Γιάννη Σμίχελη
Σαν ντουέτο της συμφοράς. Αν και οι καυγάδες μας ομηρικοί, όταν τους θυμάμαι σκάω στα γέλια. Ο ένας κράταγε τσίλιες μπρος στην καμάρα και ο άλλος έπινε μονορούφι νεροπότηρο γεμάτο κρασί.
Το άλλο πόστο βίγλας, όταν δεν ήμουν στη σάλα αλλά στην κουζίνα και μαγείρευα, ήταν μπρος στην είσοδό της. Τότε ο κρασορουφήχτας γέμιζε στο άψε σβήσε το νεροπότηρο και χώνονταν πίσω από τις τεράστιες κολόνες. Κάποτε το πήρα χαμπάρι. Δεν είχε περάσει μήνας που είχα γεμίσει τα βαρέλια και το ένα είχε σχεδόν αδειάσει. Ε, και που τους αγριοκοίταξα, άλλαξε κάτι; Τόσες φορές τους την είχα πει, και οι δυο αλκοόλες του κερατά, που να πάρουν από λόγια! Άλλωστε δίχως αυτό το «φάρμακο» ήταν και οι δυο τους για δέσιμο. Κι όμως ήταν οι πιο αγαθοί άνθρωποι, δεν υπολόγιζαν ποτέ, δυο αυθεντικά αγρίμια στην αρένα των νεόπλουτων. Και οι δυο του δημοτικού, κομμουνιστές, μάστορες της οικοδομής, ο ένας μαρμαράς και ο άλλος σοβατζής, και με προϋπηρεσία στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Ο ένας του μπαρ και ο άλλος της ψησταριάς. Ο πρώτος είχε ταυτιστεί με την τουριστική εποχή της κωμόπολης. Ηρακλειώτης, στην Αλικαρνασσό γεννημένος, μικρασιατικής καταγωγής με το που ξεμύτισε από το πατρογονικό του πετάχτηκε μέχρι τον Άγιο Νικόλαο και δεν ξανάφυγε ποτέ. Νυχτόβιος, γυναίκας, μπάρμαν και καλόκαρδος. Σου έδινε και το βρακί του. Είχε εργαστεί σχεδόν σε όλα τα νυχτομάγαζα της περιοχής. Όταν έπεσε έξω το μαγαζί που είχαν με τη γυναίκα του και κείνη έφυγε με το παιδί τους για να γλιτώσει τα χρέη, από την απελπισία του πέταξε όλα τα έπιπλα στον δρόμο και τους έβαλε φωτιά. Στις τρεις μέρες ήταν, την πρώτη βάρδια ξεμέθυστος, στη δεύτερη φτιαγμένος και στην τρίτη χανόταν. Κι όμως είχε μια τέτοια γατίσια προσέγγιση του πελάτη ώστε να τον πείθει ακόμη κι όταν τρέκλιζε.
Ο άλλος βάραγε άγρια και κάποτε πιαστήκαμε στα χέρια γιατί δεν του έδινα να πιει. Περιφερόταν σαν τον ηττημένο στρατιώτη, δούλευε μια μέρα κι εξαφανιζόταν τις δυο επόμενες στα μαγαζιά να καταναλώσει το μεροκάματο σε κρασί. Πιστός αγωνιστής του κόμματος, έτρεχε σε κάθε διαδήλωση. Κάποια στιγμή δεν τον χώραγε ο τόπος κι έφυγε στην Αθήνα, κοιμόταν στα παγκάκια, τον στήριζαν οι σύντροφοι και οι γνωστοί και μετά τον παντρεύτηκε η γυναίκα του και σουλουπώθηκε. Εμφανίστηκε στα μέρη μας κοστουμαρισμένος, ξυρισμένος, με ρόδινο μαγουλάκι. Πάντα κομμουνιστής ενεργός.
Πέθαναν και οι δυο μαζί σχεδόν ταυτόχρονα. Ο μαρμαράς ανησυχούσε για τα πνευμόνια του, φοβόταν πως με τόση σκόνη οι κυψέλες δεν θα λειτουργούσαν κανονικά. Έμαθα πως πήγε να ξαπλώσει γιατί δεν ένιωθε καλά και τον βρήκε η γυναίκα του παγωμένο στον καναπέ. Ο άλλος αφού διαπιστώθηκε η κύρωση του ήπατος το πάλεψε αλλά είχε ήδη μέσα του δεχτεί την πορεία του στον άλλο κόσμο σαν λύτρωση από την αχαριστία των ανθρώπων. Εξαιτίας του έφυγα για την Γερμανία· ήξερα πως δεν μπορούσε κανένας να τον προσλάβει λόγω του αλκοολισμού του. Σκέφτηκα, ας μείνει αυτός στο μαγαζί που δεν έχει τις δυνάμεις να το παλέψει κι ας δοκιμάσω εγώ.
Κι έτσι άλλαξε η ζωή μου.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στην εικόνα βλέπετε έργο Stephen Teeuw (Double Portrait of Two Gentlemen in Militia Costume)
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα της συλλογής «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί» η οποία δημοσιεύεται τμηματικά από τις 23 Δεκεμβρίου 2022 ως τις 28 Απριλίου 2023, κάθε Παρασκευή.