Ο Αλέκος Παναγούλης (1939-1976) ήταν Έλληνας πολιτικός που δραστηριοποιήθηκε στον αγώνα κατά της Δικτατορίας του 1967 και αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο στις 13 Αυγούστου 1968. Ίδρυσε την οργάνωση Εθνική Αντίσταση και αυτοεξορίστηκε στην Κύπρο για να καταστρώσει σχέδιο δράσης. Μετά την αποτυχία του σχεδίου και αφού υποβλήθηκε σε απάνθρωπα βασανιστήρια αποκαλύφθηκε και εξαρθρώθηκε η οργάνωσή του ενώ στη δίκη του Νοεμβρίου του 1968 καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Τελικά απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1973 με τη γενική αμνηστία που απένειμαν οι δικτάτορες στους πολιτικούς κρατουμένους εν όψει των εκλογών τον Φεβρουάριο του 1974. Κατά τη Μεταπολίτευση, εκλέχτηκε βουλευτής τον Νοέμβριο του 1974 και άρχισε συστηματικές καταγγελίες για συνεργασία πολιτικών με τη Δικτατορία. Εικάζεται πως το τροχαίο ατύχημα στο οποίο σκοτώθηκε, την Πρωτομαγιά του 1976, ανέκοψε αυτήν την πορεία, μιας και δε βγήκαν ποτέ στο φως οι αποδείξεις που είχε στην κατοχή του. Όλα αυτά τα γεγονότα περνάνε μέσα από τη ματιά της μάνας του Αλέκου Παναγούλη, «της Μάνας εκείνων των Ελλήνων που αντιστάθηκαν», σ' έναν δυνατό, συγκινητικό και ανατρεπτικό μονόλογο.
Η Μάνια Παπαδημητρίου υποδύεται την Αθηνά Παναγούλη κι εμφανίζεται στη σκηνή απρόσιτη, σκληρή, άτεγκτη, φορτωμένη στους ώμους της ένα βάρος ασήκωτο.
Μαζεύεται κόσμος στους δρόμους και φωνάζει «Αθάνατος», «Ο Παναγούλης ζει»... κι εμένα ο γιος μου είναι παγωμένος, πάνω στην πλάκα του νεκροτομείου.
Υποδύεται μια μάνα που γνωρίζει το ιστορικό βάρος του παιδιού της αλλά δεν παύει να το έχει μόλις αποχαιρετήσει. Αναπολεί τις στιγμές τους μαζί, θυμάται τα παιδικά του χρόνια αλλά και αυτά της αντίστασης, τα απάνθρωπα βασανιστήρια, τα ποιήματα που έγραφε στους τοίχους με το αίμα του, την αγάπη με την Οριάνα Φαλάτσι, τις αποδράσεις του... κι εκείνη ως μάνα πάντα πλάι του, νοητά και, λιγότερο, σωματικά.
Η ερμηνεία της ηθοποιού είναι δουλεμένη στο έπακρο: κάθε κίνηση, κάθε έκφραση, κάθε βήμα είναι σωστά και προσεκτικά μελετημένο και ταυτόχρονα δείχνει αυθόρμητο, αληθινό, εκφράζει την εκάστοτε στιγμή, τη χαρά, τη λύπη, την οδύνη, τον πόνο. Μια μαυροφορεμένη, απελπισμένη γυναίκα, με τα πράγματα του παιδιού της στα χέρια, έρχεται να πει την ιστορία του. Παύσεις, τονισμός, η σιωπή, η διακριτική αλλαγή των σκηνών με την ηθοποιό να μπαίνει και να βγαίνει σαν άυλη σκιά, δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα και εντείνουν την προσοχή του θεατή στην ιστορία του Αλέκου Παναγούλη, τα γνωστά και τα προσωπικά, τα αίτια και τα αιτιατά, τον ίδιο του τον χαρακτήρα, που τον ζωντανεύει μια γυναίκα που μόλις τον έχασε. Τα πάντα ξεδιπλώνονται, βγαίνουν στο φως, χαρίζονται στον θεατή, η μάνα του Αλέκου Παναγούλη δεν αερολογεί, δεν καταριέται, δεν αναθεματίζει, κατηγορεί συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, τονίζει τις συνθήκες ανελευθερίας κατά τη Δικτατορία κι αναμιγνύει τη ζωή του παιδιού της στη φυλακή με τις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Κι εκεί που κοντεύει πια να τελειώσει η παράσταση, η Μάνια Παπαδημητρίου, μεταμορφώνεται με άκρως θεατρικό τρόπο σε ένα κορίτσι δυναμικό, δυνατό, ανεξάρτητο, αποφασισμένο να υπερασπιστεί κάθε μορφή ελευθερίας εναντίον οποιουδήποτε απολυταρχικού και δεσμευτικού καθεστώτος. Φτάνουν τα μαύρα, φτάνουν τα κάγκελα, ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει ελεύθερος και με σεβασμό στην προσωπικότητά του.
Ο Γιάννης Σολδάτος έγραψε ένα κείμενο γεμάτο αγάπη, θαυμασμό και σεβασμό για τη σημαντική προσωπικότητα του Αλέκου Παναγούλη και κατάφερε να το μετατρέψει σε άχρονη ή –γιατί όχι;– και διαχρονική φωνή διαμαρτυρίας ενάντια σε κάθε καταπίεση ανά τον κόσμο και ανά τις εποχές. Η σκηνοθεσία του Κωστή Καπελώνη βγάζει μία αξέχαστη Μάνια Παπαδημητρίου σε μία ερμηνεία που δύσκολα θα ξεχάσω, όπου η ηθοποιός συναντά τη μητέρα του ήρωα και το αντίστροφο, γίνονται ένα και το αυτό, συμβιώνουν και αναπολούν μαζί τον Αλέκο Παναγούλη. Η μουσική και τα τραγούδια σε ποίηση Αλέκου Παναγούλη είναι του Σταύρου Σιόλα και προσκολλώνται αρμονικά και ταιριαστά με τον πόνο, τον λυγμό, το βάσανο αλλά και την περηφάνια της Αθηνάς Παναγούλη, που ξεδιπλώνει την ιστορία της πάνω στο σανίδι. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Έλλης Λιδωρικιώτη είναι πρακτικά, λιτά, με τα βασικά έπιπλα και αντικείμενα που χρειάζονται για ρεαλισμό και αληθοφάνεια.
Με το έργο αυτό συνεχίζεται το θεατρικό project «Ο γιος μου», ένα θεατρικό φεστιβάλ μονολόγων που εγκαινιάστηκε το 2017 στον Πολυχώρο Vault, με εμπνευστή και καλλιτεχνικό διευθυντή τον Δημήτρη Καρατζιά, που φέρνει στη σκηνή μάνες σπουδαίων Ελλήνων.
Μία συγκλονιστική ερμηνεία, ένα δυνατό κείμενο, μία αξέχαστη παράσταση!