Κοινωνικό μίσος
Ένα σύμπτωμα της αυτοκαταστροφικής τάσης του ανθρώπου
«Υπάρχουν δύο ψυχικές εκφράσεις του μίσους: το μίσος για τον άλλο και το μίσος για τον εαυτό μας, το οποίο συχνά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι και τα δύο έχουν κοινή ρίζα, την άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο. Η οντολογική αυτή διάρθρωση του ανθρώπου επιβάλλει αξεπέραστους εξαναγκασμούς σε κάθε κοινωνική οργάνωση και σε κάθε πολιτικό πλάνο. Καταδικάζει αμετάκλητα κάθε ιδέα για μία "διαφανή" κοινωνία, κάθε πολιτικό πλάνο που αποσκοπεί στην άμεση οικουμενική συμφιλίωση.»Κορνήλιος Καστοριάδης
Πόσο επιζήμια είναι, αλήθεια, η διάσταση μεταξύ των ανθρώπων όταν κυβερνιούνται από το μίσος και την κακία! Πόσο καλά το ξέρουμε αυτό στην «πολιτισμένη» εποχή μας! Σε μια εποχή, κατά την οποία επικρατεί το κοσμικό μίσος.
Πραγματικά το μίσος είναι ανασταλτικός παράγοντας κάθε υγιούς εκδήλωσης της ανθρώπινης ζωής. Αφήνει το σημάδι του στον πολιτισμό, αδειάζοντάς τον από κάθε ανθρώπινο στοιχείο, αφήνοντάς τον μόνο με την τεχνολογία. Εκμηδενίζει τις ανθρώπινες σχέσεις αγάπης, συμπαράστασης, αλληλεγγύης, αλτρουισμού. Καταρρακώνει την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα των ανθρώπων. Οδηγεί αναμφίβολα στην περιφρόνηση, την αδιαφορία, την προδοσία, τον κυνισμό, την ανασφάλεια, την απογοήτευση, την πικρία και πολλές φορές στη δολοφονία ή και την αυτοχειρία.
Ποιες είναι οι πηγές όμως αυτού του αρνητικού συναισθήματος;
Ποιες είναι οι καταστάσεις εκείνες και οι απώτερες επιδιώξεις των ανθρώπων, που οδηγούν στο μίσος;
Πιστεύω πως είναι η υποταγή στα πάθη, η θεοποίηση του Εγώ, η εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων. Είναι όμως και κάτι άλλο. Η ερμητικότητα της καρδιάς μας στη λειτουργία της ως δέκτης και πομπός αγάπης. Ο άνθρωπος έχει ασχοληθεί τόσο πολύ με το καθημερινό κυνήγι ματαιόδοξων σκοπών και ονείρων, που προσπερνάει αδιάφορα τους συνανθρώπους του ή, άλλες φορές, τους βλέπει ως ανταγωνιστές του και άλλες ως υποδεέστερα από αυτόν όντα, που είναι υποχρεωμένα να τον υπηρετούν. Κι όταν ακόμη γνωρίσει κάποιον συνάνθρωπό του δεν είναι ικανός να παίξει σωστά τον ρόλο του ανιδιοτελούς φίλου ή του ειλικρινούς συντρόφου, γιατί μπροστά του στέκονται πάντα τα συμφέροντά του. Έτσι λοιπόν η αγάπη δεν μπορεί να υλοποιηθεί, να εκδηλωθεί εξαιτίας του εγωισμού ή από την άλλη πλευρά, μη βρίσκοντας αντίκρισμα, μετατρέπεται σε μίσος. Μίσος που μπορεί να κυβερνά τους ανθρώπους μιαν ολόκληρη ζωή και να τους ωθεί ανεπίστρεπτα στην προδοσία της φιλίας, στη διάλυση της οικογένειας, στην απέχθεια προς τις κοινωνικές σχέσεις και επαφές, στον ρατσισμό.
Επίσης στον χώρο της εξουσίας και των πολιτικών κομμάτων βλέπουμε καθαρά τι δύναμη και τι επιπτώσεις έχει το μίσος μεταξύ των πολιτικών αρχηγών και των κομμάτων, όπου οι ηγέτες τους τυφλώνονται αρκετές φορές τόσο πολύ από το μίσος μεταξύ τους, ώστε ν' ασχολούνται μάλλον με το πώς και πόσο θα διαβάλλει και θα συκοφαντήσει ο ένας τον άλλον, παρά πώς θα ωφελήσει την πατρίδα του, την πολιτεία του, το κράτος του, που κάποτε του έδωσε την εξουσία να το διακυβερνά, ελπίζοντας πως αυτός θα είναι συνεπής και υπεύθυνος πολιτικός ηγέτης ή αρχηγός κόμματος, ή πολιτικός άνδρας γενικώς. Σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε πόσο το κράτος αδυνατίζει στην εσωτερική του πολιτική, κοινωνική –γιατί τα κόμματα έχουν την ιδιότητα να διαχωρίζουν τους πολίτες μεταξύ τους, ωθώντας τους στις μεταξύ τους έριδες και διχόνοιες– και οικονομική κατάσταση. Η κατάπτωση αυτή μιας χώρας έχει αναμφίβολα αντίκτυπο και στην εξωτερική πολιτική, γιατί οι άλλες χώρες παύουν να σέβονται αυτό το κράτος και επιβουλεύονται την εδαφική ή και την πολιτική της ακεραιότητα.
Το μίσος όμως είναι ικανό να οδηγήσει και σε άλλα τραγικά πράγματα τον άνθρωπο. Τέτοια είναι η εκδίκηση, ο πόλεμος, οι γενοκτονίες, οι βιασμοί, οι στυγερές και απεχθείς δολοφονίες, η προσβολή της αξιοπρέπειας με κάθε μέσο και τρόπο. Όλα αυτά τα βλέπουμε καθημερινά. Μας τα έχει δείξει όμως ολοφάνερα και η παγκόσμια ιστορία.
«Ιδιαίτερα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι επαναστατικές εξελίξεις που τον ακολούθησαν, είχαν μια βαθιά μεταφυσική σπουδαιότητα για το πεπρωμένο του ανθρώπου», σύμφωνα με τον Νίκολας Μπερντιάεφ. Κλονίστηκαν τα ίδια τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Παγκόσμιος Πόλεμος αποκάλυψε το κακό, το μίσος και την οργή, που είχαν συσσωρευτεί σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αντικειμενοποίησε τις σκοτεινές δυνάμεις, που έμεναν κρυμμένες σε κατάσταση υποκειμενική. Με τον ίδιο τρόπο, ο πόλεμος φανέρωσε τον απατηλό χαρακτήρα του πολιτισμού μας. Κινητοποίησε όλες μας τις δυνάμεις σε μια αντικειμενοποιημένη και κοινωνικοποιημένη δράση, όχι φυσικά για το καλό, αλλά για το κακό. «Τα πάντα για τον πόλεμο». Τον πόλεμο που υποτίμησε την αξία της ζωής και συνήθισε την κοινωνία να μην παραλληλίζεται με το ανθρώπινο πρόσωπο και να μην το θεωρεί παρά μέσο και όργανο του πεπρωμένου της ιστορίας. Μετά τον πόλεμο, ο άνθρωπος παραμένει σε κινητοποίηση, συνεχίζει να εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ξεριζώνεται από τον εαυτό του και ρίχνεται μέσα στην κοινωνία, το κράτος, την εθνικότητα ή την τάξη ενός αντικειμενοποιημένου κόσμου. Δεν έχει πια το δικαίωμα να ζει εσωτερικά στον κόσμο του εαυτού του και να καθορίζει από το χώρο της ψυχής τη συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο ευρύτερα. Το πιο παράξενο είναι ότι ο άνθρωπος στις μεταπολεμικές γενιές συνειδητοποίησε τη νέα του κατάσταση. Δεν αισθάνεται θύμα της βίας, αλλά επιθυμεί να την ασκήσει ο ίδιος. Ο πόλεμος διαμόρφωσε μιαν ανθρωπότητα, που πιστεύει στη βία. Οι δαίμονες του μίσους και του εγκλήματος συνεχίζουν, απελευθερωμένοι, τη δραστηριότητά τους, καταπατώντας συνειδήσεις, αξιοπρέπειες, δικαιώματα, ζωές.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης τονίζει ότι το αίσθημα του μίσους και της αυτοκαταστροφικότητας «μετατρέπεται σε καταστρεπτικές δραστηριότητες, σχηματοποιημένες και θεσμοθετημένες, που στρέφονται εναντίον άλλων ομάδων –δηλαδή να μετατραπεί σε πόλεμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ψυχικό μίσος είναι η αιτία του πολέμου. Αλλά το μίσος είναι, αναμφίβολα, ένας όρος, όχι μόνο απαραίτητος αλλά και ουσιαστικός του πολέμου.
Το μίσος καθορίζει τον πόλεμο και εκφράζεται μέσω αυτού. Η φράση του Αντρέ Μαλρό "είθε η νίκη σε αυτό τον πόλεμο να ανήκει σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν" εκφράζει μία ελπίδα που στην πραγματικότητα διαψεύδεται σε όλους σχεδόν τους πολέμους. Αλλιώς δεν θα καταλαβαίναμε πώς εκατομμύρια άνθρωποι στη διάρκεια της ιστορίας ήταν πρόθυμοι, από τη μία στιγμή στην άλλη, να σκοτώσουν άγνωστους ή να σκοτωθούν από αυτούς. Και όταν η δεξαμενή του μίσους δεν βρίσκει διέξοδο στον πόλεμο, εκδηλώνεται υπόκωφα με τη μορφή της περιφρόνησης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Οι καταστροφικές τάσεις των ατόμων συνάδουν απόλυτα με την ανάγκη μίας κοινωνίας να ενδυναμώνει τη θέση των νόμων, των αξιών και των κανόνων της, ως μοναδικά στην τελειότητά τους και ως τα μόνα αληθινά, ενώ οι νόμοι, τα πιστεύω και τα έθιμα των άλλων είναι κατώτερα, λανθασμένα, άσχημα, αηδιαστικά, φριχτά, διαβολικά.
Πάντα φαινόταν σχεδόν αδύνατο οι ανθρώπινες ομάδες να αντιμετωπίζουν το διαφορετικό ως ακριβώς αυτό: απλώς διαφορετικό. Επίσης, ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπίζουν τους θεσμούς των άλλων ως ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους αλλά απλώς ως διαφορετικούς. Η συνάντηση μίας κοινωνίας με άλλες συνήθως ανοίγει τον δρόμο για τρεις πιθανές εκτιμήσεις: οι άλλοι είναι ανώτεροι από εμάς, είναι ίσοι ή είναι κατώτεροι. Αν δεχτούμε ότι είναι ανώτεροι, οφείλουμε να απαρνηθούμε τους θεσμούς μας και να υιοθετήσουμε τους δικούς τους. Αν είναι ίσοι θα μας ήταν αδιάφορο αν οι άλλοι είναι χριστιανοί ή ειδωλολάτρες. Οι δύο αυτές πιθανότητες είναι απαράδεκτες. Διότι αμφότερες προϋποθέτουν ότι το άτομο πρέπει να εγκαταλείψει τα σημεία αναφοράς του ή τουλάχιστον να τα θέσει υπό αμφισβήτηση. Δεν απομένει, λοιπόν, παρά η τρίτη πιθανότητα: οι άλλοι είναι κατώτεροι. Αυτό βεβαίως αποκλείει την πιθανότητα οι άλλοι να είναι ίσοι με εμάς, με την έννοια ότι οι θεσμοί τους απλώς δεν συγκρίνονται με τους δικούς μας. Ακόμη και στην περίπτωση μη θρησκευτικών πολιτισμών, μία τέτοια παραδοχή θα δημιουργούσε αναπάντητα ερωτηματικά στο καθαρώς θεωρητικό επίπεδο: πώς αντιμετωπίζει κανείς κοινωνίες που δεν αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, επιβάλλουν στους πολίτες τους σκληρές ποινές ή έχουν απαράδεκτα έθιμα;
Ο δρόμος προς την αναγνώριση του διαφορετικού αρχίζει στο ίδιο σημείο και έχει τα ίδια κίνητρα με την αμφισβήτηση των δεδομένων θεσμών της κοινωνίας, την απελευθέρωση των σκέψεων και των πράξεων, εν ολίγοις τη γέννηση της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας. Εδώ μπαίνει κανείς σε πειρασμό να πει ότι το άνοιγμα της σκέψης και ο μερικός και σχετικός εκδημοκρατισμός των πολιτικών καθεστώτων της Δύσης συνοδεύτηκαν από την παρακμή του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Ωστόσο, δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτή την ιδέα χωρίς να θέσουμε ισχυρούς περιορισμούς. Αρκεί να σκεφτούμε με πόσο ακραία επιθετικότητα επανεμφανίστηκε ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός τον 20ό αιώνα σε χώρες "ανεπτυγμένες" και "δημοκρατικές".
Όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ αφορούν τον αποκλεισμό του άλλου. Δεν αρκούν για να εξηγήσουμε γιατί αυτός ο αποκλεισμός γίνεται διάκριση, περιφρόνηση, απομόνωση και τελικά μίσος, λύσσα και δολοφονική τρέλα. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορεί να υπάρξει γενική εξήγηση.
Μία τελευταία παρατήρηση που αφορά τον ρατσισμό. Το κύριο και καθοριστικό χαρακτηριστικό του ρατσισμού είναι η απαραίτητη μη μετατρεψιμότητα του άλλου. Ο θρησκευτικά μισαλλόδοξος δέχεται με χαρά τον προσηλυτισμό των άπιστων, ο "λογικά" εθνικιστής χαίρεται όταν ξένα εδάφη προσαρτώνται στη χώρα του και οι κάτοικοι τους αφομοιώνονται. Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση του ρατσιστή. Οι Γερμανοί Εβραίοι θα ήθελαν να παραμείνουν πολίτες του Τρίτου Ράιχ· αλλά οι Ναζιστές ούτε να το ακούσουν.
Ακριβώς γιατί στην περίπτωση του ρατσισμού το αντικείμενο του μίσους πρέπει να είναι μη μετατρέψιμο. Γι' αυτό ο ρατσιστής επικαλείται ή εφευρίσκει δήθεν φυσικά (βιολογικά), άρα μη μετατρέψιμα, χαρακτηριστικά του αντικειμένου του μίσους του: το χρώμα του δέρματός του, τα διακριτικά γνωρίσματα του προσώπου του. Τέλος, θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο να συνδέσουμε αυτή την ακραία μορφή του μίσους προς τον άλλο με το πιο σκοτεινό, πιο άγνωστο και πιο συγκρατημένο είδος μίσους: το μίσος προς τον εαυτό μας».
Επιπλέον ο Νίκολας Μπερντιάεφ πιστεύει ότι «ο πόλεμος φανέρωσε πως τίποτε δεν ενώνει τους ανθρώπους έξω από μια κοινή δουλεία, μια στρατιωτική πειθαρχία. Αποκάλυψε πόσο υπεροπτική ήταν η πορεία του ανθρωπισμού και πόσο εύθραυστο το περίβλημα που τον κάλυπτε. Στον Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια φάνηκαν τερατώδεις, οργανωμένες συλλογικότητες, πίσω από τις οποίες επικρατούσε το χάος. Ο πόλεμος ήταν κιόλας μια κρίση στην ιστορία, μια μόνιμη κρίση, μια αδυσώπητη καταστροφή των ψευδαισθήσεων, μια βαθιά απογοήτευση για την ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας και όλων των υψηλών ιδεών. Αυτή η κρίση ξεσκέπασε έναν τεράστιο αριθμό καλυμμένων αληθειών.
Κάποτε αποκαλύφθηκαν σε όλο τους το μεγαλείο οι πρώτες αλήθειες, που ήταν κρυμμένες κάτω από τα πέπλα του πολιτισμού. Η πίστη στον άνθρωπο, που υπήρχε ακόμη και τον 19ο αιώνα, κλονίστηκε ριζικά. Όσο για την πίστη στον Θεό αμφισβητήθηκε νωρίτερα και η κατάρρευση της μιας ακολουθήθηκε από την πτώση της άλλης. Κατακρημνίστηκε ο ανθρωπιστικός μύθος και στη θέση του ανοίχτηκε μια άβυσσος. Η άπληστη ζωή της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν ήταν σε θέση να ενθαρρύνει και να στηρίξει την πίστη στον άνθρωπο, γιατί ο άνθρωπος δεν είχε καμιά αξία. Η οικονομία, που προοριζόταν να διαθρέψει τον άνθρωπο, δεν είχε πια εξάρτηση από αυτόν, αλλά ο άνθρωπος από εκείνη».
Ως άμεσο αποτέλεσμα όλων αυτών των ζοφερών πραγμάτων ο Μπερντιάεφ τονίζει ότι «ο άνθρωπος δεν έχει πια τη δύναμη να αντισταθεί, να υπερασπιστεί την ίδια του την αξία και να ανακαλύψει μέσα του ένα στήριγμα. Πιάνεται, σαν από σωσίβιο, από τις συλλογικότητες, εθνικές, κομμουνιστικές ή ρατσιστικές θεωρίες, από το κράτος ως το επίγειο απόλυτο, από την οργάνωση και την τεχνοποίηση της ζωής. Είναι διέξοδοι που οδηγούν τις μάζες στον στίβο της ιστορίας· μάζες ανθρώπων που έπεσαν από το οργανωμένο πλαίσιο της ζωής, που έχασαν τη θρησκευτική αναγνώριση της ύπαρξης και ζητούν την υποχρεωτική οργάνωση για να αποφύγουν το τελικό χάος και τον εκφυλισμό. Η παλιά οργανική ζωή είναι αρνητική για τις μάζες, είναι αδιανόητη για το πλήθος. Όλες οι παλιές θρησκευτικές ερμηνείες για την εξουσία, που κρατούσαν την ανθρωπότητα σε οργανική τάξη, εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν πιστεύει σε αυτές πια. Τελικά το παλιό γόητρο της εξουσίας εκμηδενίστηκε. Ο πόλεμος ήταν το σφυρί, που έσπασε τη βιτρίνα ενός "πολιτισμένου" κόσμου».
«Ο πόλεμος ήταν η καταστροφική στιγμή», σύμφωνα με τον συγγραφέα, «που αποκάλυψε το χάος πίσω από τον ψεύτικο πολιτισμό του καπιταλισμού. Ο πόλεμος ήταν ένα χάος, που δημιούργησε η βία και το χάος αυτό είχε την απατηλή όψη μιας τέλειας εξωτερικής οργάνωσης. Πραγματικά, την επομένη του πολέμου, ο άνθρωπος όχι μόνο δέχεται να ζει μέσα σε αυτό το αναπόφευκτο χάος, που καλύπτει το σχήμα ενός αυταρχικού πολιτεύματος, αλλά και το επιθυμεί. Κι αυτό, γιατί το μίσος, η οργή και η βία, που ξεσκίζουν τον κόσμο, έχουν χαοτική προέλευση. Ένας οργανισμός που τελικά όχι μόνο επιτρέπει, αλλά και εκτοξεύει μίσος και οργή, δεν μπορεί ποτέ να νικήσει το χάος. Μια πραγματική νίκη απαιτεί πνευματική προσπάθεια, μια αλλαγή και μια πνευματική αναγέννηση. Δεν στηρίζεται στο πεπρωμένο της ιστορίας αλλά στην ελευθερία του ανθρώπου και τις θείες δυνάμεις. Οι σύγχρονες όμως παγκόσμιες καταστάσεις δεν κυριαρχούνται, ούτε από την ελευθερία ούτε από τη χάρη. Αντίθετα αποκαλύπτουν την τραγική εγκατάλειψη του ανθρώπου. Οι μεγάλες μάζες κινητοποιήθηκαν και πλησίασαν την ενεργητική εξουσία τη στιγμή που έχασαν τη θρησκευτική πίστη και απομακρύνθηκαν από τον χριστιανισμό. Αυτή είναι η τραγωδία της σύγχρονης κατάστασης. Ο κόσμος βυθίστηκε όταν χτυπήθηκε από το παγόβουνο της ίδιας του της υποκρισίας και της ανηθικότητας».
Πραγματικά πουθενά δεν εκφράζεται καλύτερα η κατάπτωση της εποχής μας απ' όσο στο ίδιο της το ψέμα. Το ψέμα έπαψε να προκαλεί και φαίνεται ότι βρισκόμαστε σε μία εποχή διαμόρφωσης μιας νέας αντίληψης, όπου δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση. Ο κόσμος περνά από μία αγωνία, που θυμίζει την αγωνία του αρχαίου κόσμου. Η κατάσταση όμως σήμερα είναι ακόμα πιο τραγική, γιατί τότε ο χριστιανισμός φάνηκε στον κόσμο ως μια καινούργια δύναμη, γεμάτη ζωντάνια, ενώ τώρα στην ενηλικίωσή του είναι παλιός, φορτωμένος με μια μακρόχρονη ιστορία, στη διάρκεια της οποίας οι χριστιανοί αμάρτησαν πολύ κι έπεσαν σε πολλές προδοσίες. Ακόμη ο Μπερντιάεφ πιστεύει ότι σήμερα «η δύναμη αντικειμενοποιείται και απομακρύνεται από την ανθρώπινη ύπαρξη. Η αξία της τεχνολογίας, της φυλής ή της τάξης αποκτηνώνει τον άνθρωπο. Στο όνομα αυτών των νέων δυνάμεων επιτρέπεται οποιαδήποτε μεταχείριση του ανθρώπου. Θα ήταν σφάλμα να πιστέψουμε πως η στάση αυτή απορρέει από τον θρίαμβο των ενστίκτων, τις πρωτόγονες επιθυμίες και την άρνηση κάθε αξίας. Η αποκτήνωση και ο σύγχρονος απανθρωπισμός οικοδομούνται επάνω στη σύγχρονη ειδωλολατρεία, δηλαδή επάνω στη λατρεία της ανεξέλεγκτης επιστήμης και τεχνολογίας, της υπέρμετρης βιομηχανικής παραγωγής κ.α.».
Έτσι το μίσος μεταξύ των ανθρώπων δεν φαίνεται μονάχα στις εμπόλεμες καταστάσεις, αλλά και στις υποτιθέμενες ειρηνικές καταστάσεις. Μάλιστα τότε η βία και το έγκλημα εφαρμόζονται σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό. Ληστείες, δολοφονίες, βιασμοί, προδοσίες, υποκρισίες, εκμετάλλευση, έλλειψη σεβασμού της ανθρώπινης προσωπικότητας, έλλειψη της ανεκτικότητας, της αναγνώρισης του διαφορετικού και του μοναδικού, αδιαφορία για το καθετί, υπάρχουν άφθονες και καθημερινές στο αμαρτωλό και αιματηρό τραπέζι της σύγχρονης «κοινωνικής» ζωής. Τη λέξη κοινωνική τη βάζω μέσα σε εισαγωγικά γιατί η πραγματική έννοιά της σημαίνει επικοινωνία για συμμετοχή σε κάτι, σε κάποιον κοινό σκοπό. Στην εποχή μας όμως, πού αλλού συμμετέχουμε όλοι μαζί παρεκτός της αυτοκαταστροφής μας;
Όλα τα παραπάνω τραγικά συμβαίνουν, γιατί εμείς οι άνθρωποι της φθοράς, της καθημερινότητας, της υπεραναπτυγμένης επιστήμης και του στερημένου ήθους παζαρεύουμε κάθε τόσο με το διάβολο της ψευδαίσθησης, του ψεύδους και του μίσους και μιας τρομερής και αχόρταγης πείνας για επίγεια αγαθά και για αχαλίνωτη τεχνολογική ανάπτυξη, λησμονώντας σε μια αραχνιασμένη γωνιά της καρδιάς μας ένα πολύ βασικό στοιχείο, που αποτελεί το ανώτατο επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξής μας: την αγάπη. Την αγάπη που τόσο άμυαλα χάσαμε κάποτε από μόνοι μας. Μόνο αυτή, η οποία έχει σταλεί από τον Θεό, όπως κι αν τον εννοεί ο καθένας μας, έχει τη δύναμη να οικοδομήσει το ήθος του μετανθρώπου. Του μετανθρώπου, ο οποίος, χρησιμοποιώντας τα λόγια του μεγάλου δασκάλου του Καστανέντα Δον Χουάν, προτρέπει τον εαυτό του: «Αυτό που κάνεις τώρα, οτιδήποτε κι αν είναι, μπορεί να είναι η τελευταία σου πράξη στη γη. Μπορεί να είναι η τελευταία σου μάχη. Δεν υπάρχει καμία δύναμη που να μπορεί να σου εγγυηθεί ότι πρόκειται να ζήσεις ακόμη και την επόμενη στιγμή... Δέξου την πρόκληση. Άλλαξε!».
Παραθέτω μερικά ποιήματά μου σχετικά με το θέμα:
Η ΓΕΝΝΗΣΗ
Όσο πιο πολύ μακραίνω στο διάστημα
τόσο πιο πολύ δυναμώνουν οι ρίζες μου
στη μητέρα υδρόγειο
Η μήτρα της όμως με αποβάλλει
ως έμβρυο μέσα στο άπειρο
κυνηγημένο από ορδές δαιμόνων
του ψεύδους, του φθόνου, της αλλοτρίωσης
Καταδιωκόμενος μεταφέρω την ανθρώπινη φήμη
στ' αστρικά νεφελώματα και στους εξωπλανήτες
Στο τέλος ερήμην θ' αθωωθώ,
γιατί η ζωή μου μάτωσε πριν καλά καλά τη ζήσω
Καρφωμένος κείμαι στον σταυρό του μαρτυρίου
με ιαχές έξαψης,
επιστρεφόμενα αίματα,
κραυγές απ' το μέλλον
Είμαι έτοιμος να βαδίσω με τα καρφιά στα πέλματα
και το βαρύ ξύλο στους ώμους
στης αφθαρσίας τους ουράνιους λειμώνες
Στης πρόωρης γέννησής μου θ' αναδυθώ τους γαλαξίες,
γεμίζοντας με ανείπωτα νοήματα
το χωρίς μίσος κοσμικό μου πεπρωμένο
🍉
Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ
Βλασταίνω απ' τη Γη μου, τη μητέρα μου
ιερός και χρυσοστόλιστος
Ακουμπώ στο κεφάλι μου αγκάθινο στεφάνι
για να δικαιώσω τον ιδρώτα μου
Δεν είμαι του Νώε το περιστέρι,
ούτε του Αχιλλέα η πτέρνα
δοξασμένη μα θνητή
Είμαι ο προσκυνητής των υπέρτατων θυσιών
Είμαι του μαχητή το έμπειρο χέρι
που οι αιώνες πρόλαβαν να του χαϊδέψουν τα μαλλιά
Φορώ την σάρκα των προγόνων μου
Όσο και αν μοιάζει με ρούχο που ξεφτίζει
πρωταρχική μου ανάγκη
η διατήρηση της τιμής και του χρέους
🍉
ΤΟ ΕΚΤΥΦΛΩΤΙΚΟ ΦΩΣ
Βαραίνει η μνήμη την ψυχή μου
κάθε φορά που σκέπτομαι
τους μακρινούς γαλαξίες,
τις φωτεινές γραμμές των αστεροειδών,
την αρχική πηγή της αναζήτησης
που απλώνεται μέσα μου
σαν μαγικό τραγούδι της ζωής
Χτυπώ τις πύλες
των πιο σπουδαίων ονείρων μου
την ώρα που η καρδιά μου υπερυψώνεται
μαζί με το αστρόπλοιο του νου μου
προς την συμπαντική σημασία των πραγμάτων
ανάμεσα από απροκάλυπτους ψιθύρους
και σκιές του απείρου
Ταξιδεύοντας θαρραλέα μέσα στο διάστημα,
αποταμιεύω εκτυφλωτικό φως
για να τ' απλώσω επάνω
στο απογυμνωμένο απ' το μίσος
κορμί της οικουμένης
🍉
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΟΝΕΙΡΟ
Δε ξέρω πότε θα θάψω
το τελευταίο μου όνειρο
Μα όσο μακριά και αν πάω
πάντα θα πονώ
Ήττα επάνω στην ήττα
Γενναίος πολεμιστής
Πάλεψα με τέρατα
άλλων κόσμων όχι δικών μου
Τώρα τα μάτια μου βουρκώνουν
απ' τη ψυχρότητα και το μίσος
των οικείων μου
🍉
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Τις νύχτες στα όνειρά μου
αποπλέω χωρίς πυξίδα
Ν' ανακαλύψω επιζητώ
τα ουράνια νησιά
των απόκρυφων μυστικών
που πληγώνουν τη ζωή μου
Σε συμπαντικές θάλασσες νεκρές
ταξιδεύω με άφεγγη θλίψη
και ήχους ελάσσονες
καθημερινού θανάτου
Τις αποστάσεις διευρύνω
σε βαθιά νερά απομόνωσης
που κοχλάζουν από πεθαμένες ψυχές
και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις
Θεατής και δράστης είμαι
ναυαγίων αβέβαιων προορισμών
απελπισμένης σωτηρίας
Από επιπλέοντα θραύσματα φλεγόμενα
αρπάζεται ο εαυτός μου
Βυθίζεται όμως στο μίσος και την αδιαφορία των άλλων
🍉
Η ΑΦΑΙΡΕΣΗ
Θα παραμείνω ένας άνθρωπος
χωρίς ταυτότητα και σημαίες,
χωρίς υπερβολικές εντάσεις,
χωρίς ξαναμμένους πόθους,
με μισοσβησμένη την έξαψη στο πρόσωπό μου,
με χλιαρούς θεούς στην καρδιά μου
που μόλις και μετά βίας πάλλεται,
με νότες μισές στα δάχτυλά μου
Σε κάποιες ώρες απομεσήμερου
συσπειρώνομαι στον ακραιφνή εαυτό μου
Αθόρυβα του αφαιρώ τ' αστέρια
και τα χρώματα απ' τη φθαρμένη στολή του
🍉
Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Μεθυσμένος ο πλανήτης μας
παραπατάει, περπατώντας
επάνω σε τεντωμένο σχοινί
Προσπαθεί μάταια να ισορροπήσει,
σφίγγοντας τα χέρια του φύλακα άγγελού του
Στα θολά μάτια του καθρεφτίζεται
το φρικτό πρόσωπο του επερχόμενου θανάτου
Δεν έδωσε ποτέ σημασία στη ζωή του
Τα βράδια χανόταν στα μπαρ
της εκμετάλλευσης και της απώλειας
Έπινε ασύστολα τα νοθευμένα ποτά
που του κερνούσαν βρόμικα χέρια
Ύστερα τον κομμάτιαζαν και τον λήστευαν
συμμορίες ανεύθυνων και αγυρτών
μπροστά στα μάτια του αδιάφορου Θεού
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Πέτρου Ζουμπουλάκη (Εκτέλεση, 1967)