Το βιβλίο Ψωμί καθάριο, της συγγραφέως Παναγιώτας Σμυρλή, ξεκινά με μία συγκινητική αφιέρωση: «Στον Μικρασιάτη πατέρα μου Νικόλα, τη γιαγιά Μαριγώ, τον παππού Πέτρο και σ' όλη εκείνη τη σπουδαία γενιά, που πότισε τα κύτταρά μας αγάπη, συγχώρεση και τη δύναμη να τραβάμε μπροστά.».
Ακολουθούν δύο ποιήματα. Ένα της Σοφίας Σιγάλα και ένα της Δέσποινας Σμυρλή. Κι έπειτα αρχίζει το λογοτεχνικό μας ταξίδι από την αγαπημένη Σμύρνη. Εκεί, όπου σε πρώτο πρόσωπο η συγγραφέας μας κάνει μια σύντομη ιστορική καταγραφή της πόλης. Ξεκινώντας από το πλούσιο, χρυσοστολισμένο της κορμί, ως το βιασμένο και καταρρακωμένο της κουφάρι.
Αρχικά, η πλοκή μας οριοθετείται και επικεντρώνεται μεταξύ του 1922 και του 1952 στο Σαζάκι της Σμύρνης. Τότε γνωρίζουμε και τα πρώτα πρόσωπα της πλοκής. Τον Ηλία Σάρογλου, που κάποτε εκεί είχε το εξοχικό, τα παράσπιτα και το ιπποφοβείο του. Το μέρος δηλαδή όπου κάποτε ο Αχμέτ, ως υπεύθυνος, επέβλεπε το ζευγάρωμα των καλύτερων αλόγων.
Κατόπιν βρισκόμαστε στο 1952, αρχές Σεπτέμβρη. Κι ο Αχμέτ, 30 χρόνια μετά, ακόμη αναλογίζεται τα μάτια της Αναστασίας. Της γυναίκας που ήταν το μοναχοπαίδι του Ηλία Σάρογλου και που έπαιζαν κάποτε μαζί στην ίδια αυλή.
Στη συνέχεια γνωρίζουμε κάποια πράγματα και για την Μαριγώ. Τη κόρη του πεταλωτή Νικόλα Γιαλαμά, συνεργάτη του Ηλία Σάρογλου. Πρόκειται για το μόνο μέλος της οικογένειάς της που επέζησε έπειτα από τη φονική γρίπη που τους έπληξε. Μια κοπέλα, που τελικά παντρεύτηκε τον Πέτρο Σμυρλή.
Κι όπως μας αναφέρει σ' αυτό το σημείο η συνεπώνυμη συγγραφέας με τον προαναφερόμενο Πέτρο Σμυρλή: «Το επώνυμο Σμυρλής έχει ιστορία. Κρύβει πίσω του γενιές από την Καππαδοκία και τεχνίτες της Σμύρνης» (σ. 21). Στις παρακάτω σελίδες μάλιστα, γίνεται εκτενή αναφορά σ' αυτό.
Οι ιστορικές αναδρομές συνεχίζονται, βιώνοντας γλαφυρά μέσ' από τις λέξεις τον πόλεμο και τον ανθισμένο έρωτα του Αχμέτ και της Αναστασίας. Μέχρι που ένα γράμμα της τον βρίσκει μες στον καπνό και την αντάρα του πολέμου.
Στη συνέχεια προστίθενται κι άλλοι ήρωες στην πλοκή μας –όλοι τους κουβαλούν τις δικές τους δραματικές ιστορίες– κάνοντάς μας κοινωνούς στην ανθρώπινη φρίκη που γεννά ο πόλεμος και η βία.
Αλλά παράλληλα, γεμίζοντάς μας και με ανεξίτηλες μνήμες: «Υπάρχουν φεγγάρια ματωμένα. Και ήλιοι που το φως τους δεν μπορεί να διαπεράσει τη σκοτεινιά. Τέτοια αφύσικα. Μια τέτοια χρονιά ήταν, έναν τέτοιον Σεπτέμβρη και μια τέτοια μέρα που η Σμύρνη έκοψε τη κεντρική αρτηρία του σώματός της κι άδειασε στη θάλασσα το αίμα της.». (σ. 118). Με τούτα τα λόγια περιγράφεται από την πένα της συγγραφέως η φωτιά στη Σμύρνη το 1922.
Κατόπιν, όλες αυτές οι ανθρώπινες ιστορίες συγκλίνουν. Μπλέκοντας μεταξύ τους καινούρια χαμόγελα και νέα καρδιοχτύπια. Βρίσκοντας εντέλει ένα απάνεμο λιμάνι στην Πάτρα. Κι όπως μας σημειώνει η συγγραφέας: «Στους δρόμους της Πάτρας ελάχιστοι οι περαστικοί, στα Ζαρουχλέικα ακόμα λιγότεροι.». (σ. 255)
Και κάπου εκεί, προς το τέλος, μας προσμένει ένα κεφάλαιο με τίτλο Ευχαριστίες και σκέψεις.
Θα ήθελα να σημειώσω επίσης, πως στις στερνές σελίδες συναντούμε και κάτι που λάτρεψα: Ένα φωτογραφικό λεύκωμα που πιστεύω ότι θα συγκινήσει και εσάς.
Κλείνοντας το λογοτεχνικό μας ταξίδι, σας παραθέτω μερικά βιογραφικά στοιχεία για την συγγραφέα του βιβλίου Ψωμί καθάριο.
Η Παναγιώτα Σμυρλή γεννήθηκε στην Πάτρα κι έχει ρίζες από τη Σμύρνη. Γράφει άρθρα, μυθιστορήματα, παραμύθια, δοκίμια και διηγήματα. Επίσης, έχει βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έργα της είναι τα κάτωθι: Ανθείας 201 (μυθιστόρημα, εκδόσεις Εντός), Ο γάτος με το ψάθινο καπέλο (μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη), Έρωτας ποταμός (μυθιστόρημα, εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική), Τα τζοβαΐρια της αγάπης (συλλογή διηγημάτων, εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική), Εφτά φεγγάρια (μυθιστόρημα, εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική), Η σφυρίχτρα της Στέφης (παραμύθι, εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική). Επίσης, έχει συμμετοχή σε συλλογικά έργα των εκδόσεων Ψυχογιός και Εμπειρία Εκδοτική. Περισσότερα για τη συγγραφική δράση της Παναγιώτας Σμυρλή μπορείτε να διαβάσετε και με μια επίσκεψη στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Υδροπλάνο.
Σας εύχομαι καλή ανάγνωση!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου