Κωνσταντίνα Τασσοπούλου: Η ιδέα προέκυψε από τον παππού μου. Αυτόν είχα κατά νου, αυτός με ενέπνευσε. Για την ακρίβεια, η ιστορία του. Ο παππούς μου έπλενε πιάτα στην Αμερική για καμιά εικοσαριά χρόνια και φαίνεται πως η πορεία του αυτή με σημάδεψε και δεν πέρασε απλώς από δίπλα μου, ως αφήγηση. Ήταν μέσα μου. Είχα μέσα μου τον κόπο του, τις δυσκολίες του, τις ιστορίες που μου είπε και όσες δεν πρόλαβε να μου πει. Βλέποντας την εξέλιξη της ζωής και το ότι τα σημερινά παιδιά αγνοούν αυτό που για εμάς ήταν μια συνηθισμένη συζήτηση, δηλαδή αγνοούν πως οι προπαππούδες μας ήταν μετανάστες και έφευγαν κατά χιλιάδες για την Αμερική, για να δουλέψουν σκληρά βοηθώντας την οικογένεια είπα, ήρθε η ώρα να γράψω αυτό το βιβλίο. Ένα παιδικό βιβλίο που θα αγγίζει αυτό το θέμα για πρώτη φορά.
Σε ποιες ηλικίες αναγνωστών ταιριάζει περισσότερο «Το πιάτο»;
Κ.Τ.: «Το πιάτο» είναι ιδανικό για ενήλικες και παιδιά Δ, Ε, Στ Δημοτικού. Δεν θα έλεγα για μικρότερα, ακριβώς επειδή είναι μεγάλης έκτασης και δεν θα έλεγα για εφήβους, επειδή στην εφηβεία δεν θέλουν τα παιδιά να αγγίξουν κάτι παιδικό. Όμως, αν το βιβλίο διαβαστεί από όλη την οικογένεια μαζί, μεγαλόφωνα, γύρω από ένα τραπέζι και γίνει αφορμή για συζήτηση, τότε διαβάζεται από όλους –διαβάζεται και από μικρότερα παιδιά. Είναι ένα βιβλίο οικογενειακό που θα μας κάνει να έρθουμε κοντά, αν το διαβάσουμε παρέα. Θα μας φέρει πιο κοντά στην ίδια μας την οικογένεια και θα μας φτάσει και μακριά, ως την κρυμμένη ιστορία κάθε οικογένειας. Υπάρχει ελληνική οικογένεια που δεν συνδέεται με μετανάστευση; Ελάχιστες, ίσως.
Τελικά, η λογοτεχνία, ένα παραμύθι, ένα μυθιστόρημα... είναι ο πιο διασκεδαστικός τρόπος να μάθουμε ιστορία, να πάρουμε πληροφορίες που σε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να διαβάσουμε μια άχρωμη και βαρετή εγκυκλοπαίδεια;
Κ.Τ.: Δεν ξέρω αν θα το περιγράψω ως διασκεδαστικό, αλλά σίγουρα θα το περιγράψω ως βίωμα. Ως ψυχαγωγία. Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο λογοτεχνικό, που εμπεριέχει ιστορικά στοιχεία, πληροφορίες αληθινές, γνώση εν τέλει, αυτό που αισθανόμαστε είναι πως πλησιάζουμε τις μικρές, τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων, τις ζούμε με έμμεσο τρόπο και έτσι καταλαβαίνουμε καλύτερα το όλον, την ιστορία, το γεγονός.
Είναι άλλο πράγμα να διαβάσει ένα παιδί πως «τόσα εκατομμύρια Ελλήνων έχουν μεταναστεύσει στην Αμερική» και εντελώς διαφορετικό, να έρθει κοντά στην ιστορία ενός και μόνο μετανάστη ή μίας οικογένειας, μίας παρέας. Το ένα είναι ένας απλός αριθμός, μια είδηση γενική, το άλλο γίνεται ειδικό, προσωπικό, δικό του. Εκεί ακριβώς, νιώθω πως έρχεται η βαθιά γνώση και βέβαια αυτή, γίνεται και αφορμή για ψάξιμο στη συνέχεια.
Διαβάζοντας εισπράττουμε μια ιδιαίτερη ευαισθησία για όλους τους ήρωες και τις
συνθήκες που αντιμετωπίζουν αλλά και μπόλικο χιούμορ. Ποια είναι τα «όπλα» του συγγραφέα προκειμένου να αφυπνίσει ή ξυπνήσει το συναίσθημα του αναγνώστη;
Κ.Τ.: Σας ευχαριστώ γι' αυτό που λέτε και χαίρομαι που λέτε πως διακρίνετε χιούμορ και ευαισθησία, διότι είναι τα στοιχεία που επιθυμώ να έχουν τα κείμενά μου κι εγώ η ίδια. Όπλο για τον συγγραφέα, είναι μάλλον ένα στοιχείο που θα κάνει τον αναγνώστη να οικειοποιηθεί την ιστορία που λέει. Να την αισθανθεί δική του. Αν δεν μιλάμε για βιβλίο σχολικό ή βιβλίο γνώσεων, οφείλουμε να κάνουμε τον αναγνώστη να αισθανθεί.
Για να τον κάνουμε να αισθανθεί πρέπει να τον συγκινήσουμε –όχι να τον κάνουμε να δακρύσει ντε και καλά, αλλά να κινηθεί προς κάπου. Να μην μείνει στάσιμος. Για να γίνει αυτό, δεν πρέπει να λείπει το συναίσθημα. Η ευαισθησία κρύβει συναίσθημα. Και το χιούμορ, που αναφέρατε, κρύβει εξυπνάδα που επίσης θεωρώ πως δεν πρέπει να λείπει από ένα βιβλίο. Δεν θέλουμε ως αναγνώστες ένα κείμενο που μας κάνει να βαριόμαστε.
Αν θα έπρεπε να περιγράψετε το βιβλίο με μία φράση, ποια θα ήταν αυτή;
Κ.Τ.: Ιδιαίτερο. Ίσως είναι μια λέξη που ταιριάζει σε κάθε μου βιβλίο, όχι μόνον σε αυτό.
Τι θα θέλατε να πείτε στους μελλοντικούς αναγνώστες σας;
Κ.Τ.: Ευχαριστώ που θα με διαβάσουν και εύχομαι να με αισθανθούν.
Αυτά είπε η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου για το βιβλίο της Το πιάτο, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υδροπλάνο.
Πολλά και ποικίλα παιδικά αναγνώσματα φτάνουν στο γραφείο αναζητώντας την προσοχή και ένα μέρος του χρόνου μου, όμως τα περισσότερα δείχνουν –και είναι πολλές φορές– τετριμμένα και κοινότυπα. Αφορούν χιλιοειπωμένες ιστορίες και παραμύθια που έχουμε ξαναδεί πολλάκις· κι ενώ είναι επιτυχημένα και γόνιμα, έχεις διαρκώς την αίσθηση ότι αναμασιούνται οι ίδιες υποθέσεις με πανομοιότυπους χαρακτήρες, η ίδια πλοκή και η ίδια αναμενόμενη κατάληξη. Καμία έκπληξη, αλλαγή ή πρωτοτυπία. Θα έλεγα ότι ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοπαραγωγής παιδικών θα μπορούσε να συμπυκνωθεί αν προσδοκούσαμε σε μια ομοιομορφία. Για παράδειγμα, αν όλοι οι πρίγκιπες ήταν ψηλοί, ξανθοί, γαλαζομάτιδες ή όλες οι μάγισσες κοντές, άσχημες και στριμμένες/κακιασμένες θα είχαμε ένα κοινό φορμάτ (και τα ονόματά τους θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν με την ίδια λογική) κ.ο.κ. Αλλά, για στάσου, δεν είναι όλες οι πριγκίπισσες καλλονές με τον πιο τέλειο χαρακτήρα; Μήπως δεν είναι όλοι οι κακοί, μοχθηροί τύποι ντυμένοι στα μαύρα; Το λιοντάρι δεν είναι πάντα ο αρχηγός των ζώων, η αλεπού παμπόνηρη και η κουκουβάγια ο σοφότερος χαρακτήρας όπου εμφανίζεται; Θέλω να πω πως υπάρχει μια ομοιομορφία στα παραμύθια –τελικά– με εξόφθαλμους συμβολισμούς, που βολεύουν, αλλά, δεν θα σας έκανε εντύπωση ένα παραμύθι που δεν επιθυμεί να βολευτεί στις οικείες φόρμες; Ένα βιβλίο που θα είχε να προτείνει κάτι καινούργιο, διαφορετικό, μη αναμενόμενο; Ένα βιβλίο που θα φρόντιζε να μιλήσει για κοινωνικά θέματα που αγγίζουν τον κόσμο που ζούμε και την ιστορία του με απλό, κατανοητό τρόπο;
Περισσότερο από κάθε άλλο, Το πιάτο είναι ένα κοινωνικοϊστορικό παραμύθι εποχής (και εδώ η λέξη παραμύθι χρειάζεται επειδή απευθύνεται στους μικρότερους αναγνώστες· σε άλλη περίπτωση θα το λέγαμε μυθιστόρημα) που δείχνει στον αναγνώστη του μια πλευρά της ιστορίας μας που σχετίζεται με τη μετανάστευση των αρχών του περασμένου αιώνα. Κι άμα σου αρέσει η ιστορία του γενναίου παππού τού ήρωα ή αποτελέσει έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση, στο τέλος υπάρχουν οι Κρυμμένες ιστορίες μες στην ιστορία, δηλαδή οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για όσα πραγματεύεται κι έχουν περάσει από τις σελίδες και μάλιστα συνοδεύονται από φωτογραφίες-ντοκουμέντα! Αυτό το τονίζω καθώς αντιλαμβάνομαι την ανάγκη ενός παιδιού να δει με εικόνα αυτό που μαθαίνει.
Το πιάτο έχει απτή αξία. Δεν είναι απλά μία –ακόμα– παιδική ιστορία· ένας λόγος παραπάνω επειδή πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση, περιποιημένη και πλούσια (συμβάλει κατά πολύ η εικονογράφηση της Εμμανουέλας Κακαβιά).
Κρατήστε τον συμβολισμό του πιάτου (το φαγητό μας, το μέσο για να φάμε, ο βιοπορισμός, ένα εργαλείο δουλειάς...) καθώς η ίδια ιστορία δεν θα ήταν το ίδιο δυνατή αν ο ήρωας καθάριζε σκάλες αλλά σημειώστε και διάφορες άλλες υφές που περνούν ανάμεσα στις αράδες όπως: την καθιέρωση του οκτάωρου, τις φούσκες, τον καταναλωτισμό κ.λπ.
Μεγάλο ναι!