She sleeps to the sound of knives της Rebecca Loftiss
και
The boatman on the downs των Twelve Thousand Days
Τα δύο αυτά άλμπουμ συνδέουν οικογενειακοί δεσμοί! Αλλά και το γεγονός ότι οι περισσότερες ηχογραφήσεις και η παραγωγή τους έγιναν στο ρομαντικό Home Bridge Studio, σ' ένα δωμάτιο στην Εύβοια· δίπλα μας δηλαδή. Όταν βρέχει πολύ –αρκετά συχνά– η «γέφυρα» παραπέμπει –τηρουμένων των αναλογιών– στην αναγεννησιακή Βενετία, τόσο εικαστικά όσο και μουσικά!
Έχουμε γράψει και παλαιότερα ότι η Rebecca Loftiss και ο Alan Trench εγκατέλειψαν τις Η.Π.Α. και την Βρετανία αντίστοιχα εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια για να εγκατασταθούν σ' ένα χωριό της νότιας Εύβοιας. Στη συνέχεια απόκτησαν την κόρη τους Εβελίνα (βέρα Ελληνίδα πλέον, μέχρι που είναι βαφτισμένη χριστιανή ορθόδοξη!), τις δύο γάτες τους, που δεν τα πάνε πολύ καλά με τη δικιά μας, και τις τρεις –μόνο γι' αβγά– κότες τους. Οι όποιες απώλειες των τελευταίων οφείλονται αποκλειστικά σε βιολογικά αίτια.
Την Rebecca την ξέρουμε κυρίως από τα δύο άλμπουμ με τον Alan και τον Νίκο Λυμπερόπουλο, (Poemandres και Parmenides Proem), για τα οποία έχουμε γράψει. Θυμάμαι βέβαια το πολύ ωραίο και μεσογειακού προσανατολισμού μουσικό κομμάτι A Nice Cup of Dee των Black Lesbian Fishermen από τον Οκτώβριο 2021, στο οποίο είχα τη χαρά να συμμετέχω. Αν σας ενδιαφέρει θα το βρείτε στην ανθολογία Magick Music and Ritual 16.
Τον Alan τον ξέρουμε από τα δύο προηγούμενα άλμπουμ βέβαια και από τους Twelve Thousand Days, ημέρες τις οποίες μοιράζεται με τον Martyn Bates. Έχουμε γράψει αρκετά και θα γράψουμε και τώρα.
Για τους δύο μαζί, στους Howling Larsons και τους Black Lesbian Fishermen, δεν έχουμε γράψει τίποτα ακόμα. Κακώς ίσως, αλλά ελπίζω ότι έχουμε καιρό –χτύπα ξύλο.
Εκτός από τους οικογενειακούς τους δεσμούς όμως, τα δύο άλμπουμ τα συνδέει το γεγονός ότι κυκλοφόρησαν φέτος εν μέσω των σεισμών της νότιας Εύβοιας. Όχι κάτι περισσότερο νομίζω· από πλευράς στιλ τουλάχιστον. Ίσως η διάχυτη μεταφυσική ατμόσφαιρα, τώρα που το ξανασκέφτομαι.
Ορμώμενος από το γεγονός αυτό, αφού μου έφεραν, σαν άλλοι Δαναοί, τους δίσκους για δώρα δεν κρατήθηκα να ρωτήσω –μεταξύ άλλων πολλών– αν η μουσική ήταν απόδραση ή καταφύγιο από εκείνες τις πολύ δυσάρεστες εμπειρίες. Μερικές τις είχαμε άλλωστε βιώσει μαζί.
«Αληθινά δεν μπορώ να δουλέψω κάτω από στρες», λέει η Rebecca, «η μουσική είχε ολοκληρωθεί πριν τους σεισμούς. Ήμουνα στο στάδιο της επεξεργασίας τότε. Πάντως με δεδομένο ότι περιμέναμε πότε θα γκρεμιστεί το παλιό δωμάτιο που βρίσκεται το στούντιο η διαδικασία ήταν πολύ εκφοβιστική». «Οι σεισμοί σίγουρα με έκαναν να τους προσέξω και να σηκωθώ. Δεν είναι όμως καλοί αγωγοί της μουσικής», συμπληρώνει ο Alan.
Το άλμπουμ She sleeps to the sound of knifes το άκουσα δυο τρεις φορές για να μπω στο πνεύμα του. Μετά άρχισε να με προσεγγίζει. Το να κοιμάται κάποια υπό τους ήχους μαχαιριών μου φάνηκε περίεργο, ιδιαίτερα γιατί η Rebecca είναι, απ' όσο ξέρω, ειρηνικός χαρακτήρας. Δεν είναι τραγούδια, περισσότερο απαγγελίες επεξεργασμένες μουσικά στο στούντιο. Δεν νομίζω ότι έχει σημασία να αναφερθώ σε συγκεκριμένα κομμάτια αλλά στη μέση της ακουστικής διαδρομής συνάντησα το Rappuccini's Daughter το οποίο, με τα δεκαοκτώ λεπτά του, καταλαμβάνει χρονικά το ένα τρίτο του άλμπουμ. Η αρχική του εκδοχή έμαθα ότι ήταν είκοσι τρία. Είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο διήγημα του –άγνωστου σ' εμένα– Nathanial Hawthorn. Αναφέρονται με το επιστημονικό τους όνομα ένα σωρό φυτά από τον κήπο του μπαμπά, τα πιο πολλά από τα οποία είναι τοξικά. Προσοχή λοιπόν για να μην πάθετε ότι έπαθε η κόρη του κι ο γαμπρός! Η μυστηριώδης φωνή τής, άγνωστων λοιπόν στοιχείων, Lisa συμβάλλει στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας.
Θυμήθηκα τώρα ότι ολόκληρο δίσκο για την μυστική ζωή των φυτών, τον A journey through the secret life of plants είχε κυκλοφορήσει ο μέγας Stevie Wonder το μακρινό 1979, σε LP φυσικά! Ο δίσκος είναι η μουσική επένδυση ενός ντοκιμαντέρ βασισμένου στο ομώνυμο βιβλίο των Peter Tompkins και Christopher Bird. Αυτή η πληροφορία δεν σημαίνει ότι συγκρίνονται. Για όποιον ή όποια ενδιαφέρεται για το θέμα είναι. Έμεινα πάντως με ανοικτό το στόμα όταν διάβασα για τη διαδικασία με την οποία ο Stevie Wonder –ο οποίος δεν βλέπει– συνέθεσε μουσική για ταινία.
Για να επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας, βέβαια και δεν μπορώ να παραβλέψω την πρώτη –απ' όσο γνωρίζω– παρουσία της Εβελίνας στη δισκογραφία, στο κομμάτι Nancy’s song to Charlie. Τον δρόμο της φωτίζει μία καλλίφωνη συνοδεία από βιολί και βιόλα.
Το άλμπουμ έχει άλλα επτά κομμάτια με ενδιαφέρον περιεχόμενο και πρωτότυπους τίτλους. Το ένα το έχουν γράψει μαζί με τον Alan. Όλα τα υπόλοιπα (σύνθεση, μίξη, παραγωγή) είναι της Rebecca. Το άλμπουμ πάντως το αφιερώνει η Πανδώρα στον Επιμηθέα… με αγάπη!
Δέκα χρόνια είχε να κυκλοφορήσει προσωπικό δίσκο η Rebecca Loftiss γιατί –απ' ό,τι μας λέει– μεσολάβησαν άλλα γεγονότα και αποσπάται η προσοχή της εύκολα. Υποθέτω ότι το πιο σπουδαίο από αυτά ήταν η Εβελίνα. Είχε όμως, περιστασιακά, συμμετοχή σε διάφορες ανθολογίες.
Με τον Alan η συζήτηση ξεκίνησε με κάπως διαφορετικό προσανατολισμό.
«Πώς θα χαρακτήριζες τον καινούργιο δίσκο; Τετράπτυχο ή αρχή ενός καινούργιου τρίπτυχου; Το λέω αυτό γιατί υπάρχουν εμφανείς σ' εμένα αισθητικές διαφορές σε σχέση με τα τρία προηγούμενα των Twelve Thousand Days», αρχίζω την ανάκριση.
«Σίγουρα «Ο βαρκάρης» δεν έχει να κάνει με τα τρία προηγούμενα», μου διευκρινίζει. «Υπήρχε μια σκόπιμη σύνδεση μεταξύ αυτών των άλμπουμ».
Πώς να προέκυψε λοιπόν «Ο βαρκάρης στους γήλοφους;», με τρώει νοερά η περιέργεια. Η απάντηση ήρθε χωρίς να ρωτήσω. «Είχαμε λοιπόν αρκετά τραγούδια τα οποία δεν κόλλαγαν στα άλμπουμ του τρίπτυχου τόσο από πλευράς θέματος όσο και παραγωγής. Για παράδειγμα το παλιό τραγούδι μας As the sun. Μας άρεσε όμως και το προσεγγίσαμε ξανά με άλλη αισθητική και φυσικά με άλλη μίξη. Όταν ήμαστε ευχαριστημένοι με αυτό που φτιάξαμε έγινε το –ηχητικό αλλά όχι θεματικό– κέντρο του άλμπουμ».
Αυτό τους προέτρεψε να ξαναθυμηθούν παλαιότερα κομμάτια τα οποία είχαν μείνει ανολοκλήρωτα γιατί ήταν διαφορετικά απ' αυτά που δούλευαν εκείνη την εποχή. Κάπως έτσι προέκυψε λοιπόν το αισθητικό αποτέλεσμα του νέου άλμπουμ.
Με τον Martyn έχουμε δυστυχώς να συναντηθούμε καιρό, και λόγω των περιορισμών της πανδημίας. Παλαιότερα ερχότανε με την συμβία του συχνά. Είχανε δώσει και συναυλίες όπως έχουμε γράψει παλαιότερα. Επικοινωνήσαμε όμως χάρη στο διαδίκτυο –ένα από τα λίγα ίσως καλά που έχει.
Ο χειμαρρώδης συνθετικά Martyn είναι πολύ ολιγόλογος: «Για να είμαι ειλικρινής όλη η μουσική είναι μια συνέχεια. Έτσι την αισθάνομαι σε κάθε περίπτωση. Όπως ένα μακρύ τραγούδι. Φαίνεται πως ο καλλιτέχνης είναι συχνά βυθισμένος στους μηχανισμούς και την έκσταση της δημιουργίας για να έχει την απλή θνητή απαίτηση να καταλάβει.». Αναρωτιέται και ο ίδιος πάντως αν απάντησε! Αρκετά ολιστική προσέγγιση θα έλεγα, αν κατάλαβα τίποτα.
Δέκα τραγούδια περιλαμβάνονται στο άλμπουμ, στα οποία –ο Alan Trench και ο Martyn Bates– χειρίζονται, όπως μας έχουν συνηθίσει, όλα τα όργανα και φυσικά τις προεξάρχουσες κιθάρες. Εξαίρεση αποτελεί το κοντραμπάσο του Πέτρου Λαμπρίδη στο όμορφο The summer tree. Εξυπακούεται ότι τραγουδάνε κιόλας.
Το ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ αρχίζει με ήχους που παραπέμπουν σε φουσκοθαλασσιά πριν ο βαρκάρης μας καταλήξει στους γύρω γήλοφους. Το τελευταίο κομμάτι The brides of May είναι αρκετά διαφορετικό, πιο πειραματικό, ίσως λόγω του θέματος! Δεν είναι τραγούδι με την τρέχουσα έννοια. Πάντως θα το σκεφτόμουνα πριν παντρευτώ μία απ' αυτές τις νύφες.
Το τέλος ενός ταξιδιού λοιπόν και η αρχή ενός καινούργιου το οποίο ποιος ξέρει πού θα καταλήξει. Έχω εμπιστοσύνη στους βαρκάρηδες πάντως.
Ακούσαμε τα άλμπουμ λοιπόν, τα συζητήσαμε, τα αναλύσαμε, ωστόσο ζητάω να μου λυθεί μια απορία που έχω από καιρό. Πώς συμβιώνουν δύο μουσικοί; Με καθησυχάζουν ότι και σε αυτόν τον τομέα τα πάνε μια χαρά. Συνυπάρχουν ειρηνικά· τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά σου. Όταν δεν ετοιμάζουν κάτι μαζί φυσικά. Υπάρχει άλλωστε αλληλοεκτίμηση. Αυτό τους έλειπε, να μην υπήρχε. Έχουν τ' ακουστικά τους και λειτουργούν ανεξάρτητα τον περισσότερο καιρό. Στο τελικό στάδιο της δημιουργίας του άλμπουμ όμως καταφεύγουν στα ηχεία. Ομολογούν πάντως ότι κάπου κάπου μπλέκεται ο ένας στα πόδια της άλλης και τούμπλαλιν, προτείνοντας μια ιδέα ή μια διόρθωση ή ακόμα και συνθέτοντας κάτι μαζί.
Και φτάνουμε στην κρίσιμη, από κοινωνική άποψη ερώτηση. Πώς είναι οι σχέσεις με τους γείτονες; Οι πιο κοντινοί είμαστε εμείς, οπότε είναι και ερώτηση-παγίδα. Εδώ οι γνώμες διίστανται.
«Οι γείτονες μας αγαπάνε», λέει η Rebecca. «Δεν μας έχουν κάνει παράπονα… ακόμα», λέει ο πιο φλεγματικός, λόγω καταγωγής, Alan. Με φαντάζεστε να κάνω παράπονα στον εαυτό μου όταν ηχογραφούμε μαζί;
Προτείνω να ακούστε τα άλμπουμ. Δεν θα χάσετε, το αντίθετο. Ξεφεύγουν από τις
«κονσερβαρισμένες» μουσικές στις οποίες έχουμε συνηθίσει τελευταία. Είναι εμπνεύσεις επεξεργασμένες με τεχνικές γνώσεις και μεράκι. Όχι δουλειές του ποδαριού, όπως λέμε.
Δύο από το αναγνωστικό κοινό θα τ' ακούσετε έτσι κι αλλιώς γιατί μας τα κάνουν δώρο, με αφιέρωση παρακαλώ!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου