Σε σχολείο της πόλης Βεσσαραβία, διδάσκει ο καθηγητής ρουμανικής γλώσσας Μιχάι Ούλμου. Σε μια ομάδα μαθητών που θέλει να εντρυφήσει στον έρωτα, ο καθηγητής τους γνωρίζει τον μεγάλο ποιητή Εμινέσκου και τους ζητά ως εργασία για το σπίτι, να απαντήσει ο καθένας με τις δικές του γνώσεις, τι είναι έρωτας.
Όμως, στα δύσκολα χρόνια επί εποχής Στάλιν, ο καθηγητής φυλακίζεται και μεταφέρεται άρδην σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, χωρίς να γνωρίζει την πιθανή αιτία φυλάκισής του. Η ζωή του αλλάζει και μαζί της αλλάζει και η ζωή μιας ερωτευμένης μαθήτριας που αποφασίζει να ακολουθήσει τον δρόμο της καρδιάς της, έναν δρόμο κακοτράχαλο και δύσβατο, τον οποίο θα διαβαίνει συνεχώς με χαμόγελο και ευτυχία.
Το βιβλίο είναι γεμάτο συγκινήσεις, πόνο, θλίψη, κούραση, αδικίες και δάκρυα. Όμως η ελπιδοφόρα του πλευρά επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα και αφήνει στον αναγνώστη μια αισιόδοξη αύρα που τόσο έχουμε ανάγκη.
Κατά την ανάγνωση, θα έρθουμε αντιμέτωποι με τα απελπισμένα μηνύματα που βρίσκονται χαραγμένα στον τοίχο μιας αποθήκης, τον δρόμο για τη Σιβηρία, την ερωτευμένη Μαρία Ραζέσου, το στρατόπεδο συγκέντρωσης με τα χίλια κρεβάτια, τον αριθμό Μ1-315, τη μοχθηρία των ανθρώπων, τις καθημερινές επιθεωρήσεις και το ανέλπιστο ευχητήριο σημείωμα γενεθλίων που θα δεχτεί ο Μιχάι και θα του αλλάξει τη ζωή.
Το ευλογημένο επάγγελμα της πλύστρας, οι κρυφές αποδράσεις, μια κούφια βελανιδιά, η πρόταση γάμου και οι πλεκτές βέρες, το καταφύγιο του μπάρμπα Μαζάι, η κρατούμενη Β2-033, μια αγάπη που προστατεύει το ζευγάρι από την τρέλα, ο Τσαν, ένα μπάσταρδο σκυλί, η γέννηση ενός ελεύθερου μωρού και το χειροκρότημα των συγκρατουμένων είναι μερικά από τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στο βιβλίο.
Θα έρθουμε αντιμέτωποι με την εξωπραγματική ποινή των διακοσίων σαράντα ετών, οκτώ μηνών, τριών εβδομάδων, δύο ημερών και οκτώ ωρών, με το τατουάζ στο δύο χρονών χεράκι, με μια απόπειρα αυτοκτονίας στο χιόνι, με μια συλλογική διαμαρτυρία γυναικών, τον τύφο που θερίζει, τις ιατρικές γνώσεις που έπιασαν τόπο, τη μαζική απόδραση στην προσευχή, τη χιονοθύελλα στον ποταμό Κολιμά, την ιουκαγκιρική γλώσσα, τον θάνατο του Στάλιν και την ελευθερία όλων όσοι έχουν απομείνει να φυτοζωούν στα στρατόπεδα.
Ο Μιχάι έζησε 13 εφιαλτικά χρόνια, από το 1940 έως το 1953, όπως τόσοι άλλοι και μετά από αυτό προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή του, αναζητώντας ό,τι πολυτιμότερο του είχε απομείνει. Με το βιβλιαράκι με τους στίχους που του δόθηκε στα προσωπικά αντικείμενα της Μαρίας και την ελπίδα της λήθης ανά χείρας, αφήνει πίσω του κακουχίες, άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και επισκέπτεται τα ορφανοτροφεία για να ανακαλύψει το κομμάτι του παζλ που του λείπει.
Στο ορφανοτροφείο Ναντρετσινόε, με οικότροφους τα «παιδιά του Στάλιν» που όλα έχουν το ίδιο όνομα Ιβάν Ιβανόφ-Νο, που υπομένουν στωικά το πολύ ξύλο, ένα παιδί που κρύβει διαρκώς το χαραγμένο στο βραχίονα τατουάζ του με τη λέξη «ΜΙΡΤΣΕΛ», θα μας διηγηθεί την ιστορία του Μιχάι και της Μαρίας και θα κλείσει την αυλαία με έναν τρόπο που πραγματικά δεν πάει ο νους σας.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση, για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο του Νικολάε Νταμπίζα, ένα μικρό βιογραφικό του οποίου θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
Η αγάπη βοηθά στο να ανοίγει κανείς την πόρτα της αντίληψης των πραγμάτων, των ανθρώπων, του κόσμου, των προσωπικών συναισθημάτων. Αλλά και στο φως μπορεί να υπάρχει σκοτάδι, όπως και στη θλίψη μπορεί να υπάρχει χαρά. Η χαρά μπορεί να σε σηκώσει, αλλά μπορεί επίσης και να σε νικήσει. Η αληθινή αγάπη είναι αυτή που σου δίνει φτερά…
Ένα βιβλίο γεμάτο ιστορία, γεμάτο αγάπη και προσμονή για την πολυπόθητη ελευθερία, ένα βιβλίο που δικαιώνει τους αναγνώστες όταν στο τέλος, οι μαθητές τελικά αποδώσουν στον δάσκαλο την εργασία που χρόνια πριν τους είχε ζητήσει.
Ο Νικολάε Νταμπίζα (Nicolae Dabija, 1948-2021) ήταν Μολδαβός συγγραφέας και πολιτικός. Εργάστηκε ως Λέκτορας στο Τμήμα Ρουμανικής Λογοτεχνίας του Κρατικού Παιδαγωγικού Πανεπιστημίου Ion Creanga και Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών της Επικοινωνίας του Ελεύθερου Διεθνούς Πανεπιστημίου της Μολδαβίας. Ως αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας εφημερίδας Literatura şi Arta, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την εθνική αναγέννηση στη Δημοκρατία της Μολδαβίας, ενώ υποστήριξε την επιστροφή της ρουμανικής γλώσσας στη λατινική γραφή και την καθιέρωσή της ως επίσημης γλώσσας στη Μολδαβική ΣΣΔ (1988). Διετέλεσε βουλευτής της Δημοκρατίας της Μολδαβίας τις περιόδους 1990-1994 και 1998-2001. Τιμήθηκε με τη διάκριση του Ιππότη του Τάγματος της Δημοκρατίας (1996), της ανώτατης διάκρισης της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, καθώς και του Ανώτερου Ταξιάρχη του Εθνικού Τάγματος Αστέρι της Ρουμανίας (2000). Υπήρξε επίτιμο μέλος στο εξωτερικό της Ρουμανικής Ακαδημίας και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Έλαβε πολυάριθμες διακρίσεις και τιμητικές βραβεύσεις τόσο στη Μολδαβία όσο και στη Ρουμανία. Ως λογοτέχνης έγραψε μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, παιδικά βιβλία και ποιητικές συλλογές, μετέφρασε Λόρκα, Γκέτε, Ζουκόφσκι, κ.ά., ενώ επιμελήθηκε την Ανθολογία παλιάς μολδαβικής ποίησης (1988). Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της Δημοκρατίας της Μολδαβίας (1988), το Μεγάλο Βραβείο Νικήτα Στανέσκου (1992), το Βραβείο Τζάκομο Λεοπάρντι του Παγκόσμιου Κέντρου Ποίησης (2015), το Μεγάλο Βραβείο Dulce Maria Loynaz του Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης της Αβάνας (2017). Το 1995 του απονεμήθηκε το Βραβείο Mihai Eminescu της Ρουμανικής Ακαδημίας. Το μυθιστόρημα Η Βεσσαραβία μου: Εργασία για το σπίτι έχει κάνει έντεκα εκδόσεις και έχει μεταφραστεί σε επτά γλώσσες. Έχουν πουληθεί περισσότερα από 100.000 αντίτυπα κι έχει κερδίσει δύο βραβεία: το Prix de l'Autre Édition (Γαλλία 2016) και το Premio Chiara (Ιταλία 2019).
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου