Νοσταλγικό άρωμα μιας άλλης εποχής, αποπνέει το νέο μυθιστόρημα του συγγραφέα Κώστα Γραμματικόπουλου Ολιέβιν από τις εκδόσεις Βακχικόν. Η Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα, της δεκαετίας του '20, μας ξανασυστήνεται και 'μείς αφηνόμαστε στην ρομαντική αύρα της και στα σπουδαία γεγονότα που συνέβησαν στην ιστορία των ηρώων και του τόπου τους.
Το βιβλίο καταπιάνεται με πολλά σημαντικά θέματα κι έχει στον κεντρικό άξονά του έναν ηλικιωμένο, ταλαιπωρημένο ψυχικά και σωματικά μουσικοσυνθέτη και πιανίστα, τον Ολιέβιν, ο οποίος αποφάσισε μετά από αρκετά χρόνια να φύγει από την Οδησσό και να επαναπατριστεί στη χώρα των προγόνων του, την Ελλάδα, για να ασκήσει την τέχνη του διδασκάλου κλασσικής μουσικής.
Στην Κηφισιά λοιπόν της ντόπιας αριστοκρατίας, θα γνωριστεί με τη μαθήτριά του Δάφνη, μία συνεσταλμένη, ανήσυχη κοπέλα κι αυτή η σχέση θα βοηθήσει αμφότερους. Εκείνη θα βρει, μέσω της μουσικής, ένα νόημα στη θλιμμένη μέχρι πρότινος ζωή της, που κατατρέχεται απ' το φάντασμα ενός εκλιπόντα πατέρα, και εκείνος, από μέρους του, μια αγνή φύση να μεταλαμπαδεύσει τη σοφία και τις μουσικές γνώσεις του. Πρόκειται για σχέση ζωής, παρόμοια με πατέρα κόρης, απ' την οποία δεν απουσιάζει το οιδιπόδειο και δεν θα λυγίσει ποτέ, όσα κι αν συμβούν κατόπιν.
Παράλληλα με τις ζωές του πρωταγωνιστικού μας διδύμου, παρακολουθούμε την κοινωνική ενστρωμάτωση και τις έντονες ταξικές διαφορές όπως συνέβαιναν στον τότε κόσμο. Έχουμε απ' τη μία την αριστοκρατία και τα προνόμια που κατέχει, απ' την άλλη τους ντόπιους (νερουλάδες, κτηνοτρόφους κ.λπ.), με τελευταίους τους καταφρονημένους –απ' όλους– πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η αντιμετώπιση που τους επιφύλαξαν οι γηγενείς ντόπιοι και ειδικά οι γαιοκτήμονες-μεγαλοτσιφλικάδες, αποτελεί ένα μελανό σημάδι στην Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, που καλό θα ήταν να μην ξεχαστεί (και χαίρομαι που η πένα του συγγραφέα είναι εδώ να μας το θυμίζει).
Η πάλη των τάξεων θίγεται καίρια από τα πρώτα κεφάλαια. Οι ντόπιοι νιώθοντας φόβο μπρος στο καινούργιο, το άγνωστο, βλέπουν ως απειλή την «εισβολή» των ταλαίπωρων προσφύγων και τους αντιμετωπίζουν ως δουλοπάροικους. Η φτώχεια κι η ανέχεια έρχονται σε αντιπαράθεση με τον πλούτο της ολιγαρχίας κι ο πόλεμος μαίνεται προ των πυλών και φυσικά δεν θα 'ναι αναίμακτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η διαμάχη, μου έφερε στον νου την «Ανάσταση» του σπουδαίου Ρώσου λογοτέχνη Λέων Τολστόι, που κατέγραψε γλαφυρότατα, όσο λίγοι, τα πάθη των φτωχών απ' τη δυναστεία των κολίγων.
Στο ζοφερό πολιτικό κλίμα της εποχής όμως, υπάρχει ανάσα και φως. Άνθρωποι των γραμμάτων, ποιητές και συγγραφείς συναντιούνται στα σαλόνια της αριστοκρατίας μιλώντας για –τι άλλο;– την τέχνη. Κι η αλήθεια είναι πως παρελαύνει σύσσωμη όλη η avant-garde της διανόησης, από την Πηνελόπη Δέλτα, τον Γεώργιο Δροσίνη, τον Άγγελο Σικελιανό με τον «άγνωστο» Γιώργο Σεφέρη, από ελληνικής πλευράς, ως τον Ντοστογιέφσκι, τον Τσαϊκόφσκι και τον Τουργκένιεφ, της ρωσικής.
Μέσα σε όλα αυτά, στήνεται με μαεστρία, ένα ερωτικό ειδύλλιο της Δάφνης κι ενός νεαρού καταζητούμενου πρόσφυγα, του Νικήτα. Ο έρωτας πάντα πρωταγωνιστής στις σελίδες της ιστορίας, φαίνεται να αποτελεί την κύρια οδό αφύπνισης για τους ήρωες κι έχουμε την τύχη να τον υποδεχτούμε πολλάκις στις σελίδες του Ολιέβιν.
Ένας κόσμος, πέρα από τον οικείο δικό μας, ξεδιπλώνεται και μας καλεί να μοιραστούμε τα μυστικά του, μεταφέροντάς μας από την Κηφισιά στα ανέμελα καλοκαίρια της Άνδρου κι από 'κεί στην Οδησσό και τη Μόσχα. Ο κεντρικός ήρωας, σαν άλλος Οδυσσέας, θα περιπλανηθεί αρκετά, έχοντας να αντιμετωπίσει τις δικές του συμπληγάδες και Ερινύες, ώσπου να βρει γαλήνη.
Αυτό το μυθιστόρημα τελικά, τα περιέχει όλα. Συγκίνηση, συγκρούσεις, έντονα πάθη, ρομαντισμό, συναισθήματα εμβαπτισμένα στο πνεύμα αλλοτινών καιρών που έχουν πολλά να πουν. Σαν ξεχασμένες παρτιτούρες ενός μαγικού σκοπού, περιμένουν καλά φυλαγμένες στο συρτάρι να τις ανακαλύψουμε.
Στην καρδιά, και όχι στα χέρια μας, είναι το κλειδί.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου