Στην υπόθεση, βρισκόμαστε στη Ζάκυνθο το Πάσχα του 1891, σε ένα σαλόνι αστικής οικογένειας. Ο έρωτας δύο νέων, που θα μπορούσε να έχει την τέλεια έκβαση, ταλαντεύεται από ένα τυχαίο γεγονός. Ο φόνος ενός παιδιού, το αντισημιτικό περιβάλλον, η αβάσιμη κατηγορία πως οι Εβραίοι κάθε Πάσχα πίνουν χριστιανικό αίμα και η γενικευμένη αναταραχή διαταράσσουν τόσο το κοινωνικό σύνολο όσο και την οικογένεια Τεδέσκου και φυσικά τη σχέση των δύο νέων. Το δράμα κυριαρχεί καθώς εκείνη είναι η Ραχήλ, μία Εβραία κι εκείνος ένα χριστιανόπουλο. Άραγε, υπάρχει ελπίδα για αυτούς τους δύο; Μπορεί ο έρωτας να υπερπηδήσει τέτοια εμπόδια; Και πώς, άραγε;
Η Ραχήλ είναι μια καλλιεργημένη νέα της εποχής της ενώ τη βλέπουμε αποφασισμένη να βαπτιστεί χριστιανή για να παντρευτεί τον αγαπημένο της· έτοιμη για καίριες, σημαντικές αποφάσεις και σίγουρη πως τίποτα δεν θα μπει εμπόδιο στην αγάπη τους. Όμως η ζωή, που σκαρώνει τις πιο απίθανες ιστορίες, εκείνη τη Μεγάλη Βδομάδα, έχει άλλα σχέδια και τώρα έχουν ιδιαίτερο ρόλο και λόγο όλοι: η συντηρητική και άκρως θρησκευόμενη μητέρα του, ο φανατικός αδερφός της, η κοινωνία ολόκληρη που «παραπατά» ανάμεσα σε φήμες και συκοφαντίες κι αναζητεί τα «πατήματά» της, το συναισθηματικό φορτίο που τη μία γέρνει προς την οικογένεια και την άλλη προς τον έρωτα κ.ο.κ.
Πρόκειται για βαθιά δραματικό έργο και ένα από τα κορυφαία του Γρ. Ξενόπουλου ο οποίος, μέσα από μια αισθηματική ρομαντική ιστορία, αναδεικνύει το κοινωνικό πεδίο της εποχής και των όσων έγιναν στη Ζάκυνθο του 19ου αιώνα και τον αντίκτυπό τους σε άπαντες. Το απόσταγμα εδώ βρίσκεται σε μια συκοφαντία που περιθωριοποιεί κάποιους ή τους βάζει στο στόχαστρο και κατ' επέκταση στην κάθε συνθήκη που απομονώνει ή τιμωρεί άδικα τους ανθρώπους λόγω μιας ιδιαιτερότητάς τους ή λόγω διαφορετικότητας.
Στην παράσταση θα ταξιδέψουμε στον χρόνο γνωρίζοντας τα μέλη αυτής της οικογένειας και κυρίως την Ραχήλ που, με τη φλόγα των νιάτων της αλλά και του έρωτά της, ονειρεύεται μια ζωή στο πλευρό του αγαπημένου της. Οι κοινωνικές αναταράξεις είναι αδύνατο να μην διαταράξουν το οικογενειακό περιβάλλον και κυρίως την ίδια λόγω της σχέσης της με το χριστιανόπουλο ενώ, συμβολικά, το άρωμα από τις μανόλιες συνοδεύει τα τεκταινόμενα. Η κυρία Παπαδημάτου ενσαρκώνει την καλλιεργημένη κοπέλα με χάρη κι αυτοπεποίθηση, αποτυπώνοντας τη φρεσκάδα αλλά και την σκεπτόμενη ιδιοσυγκρασία της συνδυαστικά με το ερωτικό ειδύλλιο.
Τόσο η ίδια όσο και όλοι οι ηθοποιοί έχουν τοποθετηθεί ιδανικά στην σκηνή από τον σκηνοθέτη Μανώλη Ιωνά και έχουν λάβει τις κατάλληλες κατευθύνσεις ώστε ν' αναδείξουν ακόμα και τις λεπτές αποχρώσεις των ηρώων που υποβόσκουν παρασκηνιακά. Τα πρόσωπα στο προκείμενο έχουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, όπως αυτές έχουν αναπτυχθεί με τα χρόνια αναμεταξύ τους, αλλά και στις κοινωνικές και θρησκευτικές που διαφοροποιούνται τριγύρω τους φέρνοντάς τους –αν όχι σε σύγκρουση– σε αμηχανία.
Όλοι οι ηθοποιοί αντεπεξέρχονται με αυτάρκεια και αξιοσύνη. Άπαντες προσφέρουν στο άρτιο αποτέλεσμα και άπαντες συν-λειτουργούν (ανα-)μεταξύ τους με χημεία και ομαδικότητα. Είναι –ή έστω δείχνουν– ομάδα (και μη νομίζετε ότι, επειδή αυτό είναι δεδομένο στο θέατρο, πως ισχύει γενικότερα), συνεργάζονται επί της ουσίας. Ξεχώρισα ωστόσο τον κύριο Κρίκα, που έχει τον ρόλο του «σκληροπυρηνικού» εβραίου, δηλαδή του πιο φανατικού ως προς το θρησκευτικό ποιόν του. Θεωρώ, ακόμη και σήμερα που έχουν μεσολαβήσει μέρες, ότι έχει σφραγίσει τον ρόλο του (ουσιαστικά δεν μπορώ να οραματιστώ κανέναν άλλο στη θέση του).
Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να γίνει στον κύριο Δεστούνη ο οποίος, αεικίνητος και σε εγρήγορση, έχει κάτι να διευθετήσει καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης. Και είναι υψίστης σημασίας η συμβολή του καθώς από τη μια λειτουργεί ως αφηγητής, εισάγοντας τον θεατή στο κοινωνικό και θρησκευτικό πλαίσιο της εποχής και δίνοντας σημαντικές ιστορικές πληροφορίες, κι από την άλλη είναι ο καλοκάγαθος και πιστός υπηρέτης της αστικής οικογένειας που, ως επέκταση του ρόλου του, είναι και εκείνος που υποδέχεται τον κόσμο στην αίθουσα. Το εύρημα αυτό, σε συνδυασμό με τη γενικότερη διακόσμηση του θεάτρου Αλκμήνη, δημιουργεί μια αρμονική συνέχεια από το φουαγιέ ως το τέλος της παράστασης και παράλληλα ευφραίνει τους θεατές εκτονώνοντας το κοινωνικό δράμα.
Επίσης, θα ήθελα να σχολιάσω τα κοστούμια. Συνήθως δεν αναφέρομαι γιατί θεωρώ πως είναι άγονο να επαναλαμβάνει κανείς τα ίδια, τετριμμένα πια, σχόλια που ισχύουν για πληθώρα έργων. Εδώ όμως πραγματικά αξίζει η αναφορά. Καταλαβαίνεις ευθύς ότι υπάρχει επιμέλεια και προσοχή στη λεπτομέρεια, αισθάνεσαι ότι τα ρούχα αυτά έχουν ραφτεί επάνω στους συντελεστές –τόσο ιδανικά είναι–, εισπράττεις την καλαισθησία σε συνδυασμό με την αρμονία και τη λειτουργικότητα και πολλά άλλα. Εντέλει, παρακολουθείς ένα άξιο αποτέλεσμα που ανταμείβει και τις δύο μεριές.
Εντέλει, δεν χρειάζεται να είστε λάτρεις του Ξενόπουλου ή των έργων εποχής. Έχετε πολλούς λόγους να πάτε και επειδή τα φαινόμενα που έχουν να κάνουν με διακρίσεις είναι διαχρονικά. Η παράσταση κερδίζει τις εντυπώσεις, το χειροκρότημα, και αποτελείται από αξιολογότατους συντελεστές.