Η συγγραφέας που θυμάμαι από Το βιβλίο της Ευδοκίας αλλά και από τον Παράξενο χειμώνα του Παύλου Ζήτα, η Θεοδώρα Τζόκα, υπογράφει αυτό το θριλερικό μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε από την Άνεμος εκδοτική.
Ήδη από τον υπότιτλο που θέτει το θεμέλιο ερώτημα –Εσείς θα μένατε έγκλειστοι σε μια στοιχειωμένη έπαυλη για επτά μερόνυχτα και με οποιοδήποτε τίμημα;– δομείται μια προδιάθεση και μια σχετική αγωνία για την υπόθεση, που μπορεί κάλλιστα να μεταφραστεί και ως έξαψη ενδιαφέροντος.
Βρισκόμαστε παραμονές Χριστουγέννων στην Αθήνα της κρίσης, των μνημονίων και της εγκληματικότητας όταν πέντε πολίτες απαντούν σε μία αντισυμβατική αγγελία. Ένας –ας τον πούμε εκκεντρικό– εκατομμυριούχος προσφέρει ένα μεγάλο ποσό σε όποιον καταφέρει να παραμείνει στην στοιχειωμένη του έπαυλη μία ολόκληρη εβδομάδα. Και το παιχνίδι έχει μόλις αρχίσει.
Το να συμβιώσουν πέντε άγνωστοι μέσα στην ίδια οικία δημιουργεί το πρώτο πρόβλημα αλλά σύντομα θα διαπιστώσουν πως η συγκατοίκηση είναι το μικρότερο των θεμάτων που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν.
Μα, υπάρχουν στοιχειωμένα σπίτια; Κι αν υπάρχουν, τι είδους πλάσματα κατοικούν εκεί, γιατί και πώς επιδρούν μαζί μας;
Όπως το περιμένετε, ποικίλα φαινόμενα και συμβάντα δοκιμάζουν τις αντοχές, το θάρρος, την υπομονή αλλά και τη λογική τους ενώ θα πρέπει να αντιμετωπίσουν και τα δικά τους δαιμόνια, όπως τα προσωπικά τους προβλήματα, τους εθισμούς, τα ψυχολογικά και τις παθογένειές τους. Και μέσα σε όλα αυτά έχουν και τα κοινωνικά θέματα όπως την ξενοφοβία και τον ρατσισμό να αντισταθμίσουν· χώρια που καθένας «παίζει» μόνος του, χωρίς σύμμαχο, χωρίς βοήθεια ή δεκανίκι, άρα ζητήματα όπως η εμπιστοσύνη είναι συνεχώς ανοιχτά και «στο τραπέζι».
Και όχι, το «παιχνίδι» δεν παίζεται αναίμακτα. Αντιθέτως, πρόκειται για μια διαβολική σύμβαση για γερά νεύρα, ικανή να σε διαλύσει με κάθε τρόπο.
Αυτά που θα συμβούν και όσα βιώσουν οι πέντε χαρακτήρες εκεί δεν θα τα μάθετε από αυτό το κείμενο. Αυτά που μπορείτε να μάθετε διαβάζοντας το παρόν σχετίζονται με την αγωνία, τη φρίκη και τον τρόμο που δομούνται σελίδα τη σελίδα κι ένα μυστήριο που υποβόσκει όλη την ώρα και αφορά τα ερωτήματα: ποιος –είναι αυτός ο πλούσιος– και γιατί –να στήσει αυτό το παιχνίδι, πού αποσκοπεί.
Το μυθιστόρημα έχει ενδιαφέρον, άνετη ροή και αβίαστη αφήγηση, τόσο ώστε να μπορεί να διαβαστεί οπουδήποτε, ακόμα και στην παραλία.
Η κυρία Τζόκα πρώτα μας συστήνει έναν έναν τους «παίχτες» (καλά, αυτό το γράφεις και χωρίς εισαγωγικά αφού κυριολεκτεί), μας προβάλει τις ιστορίες τους, τον λόγο καθενός που θα τον κάνει να αιτηθεί και να λάβει μέρος στο παιχνίδι, το περιβάλλον και το μπακγκράουντ του. Και, ως έναν μεγάλο βαθμό, αυτές είναι και όλες οι πληροφορίες που λαμβάνουμε για τα πρόσωπα. Τον χαρακτήρα καθενός θα τον δούμε καλύτερα όταν αρχίσει η αλληλεπίδραση μεταξύ τους, στους διαλόγους που θ' ακολουθήσουν όπου και θ' αναδειχθούν τα επιμέρους στοιχεία των προσωπικοτήτων.
Ίσως είναι πολυλογία να πω πως όσο κλιμακώνεται η υπόθεση τόσο μετράμε εγκλήματα, απώλειες και ερωτηματικά, αλλά σίγουρα δεν είναι πλεονασμός να σημειώσω πως μέσα σε/από αυτή τη φρίκη πρέπει να περιμένετε τα πάντα. Πάντως όλα ξεδιαλύνονται (μόνο) στο τέλος, πέφτουν οι μάσκες κι ανακαλύπτεται η ευρεία κι ολοκληρωμένη εικόνα.
Έννοιες όπως η εκδίκηση, η απόλυτη ανάγκη και ο αγώνας της επιβίωσης δοκιμάζουν τον αναγνώστη-παρατηρητή αλλά και κοινωνικές προεκτάσεις όπως η ενσυναίσθηση, η αλληλοβοήθεια κι η συμπαράσταση.
Μια χαρά τα καταφέραμε και μόνοι μας· ούτε φαντάσματα, ούτε κατάρες, ούτε τίποτα.
Διαβάζεται ευχάριστα, κρατά το ενδιαφέρον έστω κι αν κλισεδιάζει στα σημεία. Αλλά, ξέρετε κάτι; Τα κλισέ έγιναν κλισέ επειδή είναι υπερεπιτυχημένες φόρμες, δηλαδή δοκιμασμένα σχήματα που λειτουργούν και γοητεύουν πάντα.