Από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία που έχω διαβάσει και όχι επειδή περιέχει δυσκολονόητα πράγματα, σπάνιες κι άγνωστες λέξεις, ένα ζόρικο ιδίωμα κ.ο.κ. Η ιδιαιτερότητά του βρίσκεται στη γραμματοσειρά του· σκέφτομαι πόσο παράξενα ακούγεται αυτό και ποια θα είναι η σκέψη εκείνου που δεν έχει συναντήσει ποτέ το εν λόγω –για τους υπόλοιπους μια ματιά στο εξώφυλλο μπορεί να προσφέρει μια απάντηση στην αυτονόητη απορία.
Αυτό είναι λοιπόν το νέο βιβλίο του Θεοδόση Αγγ. Παπαδημητρόπουλου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του. Μια ποιητική συλλογή με μοναδική παρουσίαση που, αν είμαστε πιο τολμηροί, μπορούμε να αποκαλέσουμε από ασυνήθιστη ως και αντισυμβατική. Φυσικά το στοιχείο που «χτυπά» στο μάτι κατευθείαν και ξεχωρίζει στο πόνημα είναι τούτη η ιδιαίτερη γραμματοσειρά του και το πρώτο πράγμα που θ' αναρωτηθεί κανείς είναι γιατί έγινε αυτή η επιλογή.
Ποιος ο λόγος να τυπώσεις ένα σύγγραμμα έτσι; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο δημιουργός με τον πιο εύγλωττο και σαφή τρόπο:
Ἡ ἐπιλογὴ στοιχείων κατὰ τὴν στοιχειοθεσίαν βιβλίου εἶναι (ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι) μέρος τοῦ περιεχομένου, δηλαδὴ ὑποδεικνύει κάτι βαθύτερο, κοινωνήσιμο μόνον διὰ τοῦ συγκεκριμένου ἰνδάλματος.Ἡ πρώτη γραμματοσειρὰ κάτωθεν εἶναι ὅ,τι συνήθως θὰ δώσῃ προρρυθμισμένα τυπικὸς ἐπεξεργαστὴς κειμένου· τὰ στοιχεῖα μὲν δυσαρμονικά, τὰ πνεύματα δὲ καὶ οἱ τόνοι προβληματικὰ κατὰ τὴν θέσιν των.Ἡ δευτέρα γραμματοσειρὰ ἀποτελεῖ τὴν κυρία ἐπιλογὴ στὶς ἐκδόσεις ὅπου ἔχω ἐγὼ εὐθύνη –κομψή, εὐανάγνωστος, ἁρμονικωτέρα τῆς πρώτης.Ἡ τρίτη γραμματοσειρά, τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος, ἀμέσως σημειοῖ ὅτι ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου θέλει ν' ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ ὁπότε ἐγράφη τὸ κείμενο· τὰ στοιχεῖα στρογγυλά, ἐν ᾧ τὰ συμπλέγματα δίδουν αἴσθησι παλαιᾶς τυπογραφίας σεβομένης τὸ χειρόγραφο. (Μὲ αὐτὴν τὴν γραμματοσειρὰ ἐτυπώθη ἡ «Κατάβασις».)Ἡ τετάρτη γραμματοσειρὰ μιμεῖται τὴν ἴδια τὴν χειρόγραφο παράδοσι τοῦ Θ΄ αἰῶνος (τῆς Μακεδονικῆς Ἀναγεννήσεως, ὡς συνήθως λέγουν)· σαφὲς ὅτι ὁ συντάκτης ἐπιδιώκει συσχέτισι μὲ τὴν κατάστασι ἐκείνη -εἰς ποῖα ζητήματα θὰ ἐξιχνιασθῇ μὲ τὴν περαιτέρω μελέτη τοῦ γράμματος. Ἡ δυσκολία ἀναγνώσεως πρέπει νὰ κατανοηθῇ ὡς συνειδητὴ ἐπιδίωξι· ὁ λόγος πάλιν θὰ εὑρεθῇ κατὰ τὴν μελέτην. (Τὸ ἐπίγραμμα ἐτυπώθη μὲ τὴν τελευταία γραμματοσειρὰ στὰ «Φωτολογεῖα», ἐκδ. ΘΑΠ, ἐν Ἀνθούσῃ Μεσσηνίας ιΒΚΓ᾽, σ. 19.)
Έτσι, διαβάζοντας το βιβλίο, το πρώτο πρώτο πράγμα με το οποίο πρέπει ν' αναμετρηθώ είναι τούτη η γραμματοσειρά την οποία οφείλω να «κατακτήσω» προκειμένου να γνωρίσω όσα έχει αφήσει εκεί ο κύριος Παπαδημητρόπουλος. Οπωσδήποτε, η πνευματική αυτή διεργασία θέλει κάποιο χρόνο, κόπο και σίγουρα αποτελεί μια (νέα) πρόκληση. Ως έναν βαθμό η «διαδρομή» αυτή είναι ένα (νέο) παιχνίδι στο λογοτεχνικό πεδίο γιατί είναι λες και πρέπει ν' αποκρυπτογραφήσεις ένα κωδικοποιημένο μήνυμα στοχεύοντας όχι μόνο στην κατανόησή του αλλά και στην απάντηση του ερωτήματος που προκύπτει αυτοστιγμεί: γιατί;
Την απάντηση σε τούτο το γιατί είναι καλύτερα να τη δώσει καθένας μόνος του, δηλαδή να την ανασύρει μέσα από αναζητήσεις και πληροφορίες, μέσα από τις σελίδες και τα κείμενα παρά να τη βρει ήδη «σχηματοποιημένη» κάπου, όμως αφενός κάποιες υποδείξεις εμφανίζονται στο παραπάνω σημείωμα του δημιουργού (αυτή η γραμματοσειρά μιμείται τη χειρόγραφη παράδοση του ενάτου αιώνα, ο συντάκτης επιδιώκει συσχέτιση με την εποχή, η αναγνωστική δυσκολία είναι συνειδητή επιδίωξη) κι αφετέρου κάποιες «επιπτώσεις» είναι –κατά τη γνώμη μου– θεμιτό να ειπωθούν και αυτές αφορούν δύο βασικούς άξονες: έχεις πάντα την αμφιβολία να υποβόσκει, δηλαδή αν έχεις διαβάσει σωστά (άρα εδώ καταργείται το αυτόματο και το μηχανικό) ενώ ξέρεις πως οφείλεις μέγιστη προσοχή στο παραμικρό (άρα διαβάζεις επί της ουσίας, λέξη τη λέξη, αφιερώνοντας χρόνο). Στο τέλος του «ταξιδιού» μπορείς να εξάγεις τα συμπεράσματά σου, που ενδεχομένως να ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, όμως ένα (αν όχι το) σημαντικότατο εξ αυτών αποτελεί η διαπίστωση πως άπαντα έχουν λόγο ύπαρξης, βάρος και βάθος, νόημα και σημαίνουσα αξία.
Επίσης, οφείλουμε να σημειώσουμε την ολοκληρωμένη εμπειρία που προσφέρει το πόνημα. Ξέρω, η ίδια διατύπωση έχει υπογραμμίσει πολλά άλλα βιβλία, που δεν έχουν τη συγκεκριμένη ιδιομορφία, όμως εδώ ισχύει στο υπέρτατο επειδή δεν αφορά μόνο το περιεχόμενο αυτού αλλά και τον τρόπο παρουσίασής του!
Συνοπτικές ιστορικές πληροφορίες: Τον 9ο αιώνα εισάγεται η μικρογράμματη γραφή ώστε να επιτευχθεί οικονομία χώρου άρα μεγαλύτερη παραγωγή με λιγότερες ανάγκες χαρτιού. Έτσι εμπλουτίζεται κι ανθίζει ο γραπτός λόγος ενώ και στην εικονοπλαστική τέχνη δίνεται έμφαση στην πνευματικότητα μέσω της αφαιρετικότητας: απουσία προοπτικής, απουσία ανατομικών λεπτομερειών, απλούστερες φόρμες, λιτή απεικόνιση. Το υψηλό επίπεδο των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών μέσω της πνευματικής καλλιέργειας της εποχής που ξεκινά μετά το τέλος της εικονομαχίας, αποτελούν το αίτιο ώστε να μιλάμε για Μακεδονική Αναγέννηση. (Ο όρος δεν έχει τοπικιστικό χαρακτήρα βάσει του σύγχρονου χάρτη· αφορά στη βασιλεία των Μακεδόνων αυτοκρατόρων.) Γνωστά συγγράμματα της εποχής αποτελούν τα Βιβλιοθήκη και Λεξικόν του Πατριάρχη Φωτίου, η Ανθολογία του Κων. Κεφάλα, η Παλατινή ανθολογία αγνώστου και το λεξικό Σούδα.
Διαβάζοντας τα ποιητικά του κυρίου Παπαδημητρόπουλου, σημειώνω συμπεράσματα και κατασταλάγματα εμπειρίας ζωής που δίνονται σαν αξιώματα, δηλαδή πέραν πάσης αμφιβολίας, ως ορισμοί ή πορίσματα που δεν χρειάζονται καμία απόδειξη και κάποια από αυτά ακούγονται σαν παροιμίες που, όπως κι εκείνες, «κουβαλούν» τη λαϊκή σοφία. Έτσι σημειώνω στα περιθώρια τις λέξεις ρήσεις και σοφιστίες αλλά η ίδια εντύπωση με οδηγεί σε έναν ακόμη χαρακτηρισμό, πολύ πιο ενδιαφέρον: χρησμοί. Ναι, υπάρχει κάτι το πομπώδες που προσφέρει μέγεθος, βάρος λόγου και με κάνει να εισπράττω τα γραφόμενα ως νομοτελειακά αποστάγματα.
Οι έννοιες που ξεχωρίζουν ή έχουν σημαίνουσα θέση είναι: θάνατος, θάρρος, φως, τέχνη, θέατρο κι έμπνευση. Ο δημιουργός –είτε ως ποιητής είτε ως Θεός– είναι πανταχού παρών όπως και ο ήρωας –με την ευρεία αλλά και τη στενή του έννοια. Θα πρέπει ωστόσο να προσθέσουμε τον υποδόριο θυμό, τη διακήρυξη και τη συγκίνηση στις συναισθηματικές αντανακλάσεις από την ανάγνωση.
Επίσης, είναι θεμιτό να σημειώσουμε ότι χρησιμοποιείται το λακωνίζειν των αρχαίων Ελλήνων, που τόσο αγαπούσαν και υπηρετούσαν συχνά, ως πρακτική σύνθεσης των κειμένων η οποία μάλιστα ταιριάζει με τη λιτή εικονοπλαστική της εποχής (λιγότερα για να πεις περισσότερα, λιγότερα για να μη «χαθείς» στις λεπτομέρειες και τις εκτενείς περιγραφές χάνοντας την ουσία) αλλά και την παραλλαγή ευρέως γνωστών εννοιών ή ρήσεων, όπως στην περίπτωση του «Ουθέν καλόν αμιγές κακού» αντί του «ουδέν κακόν αμιγές καλού» που συνήθως λέγεται ή όπως στην περίπτωση του παροξύτονου αγαθούργου (σ. 29) ώστε να προσδώσει την αρνητική χροιά στη λέξη...
Γενικά, ο άξιος αυτός συγγραφέας, μεταφραστής (βλ. σειρά Ίψεν) και ποιητής –ήδη οικείος μέσω των βιβλίων του Ανδροδικία, Σόλων, Οιδίππους Τύραννος, Προς εαυτούς, Δεκαπεντασύλλαβοι, Αμφυτρίων κ.λπ.– έχει πάντα να προσθέσει ένα λιθάρι λογοτεχνίας και προόδου, αφήνει συγγραφικό χνάρι και δομεί, φορά τη φορά, μια ανοδική συγγραμματική πορεία υψηλών αξιώσεων.
Επίσης:
Εδώ θα βρείτε το βιβλίο