Έχουμε ακούσει για τον έρωτα της πρώτης ματιάς ή καλύτερα τον κεραυνοβόλο έρωτα, έχουμε όμως ακούσει και για τον έρωτα που ανθίζει αργά, θεριεύει με το πέρασμα του χρόνου και ριζώνει στην καρδιά των ερωτευμένων, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν το έχουν αντιληφθεί.
Κάπως έτσι γεννιέται και ο έρωτας ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του βιβλίου, τον Μπάμπη και την Ευθυμία. Ο Μπάμπης, ένας διστακτικός, ήρεμος και ανόρεκτος για ζωή άνδρας, έπειτα από ένα τροχαίο ατύχημα, ζει μια συμβατική ζωή, με μόνη του παρέκκλιση τα ταξίδια που κάνει παρέα με τον φίλο του Τάκη, για λογαριασμό της δουλειάς τους. Σε ένα τέτοιο ταξίδι γνώρισε την Ευθυμία, αντάλλαξαν δυο λόγια και λίγα βλέμματα, ικανά για να τους στοιχειώσουν και χάθηκαν χωρίς να δώσουν περισσότερα στοιχεία ο ένας στον άλλον.
Η Ευθυμία, μια εσωστρεφής και συνειδητοποιημένη γυναίκα, μένει μόνη της σε ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, είναι συνταξιούχος και έχει κλειδώσει τα συναισθήματά της, ακόμη και από τον ίδιο της τον εαυτό. Στη ζωή της πέραν από την αδερφή της έχει τη φίλη της Λίζα, μια κεφάτη, καπάτσα και επιπόλαιη γυναίκα που διακαώς προσπαθεί να της βρει έναν σύντροφο.
Συγκυριακά, μέσω μιας αγγελίας, ο Μπάμπης βρίσκει την Ευθυμία και αρχίζουν να ανταλλάσσουν μηνύματα στον υπολογιστή, ξεδιπλώνοντας ο καθένας πτυχές του χαρακτήρα του, άλλοτε με φειδώ και άλλοτε όχι. Μηνύματα γεμάτα συναίσθημα, λόγια καρδιάς και ρομαντικές φράσεις που αναζητούν αποδέκτες. Μιλούν για ελλείψεις, για οικογενειακές στιγμές, για άκαρπες προσπάθειες, για παραιτημένες καταστάσεις, βρίσκουν κοινά σημεία και αδημονούν για την εξέλιξη της σχέσης που έχει δημιουργηθεί.
Η βόλτα με το φορτηγάκι, το τραγούδι των αδερφών Κατσιμίχα «Έλα στο όνειρό μου» που παίζει στο ράδιο και τα κόκκινα μπαλόνια, που γέμισαν τον ουρανό και έλαβαν ως ανταμοιβή τους τη λέξη ευγνωμοσύνη, θα τους δώσουν δύναμη να συνεχίσουν να ξεγυμνώνουν τους χαρακτήρες τους, όταν οι φωνές εντός τους δεν είναι καλοί ακροατές και όχι λίγες φορές τους στέρησαν την ευτυχία, αλλά και την ίδια τη ζωή.
Ο γοητευτικός Μπάμπης με το τρελό φορτηγό, μπορεί να παραδειγματίζεται από τον ντόμπρο, τίμιο και συνάμα επιπόλαιο Τάκη και να κάνει δειλά βήματα για να πλησιάσει την Ευθυμία, τα συναισθήματά του όμως εναλλάσσονται ανάμεσα στον φόβο, το άγχος, τον δισταγμό, την αγωνία, τη λαχτάρα, το καρδιοχτύπι, την τόλμη, την προσμονή και ξανά τον φόβο...
Εκατέρωθεν σκέψεις, προβληματισμοί, πρωτοβουλίες και ξανά οπισθοχώρηση θα προσδίδουν αγωνία στους πρωταγωνιστές, ενόσω οι πρωταγωνιστές δεν αποφασίζουν να αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο και να γευτούν την ευτυχία.
Ο σταθμός του ηλεκτρικού στο Θησείο, δυο μικρά περιστεράκια, το μπλε φουστάνι, τα παραμύθια του Σεβάχ, ένα λευκό τριαντάφυλλο, το μυστικό των χελιδονιών, ο άδικος χαμός του κυρ Γιάννη, ένα πράσινο φουλάρι, ένα κομπολόι με μοβ χάντρες, ένα φιλί που για ώρες καίει τα χείλη, αλλά και τα χάρτινα καραβάκια, τα καλομαγειρεμένα γεμιστά και το λευκό κεντημένο σεντόνι, θα αποτελέσουν συνδετικούς κρίκους στην αλυσίδα που τους ενώνει όσο κι αν η πίκρα, η ανασφάλεια και η απογοήτευση θέλει να σπείρει ζιζάνια ανάμεσά τους.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο της Μαρίας Στρίγκου, ένα μικρό βιογραφικό της οποίας θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
Πρέπει πια να μάθουμε να λέμε αλήθειες, όσο άσχημα κι αν ακούγονται αυτές.
Διαβάζοντας το βιβλίο, θα θυμηθούμε ότι οι απλές στιγμές είναι εκείνες που κρύβουν μέσα τους πολύτιμα συστατικά ευτυχίας και επιπλέον το μοναδικό δώρο της ζωής δεν χρειάζεται κανόνες για να σου χαρίσει αναμνήσεις, αλλά τόλμη, αισιοδοξία και θετική σκέψη.
Η Μαρία Στρίγκου γεννήθηκε στη Λέσβο το 1967. Ασχολείται με τους ανθρώπους και τους πόνους τους, είτε εργαζόμενη στο νοσοκομείο Άγιος Σάββας είτε ιδιωτικά, συντονίζοντας ομάδες προσωπικής ανάπτυξης και αυτογνωσίας. Έχει υπάρξει αρχισυντάκτρια σε ηλεκτρονικά περιοδικά κι εφημερίδες και συνεχίζει να αρθρογραφεί περιστασιακά. Το μυθιστόρημα Σαν να μην ήμουνα εκεί είναι το έβδομο βιβλίο της.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου