Προοίμιον
Οἱ παῖδες μαγειρεύουσιν ἀόκνως ἐν καμίνῳ,καὶ ἀνεμιστῆρος πτέρωμα ἐν θέρει οἰακίζει.Τηγάνια, κατσαρόλες καὶ πιροῦνες καὶ κουτάλες·ἀτμοὶ καὶ κρέμες, κρέατα καὶ ψάρια καὶ σαλάτες·κόπωσις, ἄγχος καὶ ’βρισιές, ραδιόφωνο καὶ εἰδήσεις.
(Ὦ μάγειροι τῆς δημοσίας σφαίρας, ἀνυμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε ἐν πάσαις περιόδοις τουριστικαῖς!)
«Ναί, ὁ ἀριθμὸς ἐπισκεπτῶν καί ἐφέτος ηὐξήθη! Παραμένει ὁ τουρισμὸς ἀκμαῖος. Πλέον ἡ πρώτη καὶ κυρία πηγὴ πλούτου εἰς χώραν. Ἀλλὰ ’νὰ ἀκούσωμεν τὸν λόγον τοῦ ὑπουργοῦ εἰς ἔκθεσιν γλυπτῶν διασήμου καλλιτέχνου “Τὸ μέλλον τῆς Δημοκρατίας”...»
— ’Δὲν ἀκοῦς; Εἶπα! Κλεῖσ’ το! Τὸ πορνεῖο! Κλεῖσ’ το τὤρᾳ ἢ γύρνα το ’σὲ μουσικὴ μόνο! (Παῦσις) Ὅταν σᾶς χρυσώνουν τὸ ράμφος, παπαγαλάκια, κάνετε τὸ χῶμα καναβοῦρι...
— Δίπλα ὅμως ’ς τὸν ὑπουργὸ εἶναι ὁ ’δικός μας.
— ’Δικός μας; Τὰ ’δικά μας ’δικά του. Χαμήλωσε τὸν ἀνεμιστῆρα –θὰ πουντιάσουμε.
— ’Δὲν χαμηλώνει.
— Καλά, ’δὲν τὸν ἐπισκεύασαν ἀκόμη; Μιὰν ἑβδομάδα τοὺς τὸ λέ’με ’νὰ τὸν φτειάξουν...
— Εἶπε ὁ Σάκης ὁ τεχνικὸς αὔριο.
— Χθὲς εἶχε ’πεῖ σήμερα.
— Καὶ αὔριο ἴσως ’πῇ μεθαύριο. Γνωρίζεις πῶς τρέχει ἀπὸ ξενοδοχεῖο ’σε ξενοδοχεῖο αὐτὴν τὴν ἐποχή.
— Ἔπρεπε ’νὰ γίνω τεχνικός, ὄχι μάγειρας. Οὔτ’ εὐθύνη τῆς κουζίνας οὔτ’ εὐθύνη μὲ τοὺς μαθητευόμενους ’ποῦ μοῦ φέρνουν καὶ ’δὲν ’μποροῦν οὔτε μακαρόνια ’νὰ βράσουν. (Παῦσις) Γελοῖοι! Μειώνουν τὸ κόστος, καὶ ὁ πελάτης τρώει λάσπη.
— Τὰ παράπονά σου ’ς τὸ ἀφεντικό, μάστορα.
— Τὸ βλέπεις πουθενὰ ’νὰ τοῦ τὰ ’πῶ; Ἀλωνίζει ’ς τὶς «ἐκθέσεις γλυπτῶν»... Ὅταν τὸν ’δῇς, σφύρα μου κλέφτικα!
— Εἶνε μεγάλο προσώπατο, πρώτη μούρη. Τὸν ’πάω πολύ. Γνωρίζει πῶς νὰ ’μιλάῃ –ἔχει λέγειν ὁ ἄνθρωπος...
— Γιά ’δὲς ἀφοσίωσι καὶ θαυμασμὸ τοῦ ἐργαζομένου ’ς τὴν ἐργοδοσία: Στρατιωτάκια θετικῆς ἐνέργειας σᾶς ἔχουν κάνει, βλαμμένα, καὶ ’δὲν ἔχετε μία ’ν’
ἀνοίξετε γκαζόζα.
— Ναί, βλέπω ἐγὼ τί καταφέρνεις ἐσὺ μὲ τὴν γκρίνια σου ἀπὸ τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδυ. Ἀλλάζει κάτι;
— Αὐτὸ ’δὲν εἶναι ἐπιχείρημα. Ὅποιος στοχάζεται, γκρινιάζει. Ὁ ἄλλος γράφει δεκάρικους γιὰ τὸ ἀφεντικό του ’νὰ τὸν ἀφήσῃ τὴν νύχτα τὰ πόδια ’νὰ βουτήξῃ ’ς τὸ κῦμα, μὴ καὶ ’ξεπρηστοῦν ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία.
— Ἀπόψε ’δὲν θὰ κατεβῶ ’ς τὸ κῦμα μόνος, μὲ περιμένουν.
— Μπά;
— Ἀμέ.
— Τί λέ’, ρὲ Δὸν Ζουὰν τῆς δεκάρας! «Μὲ περιμένουν...» (Παῦσις) Τὰ ψάρια, «ψαροῦκλα»,.. τὰ μαριναρισμένα ἀπὸ τὸ ψυγεῖο καὶ σβέλτα!
— Μή φωνάζῃς. Εἶμαι ἐργαζόμενος, ὄχι κάνας δοῦλος.
— Χά! Τρέχα ’ποῦ ’θυμήθηκες τὰ ἐργασιακά σου δικαιώματα,.. «λιθρινάκι».
Τηγάνια, κατσαρόλες καὶ πιροῦνες καὶ κουτάλες.Ψυγεῖα καὶ πανάκριβα ζυμαρικὰ καὶ σάλτσες.Κατάλογος ἡδονικὸς ἐν τῇ γαστρὶ ἀνθρώπων.
Παράθυρο προμηνύει διὰ δύοντος ἡλίου ὑπερθέαμα καλδέρας θηραϊκῆς. Ἡ σελήνη ἀκολουθεῖ τὸ σχῆμα τῆς γαίας. Ὡσὰν στήμονες ἀπογευματινοὶ κύπτουν τὸ πλῆθος ἀπ’ ὀμπρέλλες ’ς τὴν πισίνα τοῦ συγκροτήματος. Καὶ πέρα τὸ πέλαγος καὶ ἡ μαρμαρυγὴ τῶν ὐδάτων προσμένουν τὸν ἁρματηλάτη ’νὰ χαθῇ ἐντός, ’νὰ καταδυθῇ ’ς τὸ ἀπέραντο ἄχρονο γαλανὸ τῶν ὀνείρων.
— Χανόμαστε, μ’ ἀκοῦς, χανόμαστε, «ψαροῦκλα»!
— «Παλῃέ», ἠρέμησε. Κουζίνα κρατᾶμε, ὄχι στρατόπεδο. Σὲφ εἶσαι, ὄχι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ’πάνω ’ς τὸν Βουκεφάλα.
– Καλά, καλά... ’Νὰ φτειάξουν πρῶτα τὸν ἀνεμιστῆρα κ’ ἔπειτα μοῦ λέ’ς τὰ ὡραῖα σου,.. «στραβάδι»! Ἅμα σὲ στείλω τρία ὀκτάωρα ’ς τὴν ὑπηρεσία δωματίων, θὰ μοῦ ἔλθῃς τεντωμένος ἀπὸ τὶς «Καλλιόπες» –’ποῦ ’δὲν εἴμαστε στρατόπεδο. Συγκεντρώσεως εἴμαστε, ὄχι κάνα τριτοτέταρτο τοῦ πυροβολικοῦ ’ς τὴν Χίο. ’Νὰ σπᾶμε πέτρες εἴμαστε, ὥς ὅτου σβήσῃ ὁ ἥλιος καὶ ὅλα τ’ ἀστέρια τ’ οὐρανοῦ.
— Ἐὰν ἔλθῃ ἡ ἐπιθεώρησι ἐργασίας, θὰ ’πῶ ὅτι μὲ κρατᾷς, «παλῃέ», καὶ ’δὲν μὲ ἀφήνεις.
— Ἴσα, μώρη ’ξεκούμπωτη! ’Ποῦ σὲ κρατᾶμε κιόλας ’νὰ μὴ φύγῃς... Ἄνοιξε πόρτα καὶ φύγε, ’νὰ ’δῶ τί θὰ κάνῃς χωρὶς ἐργασία ’σὲ νησί. Καλομαθημένα. ’Σ τὴν ἡλικία σου ἡ γενιά μου...
— (Ψιθυριστά:) Ὤχ, ’ξαναπατήσαμε τὸ πλέυ καὶ ’δὲν ’βρίσκω τὴν πρίζα ’νὰ τὸν ἀποσυνδέσω.
Ὀκτάωρα = 8 ὧρες = 8×60×60'' = 28.800'' = 24 ὧρες:3 ⇒ ἐργασία/ἀναψυχή/ἀνάπαυσις. Συνθήματα προδοθέντα ἄλλων ἐποχῶν· ὅταν ὑπῆρχαν πέραν τοῦ ἑνός, ἐκ τῶν πραγμάτων, κόμματος· ὅταν ’δὲν εἶχαν ἐπιλυθῆ ὅλα τὰ προβλήματα καὶ ἀκόμη τὸ ἄτομο ’δὲν εἶχε «χειραφετηθῆ ὡς πρὸς τὸ σῶμα του», ὅταν ἡ «Μεγάλη Ἐποχὴ τῶν Ἐλευθεριῶν» ’δὲν εἶχε ἀκόμη ἀνατείλει. Τότε, προελευθεριακῶς, ’ς τοὺς λόγους τοὐλάχιστον οἱ πολιτικῶς διαφωνοῦντες διεφώνουν κἄπως ἐλεύθερα, ’δὲν ἐφεύρισκον δεύτερα ὑποκρινόμενοι ἐκεῖ τοὺς λογομάχους.
— «Παλῃέ», ἀναπαύομαι ὅταν κυττάζω ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο –μὰ τί θέα!
— Ἐσὺ «σπαράκι», χαραμίζεσαι ’πάνω ἀπὸ τὴν κατσαρόλα. Ἔπρεπε ’νὰ εἶχες γίνει τοὐλάχιστον ποιητής.
— Τοὐλάχιστον;
— Τοὐλάχιστον.
— Τὸ μέγιστο*ν*;
— Διαφημιστής. ’Δὲς τὶς πατάτες.
— Ἕτοιμες. Τὤρᾳ εἶναι ὥρα γιὰ τσιγάρο. ’Δὲν βλέπω ’μπροστά μου ἀπὸ τὴν κούρασι. ’Δὲν νοιώθω τὰ πόδια μου. Κλείσαμε δεκαοκτάωρο. Ὑποτίθεται ὅτι ὁ συντονισμένος κυβερνητικὸς προγραμματισμὸς θὰ μᾶς ’γλύτωνε ἀπὸ αὐτά.
Ὑπάγει ’νὰ τὸ ἀνάψῃ.
— Σοῦ ἔχω ’πῇ χίλιες φορὲς ’νὰ κλείνῃς πρῶτα τὸ ἀέριο, ἠλίθ..!
Προδημοσίευση αποσπάσματος του διηγήματος Ἀδιακόπως του Θεοδόση Αγγ. Παπαδημητρόπουλου που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του.