί δεν ήξερα τι να πω ούτε στον έναν ούτε στον άλλο.
Το μόνο ερώτημα που έπρεπε να απαντήσω ήταν αυτό: «Τι κάνεις βρε τρελή με αυτόν τον ξένο; Γιατί ρισκάρεις τη σχέση σου;».
Τα γαλάζια μάτια του Γιαν έκαναν πιο δύσκολη την απάντηση στο ερώτημα, αλλά αυτή τη φορά κατάφερα να αντισταθώ στον πειρασμό. Έφυγα γρήγορα, πήρα ένα ταξί και πήγα στον σταθμό. Ούτε που κοίταξα πίσω να τον δω.
Ευτυχώς ο Βαγγέλης δεν είναι ζηλιάρης τύπος. Του είπα ότι δεν άκουσα το κινητό και το πίστεψε. Εξάλλου το μόνο που σκέφτονταν ήταν πως είχε έρθει η ώρα να πάμε να αγοράσουμε το σπαθί του. Πρωί πρωί κατευθυνθήκαμε στις πιο σύγχρονες συνοικίες της Βουδαπέστης, καταφέραμε να βρούμε το μαγαζί και να πάρουμε το πολυπόθητο ξίφος έχοντας περάσει με επιτυχία όλες τις δοκιμασίες.
Αργά το βράδυ πήραμε το αεροπλάνο της επιστροφής. Δεν θα μακρηγορήσω για τον εξονυχιστικό έλεγχο στο αεροδρόμιο. Αρκεί να σας πω ότι όταν μου είπαν να βγάλω τα αθλητικά μου παπούτσια περισσότερο λυπήθηκα εκείνους παρά εμένα που έπρεπε να περπατήσω ξυπόλυτη το μισό αεροδρόμιο.
Με το «Εξκάλιμπερ» στις αποσκευές μας επιστρέψαμε στο σπιτάκι μας. Ξάπλωσα ανακουφισμένη στο κρεβατάκι μου και πήρα το κινητό στα χέρια μου για να χαζέψω. «Το καλοκαίρι θα έρθω για διακοπές στην Ελλάδα. Ανυπομονώ να σε ξαναδώ» ήταν το πρώτο μήνυμα που είδα.
Copyright © Δήμητρα Γεράση All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Kate Loveridge (Budapest Parliament, ακουαρέλα, 2009)