Πρώτη προσωπική συλλογή. Πώς βιώνετε τούτη την έκθεση; Ποιοι οι φόβοι σας, οι ανησυχίες και τι προσδοκάτε;
Θοδωρής Κουτσοδήμας: Ορισμένως είναι μεγάλη η χαρά όταν πιάνεις το πρώτο σου βιβλίο στα χέρια. Είναι και μια μορφή ικανοποίησης ενδεχομένως. Όλο αυτό το συναίσθημα βέβαια παρέρχεται γρήγορα μιας και η δίψα για δημιουργία δεν αναπαύεται σε «κατακτημένους λόφους». Αναζητά διακαώς καινούργια μονοπάτια έκφρασης και ανησυχίας. Δε μπορώ να πω ότι έχω κάποιον ιδιαίτερο φόβο. Σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες μου τώρα, νομίζω πως η επιβράβευση του καλλιτέχνη είναι η –μερική συνηθέστερα– ταύτιση του κοινού με το έργο του, όποιο κι αν είναι αυτό. Ένας στίχος, ένα εύρημα ακόμα καλύτερα και ένα ποίημα που θα αγγίξει τον μυχό του.
Ποιο είναι το έναυσμα που σας οδηγεί στη δημιουργία; Τι πυροδοτεί την έμπνευση; Τι αποτελεί κίνητρο;
Θ.Κ.: Το «κενό» υφίσταται όσο δεν πέφτουμε μέσα του. Έτσι δεν είναι; Αυτό δεν είπε και ο Ελύτης κάποτε; Το έναυσμα έρχεται από μέσα (αν και πολλοί έχουν ισχυριστεί πως έρχεται από άνωθεν). Είναι μια βαθιά αναγκαιότητα που εκπορεύεται από μία άλλη και πάει λέγοντας. Δε σπούδασα ακόμη πόσο μακραίνει αυτή η αλυσίδα σε βάθος. Το έναυσμα από την άλλη υπάρχει παντού γύρω για τον ποιητή. Ξέρω ότι «κομίζω Γλαύκα εις Αθήνας» αλλά ανέκαθεν ο Έρωτας, ο ανθρώπινος πόνος, η θάλασσα, η φύση σε μια γενικότερη ανάλυση είναι πτυχές έμπνευσης.
Διαβάζοντας το βιβλίο σημειώνω τον πειραματισμό σας με διάφορα στιλ, μέτρα... Πώς καταλήγετε σε μια μορφοποίηση έκφρασης κάθε φορά;
Θ.Κ.: Καταρχάς, ως πρώτο βιβλίο έχει ποιήματα από διάφορες ηλικίες και φάσεις ζωής. Αυτό είχε σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα η συλλογή να βρίθει από διάφορα στιλ και ρεύματα. Βέβαια εδώ πιθανότατα να κρύβεται και κάτι ακόμα. Αρχικά το στοιχείο του πειραματισμού και της δοκιμής μέχρι να σμιλευτεί ικανοποιητικά η πένα (υποκειμενικά μιλώντας πάντα) και ένα δεύτερο στοιχείο είναι πως πρώτα θεώρησα πως πρέπει να περάσω από τον αυστηρό στίχο, τον προσεγμένο, τον ομοιοκατάληκτο και μετά να πάω προς τον ελεύθερο στίχο, τον πιο μοντέρνο. Αυτή η ομαλή μετάβαση θεωρώ είναι άκρως ευεργετική στη ποίηση.
Στο Πράξεις μετρώνται οι στίχοι. Ποιος ήταν ο λόγος αυτής της επιλογής;
Θ.Κ.: Είναι ένα ποίημα με ιδιάζουσα στοιχεία μπορώ να πω. Στο τέλος είχα διαπιστώσει πως έβγαιναν –πριν της τελικής μορφοποίησης– εκατό στίχοι. Μου άρεσε η σύμπτωση και είπα να την μοιραστώ με τον αναγνώστη...
Αν εξαιρέσουμε τον τίτλο της συλλογής, πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με μία λέξη ή με έναν στίχο;
Θ.Κ.: «Κι ακόμα στην άγρα του λυτρωμού τρώμε απ' το τσικάλι των δυναστών»... Και αυτή η ζωή θα έχει πάντα πολλούς δυνάστες.
Με ποιο έργο σας έχετε συνδεθεί περισσότερο (αν υπάρχει) και γιατί; Ως δημιουργός αισθάνεστε το ίδιο με όλα όσα έχετε γράψει;
Θ.Κ.: Απ' όσα έχω γράψει μέχρι στιγμής νομίζω πως το τελευταίο μου ποίημα, το «έαρ» που είναι ακόμα ακυκλοφόρητο με έχει αγγίξει περισσότερο. Είναι ένα ποίημα μεγάλης έκτασης, περίπου 4.000 λέξεων και αναφέρεται στη τραγωδία στα Τέμπη. Από τις «Ξυλάρμενες ελπίδες» ξεχωρίζω τους Ανεμολάτρες και το Εωθινό. Δεν μπορώ να πω πως με όλα τα έργα αισθάνομαι το ίδιο. Όπως και να το κάνουμε, με μερικά αισθανόμαστε πιο κοντά.
Τι θα θέλατε να πείτε στον μελλοντικό σας αναγνώστη;
Θ.Κ.: Να διαβάζει καλά βιβλία, να ακονίζει την κριτική του σκέψη και ικανότητα. Γνωρίζω πως τα ποιήματά μου συνοδεύονται από διάφορες παραξενιές. «Δύσκολες» λέξεις και εικονοποιήσεις, δυσνόητα νοήματα, μαθηματικές εγχύσεις... Να με συγχωρέσει για όλα αυτά. Και ναι, σήμερα είναι η εποχή της εύκολης τροφοδοσίας και όσο να 'ναι μας ξινίζει η «επίπονη» εμπλοκή. Ωστόσο, ερχόμενος απ' την «Πολυτεχνική σχολή» γνωρίζω με σιγουριά πως μονάχα από μια τέτοια εμπλοκή ο αναγνώστης (βάσει ερευνών πάντα) ακονίζει τη βάσανο της κριτικής, τη μνήμη του, την ενσυναίσθησή του, τη σκέψη του.
Έχω μεγάλη πίστη και εμπιστοσύνη στη δυναμική του αναγνώστη και αυτό θέλω να το ξέρει.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας;
Θ.Κ.: Θαρρώ πως ένα απ' τα κυρίαρχα συστατικά της εποχής μας είναι τούτο της σύγχυσης. Μέσα σε αυτόν τον άστατο καιρό ο άνθρωπος δε μπορεί παρά να συνεχίσει να πασχίζει για να σπάσει το τέλμα της σιωπής του. Αυτό προσπαθεί ανέκαθεν. Ποτέ άλλοτε, εξάλλου, δεν μεταμορφώθηκαν τόσα πολλά δάση σε τόσες αναρίθμητες στοίβες από χαρτί και σε βιβλία. Κι όσο ο άνθρωπος φωνάζει για δράση και αλλαγή, τόσο κραυγάζουν μαζί του και τα εκατομμύρια πιεστήρια. Τόση ασωτία, λοιπόν, και τόση πολυλαλιά γιατί κάτι πάντα πρέπει να ειπωθεί. Κι όλο πιστεύουμε αυτό το κάτι έχει ειπωθεί, κι όλο μένει άφατο.
Αξιόλογα έργα βγαίνουν στις μέρες μας σε πολλούς τομείς είτε επιστημονικούς είτε της τέχνης. Θα μείνω βέβαια στο χώρο της ποίησης χωρίς να κάνω χρήση κάποιας άλλης μου ιδιότητας. Δεν είμαι σίγουρος αν μιλάμε σήμερα για μοντέρνα ποίηση καθαυτή. Θαρρώ πως περισσότερο μιλάμε για μια εκμοντερνισμένη ποίηση. Και αυτή η πρόθεση «εκ» δηλώνει μια βεβιασμένη μετάβαση –κατ' άλλους τομή φυσικά– που φέρει την ιδιοτροπία ορισμένες φορές τόσο του πεποιημένου όσο και του μπανάλ. Σήμερα πολλοί είναι αυτοί που γράφουν ολίγοι δε αυτοί που διαβάζουν όπως έχουν δηλώσει πολλοί ποιητές ανά καιρούς. Και το ταλέντο από μόνο του δεν είναι ποτέ αρκετό. Αν παρομοιάσω τη ποίησή μας σαν μια λίμνη μπορώ, με κάποια επιφύλαξη, να σας πω πως εν ονόματι της έκτασης θυσιάσαμε το βάθος αυτής της λίμνης. Καίτοι πολλαπλασιάσαμε τον αριθμό των συγγραφέων, κάναμε γενναίες εκπτώσεις στη πένα μας. Κατόπιν τις ζυγοσταθμίσαμε σύμφωνα με τις επιταγές των καιρών. Από την εμπειρία μου, βεβαίως, γνωρίζω πως η ποίηση δε συγκινείται από εξωτερικές επιβολές παρά μονάχα από γνήσιες εκδηλώσεις της ζωής είτε αυτές είναι φορτισμένες με το συναίσθημα της χαράς είτε με αυτό της λύπης –συνηθέστερα το τελευταίο.
Για να μην φανώ βέβαια «αρνητής της εποχής μας» οφείλω να ομολογήσω με παρρησία πως έχουμε σπουδαίους ποιητές και σήμερα, με καλλιεργημένη ευαισθησία και πείρα ζωής. Δεν θέλω να λειτουργώ ως πεμπτοφαλαγγίτης. Και με γεμίζει με αισιοδοξία που τόσοι άνθρωποι –και πολλοί νέοι– εντρυφούν στη ποίηση. Μάλιστα σε πολλούς σύγχρονους ποιητές έχω διαβάσει σπουδαίους στίχους και ευρήματα. Σε τελική ανάλυση δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος να αξιολογήσει τα σύγχρονα δρώμενα της ποίησης, είναι τόσο έντονο το στοιχείο της υποκειμενικότητας που αδυνατώ να αποπειραθώ.
Νομίζω ο καθένας ό,τι κάνει με αγάπη και άδολα αξίζει. Τα υπόλοιπα σημαντικά έρχονται με τον καιρό...
Αυτά είπε ο Θοδωρής Κουτσοδήμας με αφορμή την ποιητική του συλλογή Ξυλάρμενες ελπίδες, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θερμαϊκός.
Το πρώτο πρώτο που παρατηρεί κανείς διαβάζοντας είναι οι σπάνιες λέξεις που του αρέσει να χρησιμοποιεί αλλά και οι σύνθετές του είναι ασυνήθιστες όπως και οι μεταφορές του. Σκεφτόμουν αν «ποντάρει» σε μια διαφοροποίηση με αυτή την επιλογή αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι υποστηρίζει το εκφραστικό του στιλ και πετυχαίνει ένα κατάδικό ύφος.
Συναντάμε από ελευθερόστιχα και πεζοποιητικά ως ομοιοκατάληκτα και στιχουργική... μια γκάμα πειραματισμού διαφόρων μέτρων που δικαιολογείται σε αυτό το πρώτο εκδοτικό πόνημα (λογικά θα καταλήξει εν καιρώ σε εκείνη τη φόρμα που θα εξυπηρετήσει καλύτερα την πένα του) κι από την άλλη, είναι γόνιμο όταν δοκιμάζει και δοκιμάζεται κανείς.
Νοηματικά εστιάζει ή αναδεικνύει την εντύπωση, παρά το γεγονός, ένα περιστατικό ή μια περιγραφή. Μένει στην αίσθηση, παρά στην ιστορία. Μιλά χωρίς να εξιστορεί μεταδίδοντας τα συναισθήματα μέσα από εξπρεσιονιστικές εικόνες όπως θα έκανε ένας ζωγράφος του αντίστοιχου κινήματος. Στο τέλος δεν δύναμαι να θυμηθώ καμία ιστορία όμως θυμάμαι ανάγλυφα κάθε συναίσθημα.
Θα συναντήσουμε πολλή θάλασσα και ταξίδι εν πλω στα έργα. Όλο το πρώτο μέρος, που είναι και το πιο ώριμο ως γραφή, είναι λες και αποτελείται από επεισόδια ταξιδιωτικών εμπειριών με πλοίο και πολύ καλοκαίρι.
Το βιβλίο «κλείνει» το πολύ συγκινητικό Στην πατρίδα μ' ν' αποθάνω με το αισθαντικό του ιδίωμα που έρχεται να ενισχύσει την ατμοσφαιρικότητα του στίχου.
Νομίζω πρέπει να προσέξουμε αυτόν τον δημιουργό. Έχει στιλ, έχει άποψη, έχει όλα τα εχέγγυα μιας καθόλα ενδιαφέρουσας ποιητικής πορείας, έχει μεράκι και μεταδοτικότητα.
Μα ο πολυμήχανος κρατά ξυλάρμενη την ελπίδα:το ταξίδι θα αρχινήσει σύντομα ξανά,και πάλι όλα θα 'χουν σημασία.