Ο Πέτρος Ζουμπουλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη (1956-1961), με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. σε όλα τα χρόνια σπουδών. Αποφοίτησε με πολλές διακρίσεις. Μετά την αποφοίτησή του από το εργαστήρι ζωγραφικής σπούδασε Σκηνογραφία, Διακόσμηση και Διαφήμιση στο Φροντιστήριο της Α.Σ.Κ.Τ. κοντά στον Βασίλη Βασιλειάδη (1962-1964), με διακρίσεις επίσης. Μελέτησε τη Βυζαντινή και Λαϊκή Τέχνη στην Ελλάδα με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. (1964-1965). Από το 1961, παράλληλα με τη ζωγραφική, εργάστηκε σκηνογραφικά για το θέατρο και τον κινηματογράφο φιλοτεχνώντας σκηνικά και κοστούμια. Συνεργάστηκε με κρατικά θέατρα και ελεύθερους θιάσους. Συνεργάστηκε με τα κρατικά θέατρα (ΚΘΒΕ, Άρμα Θέσπιδος, διάφορα ΔΗΠΕΘΕ). Δίδαξε διακοσμητικές εφαρμογές, ελεύθερο σχέδιο και χρώμα στη Σχολή Διακοσμητών ΑΤΟ-Δοξιάδη (1964-1976), σκηνογραφία στις Σχολές ΑΤΕΣ και στη Σχολή Βακαλό (1979-1984) και διακοσμητικές εφαρμογές και χρώμα στον χώρο, στο ΤΕΙ Αθήνας (1984-1986). Εικονογράφησε σχολικά και λογοτεχνικά βιβλία, ημερολόγια καθώς και εξώφυλλα βιβλίων και μουσικών δίσκων. Σχεδίασε περίπτερα διεθνών εμπορικών εκθέσεων και σε παιδικά πάρκα εορταστικά δρώμενα. Σχεδίασε επίσης και εκτέλεσε κεραμικές συνθέσεις σε αστικά κτήρια. Έχει φιλοτεχνήσει το μνημείο Εθνικής Αντίστασης στον Δήμο Μαρκόπουλου Αττικής. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας με διαχρονική σημαντική συμβολή στα δρώμενά του.
Έργα του ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη της Bουλής, σε συλλογές Υπουργείων, Τραπεζών, σε Πινακοθήκες Δήμων της χώρας και σε πολλές ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 2011 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Το 2020, στην επέτειο πενήντα χρόνων της ατομικής εικαστικής του δημιουργίας, παρουσιάστηκε αναδρομική έκθεσή του στον Χώρο Τέχνης της Εθνικής Ασφαλιστικής «ΣΤΟartΚΟΡΑΗ», με τίτλο «Η Αθήνα μου». Ο ίδιος επισημαίνει:
«Την Αθήνα-βίωμα την έχω ζήσει και τη ζω από τότε που γεννήθηκα. Την είδα χαριτωμένη και την βλέπω ν' αλλάζει όψη καθημερινά, να γίνεται σκληρή και απρόσωπη «πρωτεύουσα» μέσα στις αντιφάσεις της ατμόσφαιράς της και των ανθρώπων της.Κυνήγησα μια Αθήνα λίγο ή πολύ ανέκδοτη (αν είναι δυνατόν), σκληρή και τρυφερή όπως είναι. Αναζήτησα γωνιές της που είναι δίπλα μας και δεν τις έχουμε προσέξει. Το μεθυστικό άρωμα της νεραντζιάς όπως μπερδεύεται με το καυσαέριο. Να η Αθήνα! Η «πρωτεύουσά» μας έχει θυρεό με δύο σύμβολα: την απρόσωπη πολυκατοικία και το Ι.Χ. αυτοκίνητο. Αυτή η «πρωτεύουσα» τροφοδότησε όλο μου το έργο μέχρι τώρα. Αυτή είναι η μόνιμη πηγή της έμπνευσής μου. Η κουζίνα της ζωγραφικής (ίσως επειδή ο πατέρας μου ήταν διεθνούς φήμης chef) με ενδιέφερε πάντοτε και πάντοτε «έπαιζα» με τα διάφορα υλικά της. Σαν μάγειρας κι εγώ με τη μόνη διαφορά ότι από εγωισμό αυτά που έφτιαχνα ήθελα να μένουν για πάντα(;) και όχι να γίνονται... εδέσματα.Στις σπουδές μου λοιπόν στη Σχολή Καλών Τεχνών και στο πλαίσιο κάποιας υποτροφίας για τη μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής έμαθα να φτιάχνω τις προετοιμασίες. Δημιουργούσα έτσι τις κατάλληλες επιφάνειες (απομίμηση τοίχου) για να ζωγραφίσω τις εικόνες ή τα μοτίβα που μελετούσα σε ναούς και μονές. Απεικονίζοντας την Αθήνα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αέναη και διαρκής προσπάθεια μετουσίωσης της βάναυσης καθημερινότητάς της από ρεπορτάζ σε ζωγραφική, κρατώντας τα ουσιώδη συστατικά της και τη συγκίνηση που ένιωθα κάθε φορά.Κάποιοι θέλοντας να κατατάξουν καλά και σώνει κάπου αυτή τη δουλειά την απέδιδαν στον μαγικό ρεαλισμό. Θα έλεγα ότι ήταν μάλλον ένας ρομαντικός ρεαλισμός με τη γνώση ότι είναι αντιφατικός ως όρος, όπως και το κριτικός ρεαλισμός που είναι πιο σωστός.Ένας προσεκτικός περιπατητής-παρατηρητής θα διέκρινε καθημερινά και άλλες σχολές και κινήματα αισθητικά στους δρόμους της Αθήνας, όπως ο καθημερινός σουρεαλισμός, η arte povera κ.α. Άλλωστε είναι από μόνη της μια σχολή.»
Και συμπερασματικά διαπιστώνει: «Η κρίση (κρίσεις;) και οι πολλαπλές συνέπειές της σε βάθος χρόνου τροφοδότησε τη θεματική μου αυτή. Πάντοτε ήμουν επιρρεπής στον κοινωνικό σχολιασμό, που ανεπαισθήτως εισέδυε στη δουλειά μου ή μάλλον σε κάποιες φάσεις της. Ζώντας μια ολόκληρη ζωή σε μια πόλη σαν την Αθήνα δεν μπορείς να τον αποφύγεις.».
Στις εκθέσεις έργων του με τίτλο «Το Αιγαίο σε έδωσε το ωραίο ταξίδι» στην Μύκονο και στην Τήνο, που οργάνωσαν φορείς των δύο κυκλαδίτικων νησιών, η θεματογραφία του αναπτύχθηκε με «ολιστική» προσέγγιση. Με την έννοια ότι εκτέθηκαν πολλά διαφορετικά, αυτόνομα έργα, που όμως απάρτιζαν επιλεκτικά το εικαστικό του «ένα». Οι συνθέσεις του διαβάζονταν οπτικά σαν μια εικονιστική ωδή στη νησιώτικη φύση, του σκληρού και ελκυστικού πολλαπλά τοπίου της, των αναδυόμενων αρχέγονων συμβόλων, των μύθων και της ιστορίας της. Τις εκθέσεις αυτές συνόδευε μουσική σύνθεση εμπνευσμένη από τη θάλασσα, εμπλουτισμένη με ήχους φυσικούς δημιουργώντας υποβλητική ατμόσφαιρα που οδηγούσε τον θεατή σε αισθητική μέθεξη.
Γνώρισα τον Πέτρο Ζουμπουλάκη το 1981 σε μια ομαδική εικαστική έκθεση στην Γκαλερί «Συλλογή», στην Αθήνα, που συμμετείχα πρωτοεμφανιζόμενος. Είχα δει φοιτητής την ατομική έκθεσή του με ζωγραφικές συνθέσεις σε ύφος κριτικού ρεαλισμού με υπερρεαλιστικές συνάφειες, που με είχαν εντυπωσιάσει για τον ποιητικό συμβολισμό και την θαυμάσια τεχνική τους. Έκτοτε μελέτησα πολλές εκθέσεις του με ζωγραφικά και σκηνογραφικά έργα σε γκαλερί, θεατρικές παραστάσεις και μουσεία. Ανέκαθεν ήμουν θαυμαστής της έμφυτης ικανότητας για την απόδοση των χαρακτηριστικών σε πορτρέτα. Εμπειρικά διαπίστωσα τη ζωγραφική του άνεση στην εκ του φυσικού ζωγραφική όταν πόζαρα στο ατελιέ του καθώς και στην εξαιρετική απόδοση του ψυχογραφικού πορτρέτου της μητέρας μου, που κοσμεί την συλλογή τέχνης στη Σύγχρονη Πινακοθήκη Villa Ροδόπη στο Αργοστόλι Κεφαλλονιάς.
Η συναρπαστική άποψη για την αυθεντική τέχνη του Πέτρου Ζουμπουλάκη και η ανάπτυξη των φάσεων της έκφρασής του, κοινωνικοπολιτικά, περιβαλλοντολογικά, ερωτικά, φυσιοκρατικά, τοπιογραφικά, προσωπογραφικά, θεατρικά και ιδεολογικά ωθεί και κινεί ταυτόχρονα την αίσθηση και την σκέψη μας σε έναν δυνάμει υπαρκτό χώρο αποκρυστάλλωσης ονειρικών καταστάσεων, που πρυτανεύει ο ανθρωπισμός και η ροπή της δημιουργικής έκφρασης.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου