Στο ιστορικό μυθιστόρημα της Φωτεινής Μυλωνά-Ραΐδη, μέσα από τη ζωή του Σάββα, θα αντλήσουμε πληροφορίες για το έπος του '40, τον Εμφύλιο και τη ζωή στα μικρά χωριά της Ελλάδας.
Ο Σάββας λοιπόν, ένας δίκαιος άρχοντας, καθάριος, με πάντα αψεγάδιαστο ντύσιμο, έχει στην ψυχή του ένα αγκάθι. Ήθελε να σπουδάσει, να διαβεί τον χώρο της γνώσης, μα ο ρόλος του ως προστάτης οικογένειας και οι πολλές του ευθύνες, του στέρησαν αυτό το δικαίωμα. Μένει σε ένα σπίτι σε χωριό του Μεσολογγίου μαζί με τις τέσσερις αδερφές και τη μάνα τους, αποτελεί μέλος μιας τετραμελούς παρέας και ζει φιλήσυχα και συμβατικά.
Ο Κλεάνθης, ο Λαυρέντης και ο Άκης, μαζί με τον Σάββα, αποτελούν ένα κράμα από διαφορετικούς χαρακτήρες που μοιράζονται απόψεις και άλλοτε συμφωνούν, άλλοτε διαφωνούν υποστηρίζοντας με σθένος τα λεγόμενά τους. Δεν είναι ακριβώς φίλοι, αλλά προσπαθούν να συνυπάρξουν και στα δύσκολα, ο καθένας τους θα τραβήξει τον δικό του δρόμο κουβαλώντας τον δικό του σταυρό.
Όλα βαίνουν ήρεμα έως ότου η μεγάλη του αδερφή Σταθούλα, εκφράσει την ανάγκη να παντρευτεί και να λάβει το μερτικό της από την περιουσία, στα χνάρια της οποίας κινείται λίγο αργότερα και η επόμενη στη σειρά, η Φροσύνη. Ο Σάββας, ως δίκαιος άνθρωπος, καλύπτει τις ανάγκες τους και αποφασίζει να ακολουθήσει τον δρόμο των αδερφάδων του και να παντρευτεί, δίνοντας νόημα στη ζωή του αλλά και καλύπτοντας με την προίκα της νύφης, μέρος από τις λίρες που απώλεσε.
Η γυναίκα του Ερατώ δεν θα καταφέρει να γίνει κυρά και αρχόντισσα του σπιτικού της, ενόσω η πεθερά αλλά και οι κουνιάδες κρατούν γερά τα σκήπτρα. Στις 28 του Οκτώβρη του 1940 θα γεννηθεί ο πόλεμος και μια μέρα πριν ο Σάββας μαθαίνει ότι θα γίνει πατέρας. Όταν γεννηθεί ο διάδοχος Παύλος, ένα μωρό που θα στοιχειώσει τον Σάββα λόγω των χαρακτηριστικών του, η ζωή του ζευγαριού αλλάζει ρότα και συνάμα ο πόλεμος λεηλατεί και καίει την Ελλάδα απ' άκρη σ' άκρη.
Στο βιβλίο θα γίνει λόγος για τον Λευτερόγιαννο, τον αετονύχη επιστάτη, τον Φόρη τον αψίκορο, θρασύ, ασεβή και επαναστάτη δάσκαλο, σύζυγο της Σταθούλας, αλλά και τον Παντελή, τον άλλο γαμπρό του Σάββα που πολέμησε για την Ελλάδα πλάι πλάι με τον Φόρη ακόμα κι όταν ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Μια ξανθομάλλικη κατάρα, τα όπλα που κρύβονται ενώ πρέπει να παραδοθούν, οι πολιτικοί εξόριστοι, ο φιλόσοφος Καντ, η ομιλία του Άρη Βελουχιώτη, τα εγγόνια ενός κλαρίτη, ένας δεκάχρονος νονός, ο Πολύκαρπος, οι αντάρτες, οι Ιταλοί και ο Λουτσιάνο, οι μαχόμενοι Έλληνες αλλά και η δίψα για υπεράσπιση των εδαφών μας, προσδίδουν στο ιστορικό αυτό μυθιστόρημα τη δική τους ταυτότητα και σφραγίδα.
Θα διαβάσουμε για τα βοτάνια της αλλαξοπιστίας, για έναν ακόμη δίγλωσσο Οκτώβρη, τον μουγκό Μήτρο, την εμφύλια σύρραξη, τη Μυρτώ με το φωτεινό χαμόγελο, την επιχείρηση Κιβωτός αλλά και για δύο, τρεις, τέσσερις σφαίρες που βρήκαν τον στόχο τους.
Η ζωή δεν τα φέρνει πάντα έτσι όπως τα θέλουμε, δεν σε περιμένει να αποφασίσεις να ζήσεις, δεν σου δίνει πολλές δεύτερες ευκαιρίες. Έτσι συνέβη και με τον Σάββα που με αφορμή το απλήρωτο λάδι και την προδοσία, άφησε χώρο για να τον κατακλύσει η αρρώστια...
Οι Γερμανοτσολιάδες, το ταξίδι σε πάτρια εδάφη, τα γραπτά του Γιώργη, μια νοερή αιμομικτική σχέση και η ζωή ενός ορφανού, θα αποτελέσουν την κατακλείδα του βιβλίου, ενός βιβλίου με πολλά και ποικίλα ιστορικά στοιχεία που ανακατώνονται με τις ζωές της Ερατώς, του Φόρη, του Άκη, της Σταθούλας και πολλών ακόμα ηρώων, ζωές γεμάτες πόλεμο, θανατικό, αδελφικό μίσος, δύναμη ψυχής αλλά και ελπίδα.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση, για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο της Φωτεινής Μυλωνά-Ραΐδη, ένα μικρό βιογραφικό της οποίας θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
Δεν αποχαιρετάς ποτέ ό,τι αγαπάς. Είτε το υποκείμενο της αγάπης σου παραμένει στη ζωή, είτε έχει πεθάνει. Το κουβαλάς μέσα σου μια ζωή. Είναι η μόνη σου περιουσία! Ό,τι ακριβό και πολύτιμο ένιωσες ποτέ. Του τελευταίου σου ταξιδιού η δικαιολογημένη από τον Χάρο αποσκευή…
Η Φωτεινή Μυλωνά-Ραΐδη γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, γυρεύοντας την Έξοδο. «Τα πρώτα μου ταξίδια ήταν με λέξεις πάνω σε λευκούς χάρτες. Με πούπουλα νεοσσών και γέλια παιδιών ταίριαξα τα φτερά μου. Μ' αυτά έκανα τα πρώτα μου πετάγματα. Πιο μετά φορτώθηκα έναν καημό. Πάτησα στη γη. Στη γη με φτερά... Κάποια στιγμή δεν άντεξα. "Βάρα τις βίτσες σου, βάρα τες!" είπα στον νταουλιέρη της καρδιάς μου. Κι εκείνος τις βάρεσε. Κι ο καημός μου λυτρώθηκε χορεύοντας! Πάνω σε δικά μου λόγια τραγουδιών.»
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου