Η χώρ' αυτή, που εσένα μονάχα κοιτά,
Τους άνθινούς της θησαυρούς στρώνει μπροστά σου.
Δικός σου ο κόσμος όλος, μα κι απ' όλονε τον κόσμο, στην πατρίδα σου να δώσεις την καρδιά σου
Goethe
Έτσι ξεκινάει ο τρισμέγιστος Τερζάκης το αριστούργημά του «Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» δανειζόμενος τους στίχους του Goethe και στη συνέχεια απλώνει μπροστά μας όλον τον πλούτο, όλη την ομορφιά και το μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας, όπως μόνο ένας τεχνίτης του λόγου του δικού του βεληνεκούς θα μπορούσε.
Πρόκειται για ένα ιπποτικό, ηρωικό ιστορικό μυθιστόρημα, που με μάγεψε από την εφηβική μου ηλικία που το πρωτοδιάβασα, μέχρι και τώρα που βυθίζομαι ξανά και ξανά στις σελίδες του όταν θέλω να γεμίσει η ψυχή μου ομορφιά.
Τοποθετείται χρονικά στην εποχή της Φραγκοκρατίας στον ταραγμένο Μοριά. Είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, ένα «τρίστρατο» που πλέκει αριστοτεχνικά από τη μια τον δρόμο, τον πλατύ κι αρχοντικό της πριγκιποπούλας Ισαβέλλας, θυγατέρας του Γουλιέλμου Βιλαρδουίνου και της Άννας Αγγελίνας Κομνηνής. Μιας ζωής όμως όχι τόσο ρόδινης, της οποίας οι τραυματικές εμπειρίες όπως ο γάμος της στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών με τον δεκατριάχρονο Φίλιππο των Ανζού και η μετέπειτα χηρεία της λίγα χρόνια μετά στην καρδιά της εφηβείας, σημάδεψαν την ψυχή της και την οδήγησαν στην εσωστρέφεια κάνοντάς τη να δείχνει ψυχρή κι απόμακρη, μια πριγκίπισσα του πάγου. Από την άλλη βλέπουμε να ξετυλίγεται ο δρόμος ο δύσβατος του «ευγενικόπουλου» Νικηφόρου Σγουρού, ενός Έλληνα βαθιά πληγωμένου στην εθνική του υπερηφάνεια που προσπαθεί να συσπειρώσει και να ξεσηκώσει τους συμπατριώτες του προκειμένου να ορθώσουν το ανάστημά τους απέναντι στους Φράγκους κατακτητές.
Ένας ακόμα αγώνας της πολύπαθης πατρίδας μας που τόσο έχει βασανιστεί ανά τους αιώνες από λαούς που ασέλγησαν επάνω της χωρίς όμως να κατορθώσουν να αλλοιώσουν την περήφανη και αδάμαστη ψυχή της.
Ένα μωσαϊκό εθνοτήτων ζούσε τότε στον Μοριά: Σλάβοι, Έλληνες, Αρβανίτες, όλοι εξουθενωμένοι από τη σκληρότητα των Φράγκων στην ενδοχώρα, λεηλατημένοι από τις επιδρομές των πειρατών στα παράλια και κατακερματισμένοι από τις εκ των έσω προδοσίες και μηχανορραφίες...
Τραχύς λοιπόν ο δρόμος του Σγουρού, που το λευκό του φαρί, ο Αστρίτης, θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο που θα τον ενώσει όχι μόνο με εκείνον της Ιζαμπώς, αλλά και με τον δρόμο τον μοναχικό του αινιγματικού ιππότη Ιωάννη ντε Τουρνέ.
Έχουμε λοιπόν στους δύο πόλους, την Ιζαμπώ και τον Ιωάννη. Ψυχροί και απρόσιτοι φαινομενικά, φειδωλοί στις εκδηλώσεις τους, σπαρασσόμενοι όμως από καταιγιστικά συναισθήματα που τα κρατούν μέσα τους και στη μέση λάμπει ο γεμάτος πάθος και γενναιότητα Νικηφόρος, που ακτινοβολεί αγνότητα και νιάτα.
Η πλοκή είναι συναρπαστική, ένα αληθινό κέντημα, ένα ιστορικό παραμύθι που μας σκλαβώνει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του και όταν φθάσει η ώρα να διαβάσουμε τον επίλογο, νιώθουμε ήδη νοσταλγία που τελείωσε. Κλείνοντας τα μάτια, βλέπουμε ξανά τα μενεξεδένια ακρογιάλια της Πελοποννήσου, ακούμε τις κλαγγές των όπλων, οσφραινόμαστε τη δριμιά μυρωδιά του αίματος που μπερδεύεται με το άρωμα των λουλουδιών του Αργολικού κάμπου· και τέλος, όταν θέλουμε να γεμίσει η καρδιά μας από την παρηγοριά της αγάπης, ανατρέχουμε στην μαγική σελίδα 137 του βιβλίου, που από μόνη της αποτελεί έναν λογοτεχνικό θησαυρό.
Κλείνοντας δεν μπορώ να μην αντιπαραβάλω με βαθύτατη συγκίνηση τη μεγαλειώδη ταπεινότητα του Τερζάκη στο εισαγωγικό του σημείωμα: «...κι άμποτε ευγενικοί μου άρχοντες, η καλοσύνη σας και η συγκατάβαση να συγχωρέσουν τα λάθη που μου ξέφυγαν και τα ψεγάδια που κατάλαβα, μα που δεν είχα τη δεξιοσύνη να τα διορθώσω...», με τον αριστουργηματικό λογοτεχνικό ποταμό που ακολουθεί.
Δέσποινα Συμεωνίδου
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η συντάκτρια διάβασε το μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ από την δέκατη έκδοση του από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου και ΣΙΑ ΑΕ (1985) σε μετάφραση Θρ. Σταύρου.
Η συνοδευτική φωτογραφία ανήκει στη συντάκτρια.