It was an ordinary Monday in Québec city. The streets were empty and the shops were still closed. The early workers and commuters were about in the streets, getting here and there. One person, however, was going nowhere… or everywhere…
A few months back, Su Bin had been at home doing the usual chores when his uncle, the one who had been abroad almost all his life, suddenly came ringing at his door.
— Uncle?
— Su Bin, how you have grown! What a nice man you have become!
— Thanks uncle, how did you know my address?
— Your father told me, can I come in?
— Of course uncle. Do you want tea?
Su Bin silently walked to the kitchen and started heating the water. He reached out in the cupboards overhead for the Yu Cha Shu as he vaguely remembered from his childhood that his uncle liked Pu’er tea. He was not too fond of tea himself but always kept something good for his father when he came to visit.
His long fingers made all the right gestures preparing the tea, one at a time, as his father had shown him. He put the pot and cups on a tray and brought it to the table where his uncle was now seated, his luggage left by the door.
That suitcase was funny, it seemed out of place in his modern apartment. The luggage piece was made of leather, very worn-out leather. It looked like an oversized doctor’s bag from the early '50’s american movies. He wondered if that was all the luggage his uncle had... it did not seem much to him.
He turned his attention back to his uncle, he still looked quite young, had a head full of hair, and long for some reason; his father would definitely not approve. He did not look unkempt though, he looked like he did not fit in this century. He just thought he was dressed strangely at first but as he took a closer look, he was wearing victorian clothes; the closest kind to modern-day clothes but victorian enough to catch the eye and make you wonder what was going on here.
— You must wonder why I came to see you instead of your father.
— There is that, yes.
— What has your father told you about me?
— No much. He said that you were always traveling, never staying at the same place, and did not care much about your family. He said you never wrote, nor called.
— That is partly true, but not the part that I don’t care about my family.
The apartment was silent… Only the sound of the cups and the sipping could be heard. Honestly, Su Bin had not cared much about his uncle. He had not been part of his life. Now he was just curious why he came to his place instead of to his father’s. He was toying with his cup… poured more tea for his uncle and just sat patiently. He was curious but he had never been hasty. He had always been patient, too patient. He was in love with his childhood friend and had been by her side since middle school but he had never told her he liked her. He was patient, just being there when needed but in the end, she married some other man she had met more recently. I guess patience was not always so good. He had been depressed for almost a year but he only have himself to blame. He’d moved, dyed his hair blonde, changed his style and switched work… He wanted to start over but his heart had not changed and he was still his old self; he still hurt. He could still hear her voice everywhere, stopped in his tracks when he saw someone with a similar smile or turned around when he thought he recognized her laugh. He had mixed feelings about the whole situation.
He turned his eye to his uncle who was quietly looking at him, his cup empty.
— Are you happy?
— What?
— Are you happy? You seem…distracted. Is something bothering you? A girl?
- …
- Ah! It often is.
Yu Bin thought his uncle would tell him about being young and finding someone else and blah blah blah but he did not say a word. He just smiled. It was the first time he was not either told what to do or what to think. He smiled back.
— Are you staying?
— Just a few days, if that is ok with you…
— Of course, I’ll prepare the guest room.
— Mmm
So the few days passed by quickly, Su Bin’s uncle never said much, he was just there when he came back from work, he prepared dinner every time and just enjoyed tea in the evening with him. He did not say a word when he opened the TV to watch a show. It was very strange, he really felt comfortable with his uncle around. He wondered what he was doing all day. Was he sleeping? Was he out sightseeing? He had not heard from his father so he obviously had not told him he was around. It was all very strange but in a very weird way, he appreciated it. It’s like his uncle was there just for him. On the last day, his patience had run out.
— Uncle?
— Mmm?
— What do you do all day?
— Me? I’m working magic.
— I don’t understand.
— I’m making your apartment more peaceful.
— Huh… how?
— You know your heart radiates more energy than your brain?
— What does it have to do with magic?
— Everything!
— …
— When your heart is at peace and you feel and live love from your heart, you can radiate it around you, like a heather radiates heat. You can radiate love and peace. That is what I have been doing. It’s my kind of magic.
So maybe it was why he felt so good with his uncle there. Just thinking about it… he hadn’t even thought about her in the past few days… he actually slept well…
— I like that kind of magic uncle, thank you!
His uncle just smiled at him.
— I’ll go to bed early if you don’t mind, my flight is quite early tomorrow.
For some reason, that did not make him feel sad but rather uplifted in a certain way. He kept thinking about how he had felt since his uncle had shown up and he could only describe everything as just being happy.
— I’ll take you to the airport.
— That would make me very happy.
That night, Su Bin slept like a baby. He woke up all energized and realized he was already smiling which is something he rarely did. His uncle’s magic really was quite fantastic.
On the way to the airport, they stayed quiet, just enjoying each other’s presence. Before letting his uncle through the gates he just thanked him and asked where he was going.
— Québec City. I’ve always wanted to visit.
And then he was gone.
So it was the reason why, ordinary Monday, in the awakening streets of Québec city, a tall blonde man with his luggage came around, going nowhere in particular but looking for his uncle to become a magician.
🍉
Ο μάγος
Ηταν μια συνηθισμένη Δευτέρα στην πόλη του Κεμπέκ. Οι δρόμοι ήταν άδειοι και τα καταστήματα ακόμη κλειστά. Οι πρωινοί εργάτες και οι άλλοι μετακινούμενοι μόλις έβγαιναν στους δρόμους, πηγαίνοντας εδώ κι εκεί. Όμως ένα πρόσωπο δεν πήγαινε πουθενά... ή παντού...
Πριν από λίγους μήνες, ο Σου Μπιν βρισκόταν στο σπίτι, κάνοντας τις συνηθισμένες δουλειές, όταν ο θείος του, εκείνος που βρισκόταν στο εξωτερικό σχεδόν όλη του τη ζωή, ξαφνικά εμφανίστηκε να του χτυπά την πόρτα.
— Θείε;
— Σου Μπιν, πώς μεγάλωσες! Τι ωραίος άντρας που έγινες!
— Ευχαριστώ θείε, πώς ήξερες τη διεύθυνσή μου;
— Ο πατέρας σου μου μίλησε, μπορώ να περάσω;
— Φυσικά, θείε. Θέλεις τσάι;
— Μμμ
Ο Σου Μπιν προχώρησε αθόρυβα στην κουζίνα και άρχισε να ζεσταίνει νερό. Άπλωσε το χέρι του στα πάνω ντουλάπια για το Yu Cha Shu καθώς θυμόταν αμυδρά από τα παιδικά του χρόνια πως στον θείο του άρεσε το τσάι Pu’er. Δεν ήταν και τόσο θαυμαστής του τσαγιού ο ίδιος αλλά φύλαγε πάντα κάτι καλό για τον πατέρα του όταν ερχόταν για επίσκεψη.
Τα μακρυά του δάχτυλα έκαναν όλες τις κατάλληλες χειρονομίες καθώς προετοίμαζε το τσάι, μία κάθε φορά, όπως του είχε δείξει ο πατέρας του. Τοποθέτησε το σκεύος και τα φλιτζάνια σ' έναν δίσκο και τα έφερε στο τραπέζι, που τώρα καθόταν ο θείος του· οι αποσκευές του έμειναν δίπλα στην πόρτα.
Εκείνες οι αποσκευές ήταν αστείες, έδειχναν εκτός τόπου μέσα στο μοντέρνο του διαμέρισμα. Το σώμα της βαλίτσας ήταν δερμάτινο· πολύ φθαρμένο δέρμα. Έμοιαζε με τεράστια τσάντα γιατρού από τις αμερικανικές ταινίες των αρχών του '50. Αναρωτήθηκε αν αυτές ήταν όλες οι αποσκευές που είχε ο θείος του... δεν του φαινόταν αρκετές.
Έστρεψε την προσοχή του πάλι στον θείο του, ακόμη έδειχνε νέος, είχε πολλά μαλλιά στο κεφάλι του και μακριά για κάποιο λόγο· ο πατέρας του σίγουρα δεν θα ενέκρινε. Δεν έδειχνε απεριποίητος όμως, έμοιαζε σαν να μην ταίριαζε με αυτόν τον αιώνα. Αρχικά, σκέφτηκε ότι είχε ντυθεί περίεργα αλλά κοιτώντας προσεκτικότερα, φορούσε βικτοριανά ρούχα· ό,τι πλησιέστερο στα μοντέρνα ρούχα αλλά αρκετά βικτοριανά ώστε να εγκλωβίζει το μάτι και να σε κάνει ν' αναρωτιέσαι τι συμβαίνει εδώ.
— Θα αναρωτιέσαι γιατί ήρθα να δω εσένα αντί τον πατέρα σου.
— Υφίσταται, ναι.
— Τι σου είχε πει ο πατέρας σου για εμένα;
— Όχι πολλά. Είπε ότι συνεχώς ταξίδευες, δεν έμενες ποτέ στο ίδιο μέρος και πως δεν ενδιαφέρθηκες για την οικογένειά σου. Είπε πως δεν έγραψες ποτέ, ούτε τηλεφώνησες.
— Eν μέρει είναι έτσι, αλλά όχι το σημείο ότι δεν ενδιαφέρθηκα για την οικογένειά μου.
Το διαμέρισμα ήταν σιωπηλό... μπορούσες ν' ακούσεις μόνο τον ήχο από τα φλιτζάνια και τις γουλιές. Ειλικρινά, ο Σου Μπιν δεν είχε ενδιαφερθεί αρκετά για τον θείο του. Δεν είχε υπάρξει μέρος της ζωής του. Τώρα ήταν περίεργος γιατί ήρθε στο σπίτι του αντί σε εκείνο του πατέρα του. Έπαιζε με το φλιτζάνι του... σέρβιρε λίγο τσάι για τον θείο του και απλά περίμενε υπομονετικά. Ήταν περίεργος αλλά ποτέ δεν υπήρξε βιαστικός. Ήταν πάντα υπομονετικός, πολύ υπομονετικός. Είχε ερωτευθεί την παιδική του φίλη και ήταν πάντα δίπλα της από το γυμνάσιο αλλά ποτέ δεν της είπε ότι του άρεσε. Ήταν υπομονετικός, απλά ήταν εκεί όταν χρειάζοταν αλλά στο τέλος εκείνη παντρεύτηκε έναν άλλο άντρα που γνώρισε πρόσφατα. Προφανώς η υπομονή δεν είναι πάντα για καλό. Είχε πέσει σε κατάθλιψη σχεδόν έναν χρόνο αλλά έχει μόνο τον εαυτό του να κατηγορήσει. Είχε μετακομίσει, έβαψε τα μαλλιά του ξανθά, άλλαξε το στιλ του, άλλαξε και δουλειά... Ήθελε να κάνει μια νέα αρχή αλλά η καρδιά του δεν είχε αλλάξει και ήταν ακόμα ο παλιός του εαυτός· ακόμα πληγωμένος. Ακόμα μπορούσε ν' ακούσει τη φωνή της, σταματούσε τα βήματά του όταν έβλεπε κάποια με το ίδιο χαμόγελο ή γύριζε όταν αναγνώριζε το γέλιο της. Τα συναισθήματα του ήταν ποικίλα σχετικά με την όλη κατάσταση.
Έστρεψε τη ματιά του προς τον θείο του που έμενε σιωπηλός κοιτώντας τον, το φλιτζάνι του ήταν άδειο.
— Είσαι ευτυχισμένος;
— Τι;
— Είσαι ευτυχισμένος; Δείχνεις... αλλού. Είναι κάτι που σε απασχολεί; Κάποιο κορίτσι;
— ...
— Α! Έτσι είναι συνήθως.
Ο Σου Μπιν θεώρησε πως ο θείος του θα του μιλούσε για το να είσαι νέος και να βρίσκεις κάποιον άλλο και μπλα μπλα μπλα αλλά εκείνος δεν είπε λέξη. Μόνο χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά που δεν του έλεγαν ούτε τι να κάνει ούτε τι να σκεφτεί. Ανταπέδωσε το χαμόγελο.
— Θα μείνεις;
— Μόνο για λίγες μέρες, αν είναι εντάξει με σένα...
— Φυσικά, θα ετοιμάσω τον ξενώνα.
— Μμμ
Κάπως έτσι πέρασαν γρήγορα μερικές μέρες, ο θείος του Σου Μπιν ποτέ δεν είπε πολλά, ήταν απλώς εκεί όταν εκείνος επέστρεφε από τη δουλειά, μαγείρευε το γεύμα κάθε μέρα και απολάμβανε το τσάι του μαζί του κάθε βράδυ. Δεν είπε λέξη όταν άνοιξε την τηλεόραση να παρακολουθήσει ένα σόου. Ήταν πολύ παράξενο, πραγματικά αισθανόταν άνετα με τον θείο του στο ίδιο σπίτι. Αναρωτιόταν τι έκανε όλη μέρα. Κοιμόταν; Έβγαινε έξω για τα αξιοθέατα; Δεν είχε νεότερα από τον πατέρα του οπότε, προφανώς, δεν του είχε πει ότι βρίσκονταν στην περιοχή. Όλα ήταν αρκετά ξένα αλλά με έναν περίεργο τρόπο εκείνος τα εκτιμούσε. Ήταν λες και ο θείος του ήταν εκεί μόνο για εκείνον. Την τελευταία μέρα η υπομονή του εξαντλήθηκε.
— Θείε;
— Χμμ;
— Τι κάνεις όλη μέρα;
— Εγώ; Κάνω μαγικά.
— Δεν καταλαβαίνω.
— Κάνω το διαμέρισμά σου πιο γαλήνιο.
— Τι... πώς;
— Το ξέρεις ότι η καρδιά σου χρειάζεται περισσότερη ενέργεια από τον εγκέφαλό σου;
— Τι σχέση έχει αυτό με τη μαγεία;
— Τα πάντα!
— ...
— Όταν η καρδιά σου βρίσκεται σε ηρεμία και αισθάνεσαι και βιώνεις την αγάπη από την καρδιά σου μπορείς να τη διαδίδεις γύρω σου όπως μια θερμάστρα εκπέμπει θερμότητα. Μπορείς να εκπέμπεις αγάπη και γαλήνη. Αυτό κάνω. Είναι η δική μου μαγεία.
Πιθανότατα γι' αυτό αισθανόταν τόσο όμορφα με τον θείο του στο σπίτι. Σκέφτηκε ότι... ούτε που την σκέφτηκε τις τελευταίες μέρες... κοιμόταν καλά...
— Μ' αρέσει αυτό το είδος μαγείας θείε, σ' ευχαριστώ!
Ο θείος του απλά του χαμογέλασε.
— Θα αποσυρθώ στο κρεβάτι νωρίς αν δεν σε πειράζει, η πτήση μου αναχωρεί πολύ νωρίς αύριο.
Για κάποιο λόγο, αυτό δεν τον λύπησε αλλά τον ανύψωσε με κάποιον τρόπο. Διαρκώς σκεφτόταν πώς είχε αισθανθεί από τότε που εμφανίστηκε ο θείος του και μόνο ως ευτυχία μπορούσε να περιγράψει τα πάντα.
— Θα σε πάω στο αεροδρόμιο.
— Θα με έκανε πολύ χαρούμενο.
Εκείνο το βράδυ, ο Σου Μπιν κοιμήθηκε σαν μωρό. Ξύπνησε γεμάτος ενέργεια και αντιλήφθηκε πως χαμογελούσε, κάτι που σπανίως έκανε. Η μαγεία του θείου του ήταν πραγματικά φανταστική.
Στον δρόμο για το αεροδρόμιο μείνανε σιωπηλοί να απολαμβάνουν ο ένας την παρουσία του άλλου. Πριν αφήσει τον θείο του στην πύλη τον ευχαρίστησε και ρώτησε πού πήγαινε.
— Στο Κεμπέκ. Πάντα ήθελα να το επισκεφθώ.
Κι έφυγε.
Κι αυτός ήταν ο λόγος που, μια συνηθισμένη Δευτέρα, στους δρόμους της πόλης του Κεμπέκ που ξυπνούν, ένας ψηλός ξανθός άντρας με τις αποσκευές του τριγυρνούσε, πηγαίνοντας πουθενά συγκεκριμένα, αλλά αναζητώντας τον θείο του ώστε να γίνει μάγος.
Copyright © Pascale Aubin-Rhéaume All rights reserved, Québec, 08-04-2022
Πρώτη δημοσίευση
Μετάφραση, επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η συνοδευτική φωτογραφία ανήκει στη συγγραφέα
Σημ. επιμ.: Τα τσάγια Pu'er παράγονται στην επαρχία Yunnan της Κίνας κατ' αποκλειστικότητα και διαφέρουν καθώς, κατά την επεξεργασία τους, υφίστανται ζύμωση (fermented). Συνήθως καταναλώνονται μετά τα γεύματα επειδή διευκολύνουν τη χώνεψη. Το άρωμά τους είναι έντονα γήινο που γλυκαίνει όσο ωριμάζει και ως εκ τούτου τα τσάγια Pu'er είναι τα μόνα που ενδείκνυται για παλαίωση. Η επιμελήτρια συνάντησε αυτό το είδος τσαγιού και με τη γραφή Pu'erh ενώ μία διαδικτυακή αναζήτηση έδειξε ότι οι τιμή του κυμαίνεται από 500 ως 600 ευρώ το κιλό.
Της ίδιας: