Σήμερα φίλοι μου θα περιηγηθούμε στις σελίδες του βιβλίου με τίτλο «Απαγορευτικό».
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα του συγγραφέα Μιχάλη Κατσιμπάρδη. Το τρίτο αυτού του είδους που έχει εκδώσει στη λογοτεχνική του διαδρομή. Μα πριν εξετάσουμε την πλοκή του έργου του, ας μοιραστούμε πρώτα κάποια στοιχεία για τον ίδιο τον δημιουργό. Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης ζει στην Αθήνα και τα τελευταία τριάντα χρόνια διδάσκει ελληνική φιλολογία στη δημόσια εκπαίδευση. Κι όπως συνηθίζεται να συμβαίνει πάντοτε από τους συγγραφείς, αγάπησε από μικρός τη λογοτεχνία. Διάβαζε κυρίως ιστορικά βιβλία και συχνά έγραφε δικά του κείμενα. Δίχως ωστόσο να του περάσει από τον νου να τα εκδώσει.
Επικεντρώνοντας τώρα στην υπόθεσή του έργου του «Απαγορευτικό», βρισκόμαστε στην δεκαετία του '80. Ο πρωταγωνιστής μας ονομάζεται Στέφανος. Είναι σχεδόν 23 ετών και φοιτητής του Βιολογικού στην Θεσσαλονίκη. Αυτός με τον φίλο του Σταύρο, σκοπεύουν να επισκεφθούν κάποιες Μονές στο Άγιο Όρος.
Τον Σταύρο τον φώναζε αλλιώς και Λεβιάθαν. Όπως μας εξηγεί ο ίδιος στη σελίδα 12: «Η αλλόκοτη κοψιά του με τα ατίθασα πυρόξανθα μπουκλωτά μαλλιά, αλλά και τα σχεδόν μόνιμα κοκκινωπά του μάτια, μου έφερναν στον νου τον έκπτωτο άγγελο των Σεραφείμ.».
Όπως μαθαίνουμε, ο Σταύρος διατηρεί τις ενστάσεις του γι' αυτό το ταξίδι. Προβλεπόταν άστατος καιρός. Η πρόγνωση έλεγε πως δεν ενδείκνυται για να σαλπάρουν τα καράβια. Ωστόσο, ο Στέφανος επέμενε και τελικά το τολμούν. Βρίσκονται σύντομα στην Ουρανούπολη της Χαλκιδικής. Από το λιμάνι που φεύγουν τα πλοία με προορισμό το Άγιο Όρος.
Έχει ξημερώσει και προσμένουν εκεί νέα για το αν θα γίνει κανονικά το δρομολόγιο του πλοίου. Ο Στέφανος προτιμά να περιμένει σε ένα παραθαλάσσιο καφενείο της περιοχής. Ο φίλος του ωστόσο δεν τον ακολουθά. Επιλέγει να περιμένει στην παλιά προκυμαία μέχρι να μάθει για την τύχη του δρομολογίου. Ωστόσο, όσο η ώρα προχωρά, ο καιρός όλο και αγριεύει. Βρέχει, έχει παγωνιά και φυσά με μανία.
Ο ήρωάς μας κάθεται σ' ένα από τα τραπέζια, παραγγέλνοντας μετά από λίγο νεσκαφέ. Το μαγαζί αρχίζει σύντομα να γεμίζει από διαφόρων ειδών κόσμο. Κάποιοι μοναχοί, μερικοί εργάτες, ένας συνταξιούχος και αρκετοί ακόμη ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Οι συζητήσεις που λαμβάνουν μέρος μεταξύ των άγνωστων αλλά και των γνώριμων θαμώνων, οδηγούνται σε ενδιαφέροντα μονοπάτια. Καταπιάνονται με θέματα όπως το τι ωθεί έναν άνθρωπο να εγκαταλείψει τα πάντα και να γίνει καλόγερος. Θεολογικά και φιλοσοφικά που αφορούν κυρίως την ψυχή και τις επιδιώξεις των ανθρώπων. Με λόγο κι αντίλογο.
Παράλληλα όμως, ο πρωταγωνιστής μας βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στους λογισμούς του. Προτιμώντας να μείνει αμέτοχος απ' όσα διαδραματίζονται τριγύρω του. Έτσι, ανασταίνει ξανά τις δραματικές στιγμές που συνόδευσαν την ως τώρα ζωή του. Όλ' αυτά που δημιούργησαν τον άνθρωπο που είναι.
Φέρνει στον νου τους ξενιτεμένους γονείς του. Τη γιαγιά που έμεινε εδώ και τον ανέθρεψε, βάζοντας σκοπό να ανθίσει τη χαρά στην ψυχή του. Κι ανάμεσα στ' άλλα, αναλογίζεται την εσωτερική του μοναξιά. Την πιστή του συντρόφισσα που τον συνοδεύει σε κάθε λογισμό του.
Αυτή η γόνιμη, εσωτερική αναζήτηση, οδηγεί σε κάποιου είδους προσωπική λύτρωση, επιφυλάσσοντάς μας, στο τέλος, ο συγγραφέας ένα φινάλε γεμάτο απρόοπτα.
Κλείνοντας τη τελευταία σελίδα, οι εντυπώσεις που μου έμειναν στο μυαλό και στη καρδιά, ειλικρινά μ' απασχόλησαν για αρκετές μέρες. Κι αυτό, γιατί στις σελίδες του βίωσα αρκετές ανθρώπινες ιστορίες, οι οποίες μετατράπηκαν και εξελίχθηκαν σε διδάγματα ζωής.
Παράλληλα ένιωσα πως μέσα και πίσω από τις λέξεις, τέθηκαν πάμπολλα ερωτήματα για την πορεία μας ως ψυχές. Ερωτήσεις που παρέμεναν πάντοτε σιωπηλές στον νου μου. Και να, που ήρθε τώρα η ώρα να τις αντικρίσω αποτυπωμένες σε τούτες τις σελίδες.
Και δεν έχει σημασία αν βρήκα ικανοποιητικές τις απαντήσεις που παραθέτει ο συγγραφέας. Σημαντικό και πρωτεύον είναι πως τόλμησε να δώσει τις δικές του εξηγήσεις.
Θεωρώ πως η παραπάνω διαπίστωσή μου συμβαδίζει κατά κάποιο τρόπο και με τις λέξεις που βάζει ο συγγραφέας στο στόμα του «Λεβιάθιαν». Είναι οι ίδιες που μας καλωσορίζουν πριν ξεκινήσει το μυθιστόρημα, μα βρίσκονται και προς το τέλος της πλοκής. Συγκεκριμένα, στην 251η σελίδα διαβάζουμε πως «η ζωή μετριέται με το πόσες επιθυμίες είχε ο καθένας κι όχι με το ποιες απ' αυτές πραγματοποιήθηκαν».
Εφόσον έχετε ταξιδέψει κι εσείς με το συγκεκριμένο έργο, θα αναμένω με χαρά να μάθω για τις εντυπώσεις σας.
Σας εύχομαι υγεία και πάντα όμορφα λογοτεχνικά ταξίδια!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το μυθιστόρημα του Μιχάλη Κατσιμπάρδη Απαγορευτικό κυκλοφόρησε από την Άνεμος εκδοτική
Από τον ίδιο συγγραφέα: