Υπάρχουν φορές που είναι εξαιρετικά δύσκολο να παρουσιάσεις κάποιον δημιουργό, πόσο μάλλον όταν, όχι μόνο τον γνώριζες προσωπικά, αλλά επιπλέον δεν βρίσκεται κι εν ζωή... Γι' αυτό μου ήταν κάπως στενάχωρο να παρουσιάσω το έργο και να πω λίγα λόγια για τον ποιητή και φίλο Στέφανο Μαλλιαρό.
Γιατί πώς να περιγράψω σε μερικές αράδες το μεγαλείο ψυχής, το ήθος, την ευγένεια, το χιούμορ, τις αγωνίες, τον αλτρουισμό κι όλα όσα περικλείουν τον δημιουργό αυτόν και την ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του; Έναν πολυτάλαντο και δυναμικό ποιητή που ποτέ δεν λιποψύχησε (παρά την αναπηρία που τον καθιστούσε μόνιμα καθηλωμένο σε μια καρέκλα), αντίθετα έκανε φτερά τις λέξεις και πετούσε...
Για τον άνθρωπο Στέφανο θα πω ότι πέρα από ένα γελαστό παιδί, που δεν μπορούσε τη μιζέρια και την αδικία, ήταν ένα κοινωνός της ζωής που αγαπούσε να διασκεδάζει με φίλους –και είχε πολλούς– γιατί όλοι ήθελαν ένα μικρό κομμάτι της λάμψης του. Απολάμβανε το ίδιο να γράφει και να ζει.
Ας μου επιτραπεί, στην παρουσίαση αυτή, να μην αναφερθώ πλέον σε παρελθοντικό χρόνο κι ας έχει λίγους μήνες που μας άφησε, ας συνεχίσω να μιλώ στο τώρα, στο έργο του, γιατί θα συνεχίσει να υπάρχει μέσα και πέρα απ' αυτό, όσο θα είμαστε κι εμείς εδώ να σκεφτόμαστε εκείνον.
Σ' όλους τους στίχους της έμμετρης ποιητικής συλλογής Δεν σηκώνουν άλλο φόβο οι εποχές διαφαίνεται η ευαισθησία και η βαθιά του ενσυναίσθηση, θαρρείς κι έχουν εμποτιστεί με απέραντη αγάπη, είναι η ασπίδα και συνάμα σανίδα σωτηρίας του, σε ό,τι μπορεί να τον βασανίζει ή λυτρώνει αντίστοιχα.
Το βιβλίο προλογίζει η δασκάλα του στο Μικρό Πολυτεχνείο και γνωστή στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου που κοντά της παρακολούθησε δημιουργική γραφή και έμαθε πειθαρχία, μέτρο και ρυθμό. Όπως μας εξηγεί, της είχε κάνει εντύπωση από πριν το έμφυτο ταλέντο και η ευκολία στο να γράφει.
Και είναι τόσο πολλά και άλλα τόσα θαυμαστά που παρακινούν και δίνουν φλόγα στην έμπνευσή του!
Ας πάρουμε μια γεύση:
Στο κάτω κάτω της γραφήςάμα στα χείλη δε γευτείςένα σου δάκρυ.Πώς θες να μάθεις να κοιτάςχωρίς πυξίδα να κρατάςτου νου την άκρη.Στο κάτω κάτω της γραφήςαπό τη φλόγα αν δεν καείςστα σωθικά σου.Μ’ όσους χαράξαν τον καιρόμαζί τους δεν μπορείς να βρειςτα αρχικά σου.(Απόσπασμα από Στο κάτω κάτω της γραφής)
Όπως κάθε άξιος και σοβαρός δημιουργός, που σέβεται τον εαυτό του και την τέχνη, αφήνει τους στίχους να μιλάνε και να παρασύρουν με την ορμή τους. Από τον λόγο του απουσιάζει το περιττό, το φλύαρο, τα φιλολογικά στολίδια και οι βαρύγδουπες δυσνόητες εκφράσεις που προτιμούν αρκετοί νέοι ποιητές, προκειμένου να εντυπωσιάσουν. Κάτι τέτοιο δε συμβαδίζει με το χαρακτήρα του Στέφανου. Συγκινεί με απλές λέξεις, βγαλμένες από καρδιάς κι έτσι καταφέρνει, μιλώντας για τα ουσιώδη, ν' αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές όλων.
Δεν στέκει παράμερα, αποστασιοποιημένος απ' τα μικρά και μεγάλα της ζωής. Τραγικά γεγονότα, που συνέβησαν στην κοινωνία μας, φαίνεται να έχουν αντίκτυπο και στον ίδιο. Ιδιαίτερα όταν περιλαμβάνουν θύματα παιδιά, σαν την μικρή Όλγα που έλιωσε η καγκελόπορτα και μαζί η αδιαφορία, σαν το φοιτητή Βαγγέλη που υπέστην bulling μέχρι θανάτου, σαν τον πεντάχρονο Αϊλάν που ξεβράστηκε πνιγμένος στις τουρκικές ακτές· πώς να μη συγκινούν κάποιον σαν τον Στέφανο;
Μία πόρτα κάπου εγκλωβίζει τη ζωή της,όρθια κουφάρια με το πόδι την κλοτσούννα δουν αν έφυγε η ψυχή απ' το κορμί τηςκαι φτιάχνουν ψέμα εκεί μέσα να κρυφτούν.Τώρα, ανέμελα αλλούχαμογελάεικι απ' το γρασίδι τ' ουρανούμας χαιρετάει.Έχει κανόνες η μαγκιά σε μια αγέληκι αυτός δεν βρήκε ένα χέρι να πιαστεί,έβαλαν τέλος στο παιχνίδι του Βαγγέληπροτού προλάβει η φωνή του ν' ακουστεί.Το κύμα ξέβρασε σε κάποια παραλίαένα αγγελούδι με βρεγμένα τα φτερά,μονάχα νούμερο στου ανθρώπου τη μανίαμα είναι τα μάτια του ακόμα φλογερά.Τώρα, ανέμελα αλλούμαζί γελάνεκι απ' το γρασίδι τ' ουρανούμας τραγουδάνε.(Απόσπασμα από το Όλγα, Βαγγέλης, Αϊλάν)
Σίγουρα η Όλγα, ο Βαγγέλης και ο Αϊλάν θα ήταν περήφανοι να τον έχουν φίλο. Θα τους έπαιρνε απ' το χέρι και θα τους σεργιάνιζε σε κόσμους δικούς του, που θα ήταν όλα στο φως, πίσω απ' τα σύννεφα, να κάνουν σχέδια παρέα στην ταράτσα των ονείρων.[1]
Κλεισμένος μέσα στ' ανεκπλήρωτα όνειρά μουκαι σ' όσα πρόλαβαν να γίνουν αναμνήσεις.Τώρα που έδωσα φωνή στα μυστικά μου,μες στα τραγούδια μου μπορείς να με γνωρίσεις.(Απόσπασμα από Όλα στο φως)Σε μια ταράτσα είχα απλώσει τα όνειρά μουζωγραφισμένα σε πολύχρωμα πανιάκι όπως ανέμιζαν περήφανα μπροστά μουαέρας φύσηξε και μείναν τα σχοινιά.Έτρεξα γρήγορα θυμάμαι να τα πιάσωμ' όση είχα δύναμη στα κάγκελα πατώαμέσως άνοιξα τα χέρια να πετάξωκαι δε φοβήθηκα καθόλου το κενό.(Απόσπασμα από Η ταράτσα των ονείρων)
Αλλά και η δασκάλα του πρέπει να 'ναι περήφανη γιατί αποδεικνύεται κάτι περισσότερο από απλός στιχουργός. Ένας καλλιεργημένος, ευαίσθητος ποιητής με ανήσυχο πνεύμα, που ακουμπά στο παρόν και στο μέλλον, χωρίς να αγνοεί την παιδικότητά του, δίνει απ' τη δύναμή του και το περίσσευμα ψυχής κουράγιο σε όσους επιμένουν να ονειρεύονται. Κι όπως όλα τα παιδιά αγνοεί ή μάλλον έχει συμφιλιωθεί με τους φόβους του. Παίρνει το ποδήλατό του και τρέχει ξένοιαστος, γιατί μπορεί...
Ένα ποδήλατο μπροστά μου παιδικόφυλακισμένο σαν εμένα στο μπαλκόνι,ξανά πλημμύρισε το μέσα μου κενό,μου λέει «φύγαμε» και πιάνω το τιμόνι.Μπήκα μαζί του μες στου ήλιου τη φωτιά,με το πετάλι μου τα σύννεφα σκορπάω,στο δάκρυ έκανα αμέσως μια βουτιά,σε κάθε ανάσα μια ελπίδα της φοράω.(Απόσπασμα από Φύγαμε)
Ο ποιητής μας δίνει το χέρι λοιπόν και μαζί και την ελπίδα. Ελπίδα να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας για ένα καλύτερο αύριο, παρά τις όποιες απογοητεύσεις και το σάπιο της κοινωνίας που ζούμε. Ελπίδα κόντρα στο κενό.
Το θαύμα, αν αντέχεις, θα κρατήσεικαι θα 'χεις στο χαμόγελο πνοή.Τσιμέντα, πέτρες, χώματα ν' ανθίσεινα δίνει και στο τίποτα ζωή.(Απόσπασμα από Κόντρα στο κενό)
Με τη στάση ζωής του, μας λέει και κάτι άλλο: όσοι φόβοι ή αρρώστιες κι αν μας βρουν, οφείλουμε να παλεύουμε. Γιατί είμαστε πλασμένοι για όνειρα.
Σαν εφιάλτης μπήκες μέσα στο κορμί μου,όμως δε σκέφτηκες δεν είμαι μόνο αυτό,έχω σφραγίσει έναν ήλιο στην ψυχή μουκι έχω για όπλα μου αστέρια κι ουρανό.(απόσπασμα από Απρόσκλητος επισκέπτης)
Παρά το ότι έχει συμφιλιωθεί με τους φόβους του όμως, διαισθάνεται ότι η ζωή του συντομεύει. Όπως και κάθε εύθραυστο πλάσμα που ζει μεταξύ δύο κόσμων: της πραγματικότητας και της φαντασίας.
Μια λεπίδα κρατώνα χωρίσω στα δυοτον καιρό που ακόμα μου μένει.(Κόντρα στο κενό)
Ο Στέφανος αγάπησε πολύ τη ζωή, αλλά και κείνη ήταν γενναιόδωρη μαζί του. Είχε αστείρευτη έμπνευση, πάθος για δημιουργία. Είχε φίλους και οικογένεια να τον λατρεύουν, δύναμη και στήριγμα συνάμα, τρία ανίψια που υπεραγαπούσε και σε αυτά αφιέρωσε τη συλλογή του –πενήντα έξι ποιητικά διαμάντια– που κοσμούν το βιβλίο ως παρακαταθήκη του ψυχικού σθένους, της ανθρωπιάς και αγάπης που τον χαρακτήριζαν. Μάλιστα κάποια ετοιμάζονται να μελοποιηθούν από καταξιωμένους συνθέτες. Όλοι όσοι τυχεροί τον γνώρισαν, μόνο καλά λόγια έχουν να πουν. Σε όλους κάτι έδωσε κι ύστερα πέταξε ψηλά για τη δική του ταράτσα των ονείρων. Μόνο μια στιγμή, στάθηκε στο πλατύ ολόφωτο σκαλί της πύλης που τον περίμενε, γύρισε προς τα εμάς χαμογελώντας και είπε: Όχι, δεν σηκώνουν άλλο φόβο οι εποχές. Εκείνος σίγουρα δεν είχε τίποτα πλέον να φοβάται.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η ποιητική συλλογή Δεν σηκώνουν άλλο φόβο οι εποχές του Στέφανου Μαλλιαρού κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φίλντισι.
[1] Τίτλοι ποιημάτων του