Η Άννα Φαραντάτου ανήκει στις ιστορικές και ιδιαίτερες μορφές της νεοελληνικής ζωγραφικής. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1885, από πατέρα Κεφαλονίτη, τον νομικό Δημοσθένη Φαραντάτο και μητέρα την Ελένη Φιλιππίδου καταγόμενη από τις Μηλιές του Πηλίου.
Καλλιτέχνης σημαντική και πολυσχιδής, η Φαραντάτου συγκαταλέγεται στις δημιουργούς που σημάδεψαν τη νεοελληνική τέχνη από τις απαρχές του 20ού αιώνα, ως μια από τις πρώτες γυναίκες που έσπασαν τον αποκλεισμό τους από τις καλές τέχνες, συμβάλλοντας με την ενεργή συμμετοχή της στην εξέλιξη της γυναικείας καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, επίδοσης και στην αναβάθμιση των σπουδών τους. Παρά τις αγκυλώσεις της εποχής, κατάφερε να εισαχθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών, μεταξύ των πρώτων γυναικών, για να σπουδάσει τέχνες. Η ιστορική ερευνήτρια Μαρία Σπανού σε κείμενό της για τη ζωγράφο και την εποχή της επισημαίνει μεταξύ άλλων: Ήταν η περίοδος, που η Καλλιτεχνική Σχολή στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο έπρεπε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της φοίτησης των γυναικών, επίμονο αίτημα «τινών εκ των εν τη Καλλιτεχνία ιδιωτικώς ασχολουμένων Ελληνίδων.». Η Σοφία Λασκαρίδου, που έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη Ελληνίδα που φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών, είχε καταφύγει τότε στον ίδιο το βασιλιά, προκειμένου να κάμψει την αντίθεση του πρύτανη Νικηφόρου Λύτρα. Δύσβατος υπήρξε ο δρόμος της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Τέχνη για τις γυναίκες. Γι' αυτό και οι πρώτες Ελληνίδες του 19ου αιώνα, που αποφάσιζαν να την ακολουθήσουν, αποκτούσαν εκπαίδευση μόνο μέσα από ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι και ιδιωτικές σχολές. Στο μεταξύ, εκτός του Ε.Μ.Π., ήδη από το 1882 λειτουργούσε ο «Σύλλογος των Ωραίων Τεχνών» και η «Εταιρεία των Φιλότεχνων». Το 1887, η Καλλιρόη Παρρέν στην «Εφημερίδα των Κυριών» ανήγγειλε την ίδρυση καλλιτεχνικής σχολής για γυναίκες.
Το 1894, λοιπόν συστάθηκε Τμήμα Γραφικής και Πλαστικής διά νεανίδας, «βήμα αβέβαιον προς την καλλιτεχνικήν εκπαίδευσιν της νεωτέρας Ελληνίδος, αλλ’ ελπιδοφόρον». Δίδασκαν σε αυτό οι Γ. Ροϊλός, Κ. Βολανάκης, Β. και Λ. Λάντσας. Οι νεάνιδες του τμήματος δεν προβλεπόταν να ασκηθούν στα καλλιτεχνικά είδη που η ακαδημαϊκή κοινότητα θεωρούσε πρωτεύοντα, όπως η ιστορική ζωγραφική και η ζωγραφική αναπαράστασης ανθρώπινων μορφών. Στις γυναίκες επιτρεπόταν μόνο η άσκηση σε θέματα «αποκλειστικά γυναικεία», που σήμαινε αντιγραφή τοπίων και ανθέων.
Η Φαραντάτου με την υποστήριξη της προοδευτικής της οικογένειας, που ενθάρρυνε τις καλλιτεχνικές της κλίσεις, έγινε δεκτή στο Σχολείο των Καλών Τεχνών, το 1904, σ' ένα τμήμα μεικτό, όπου φοιτούσαν και κορίτσια. Ανάμεσα τους η Ιωσηφίνα Τσίλλερ-Δήμα, η Ελένη Βοζίκη, η Ιουλία Σκούφου και η Αγγελική Στεφάνου. Η Φαραντάτου συνέχισε με συνέπεια τις σπουδές της με δασκάλους τους Δημήτρη Γερανιώτη και Γιώργο Ιακωβίδη (ζωγραφική), Βικέντιο Μποκατσιάμπη (κοσμηματογραφία, σκηνογραφία), Αλέξανδρο Καλλούδη (ιχνογραφία), Γιώργο Βρούτο (γλυπτική) και Νικόλαο Φέρμπο (χαρακτική). Συνέχισε τις σπουδές της με τον Σπύρο Βικάτο, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από την Γερμανία το 1909 και διορίστηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Με τις εξαιρετικές επιδόσεις της απέσπασε το Χρυσοβέργειο βραβείο. Χρόνια αργότερα, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Γαλλία και την Γερμανία. Είναι η εποχή που στη ζωγραφική συντελούνται οι μεγάλες ρήξεις με τις παραδοσιακές αξίες του ωραίου, του χρώματος, του σχήματος και του χώρου.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συμμετείχε στις πρωτοβουλίες των διπλωματούχων εικαστικών και ήταν ενεργό μέλος του «Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών» (1910) και της μεσοπολεμικής «Ομάδας Τέχνη». Βασικά θέματά της παράμειναν η νεκρή φύση, οι προσωπογραφίες και κυρίως η μελέτη της φύσης. Την Φαραντάτου την χαρακτήρισαν βασικά τοπιογράφο, συχνά όμως ασχολήθηκε με την απόδοση της παιδικής μορφής. Σημειώνει ο τεχνοκρίτης Δημήτρης Καλλονάς: «Ζωγραφίζει παιδιά με αγάπη, με λεπτή ψυχολογική παρατήρηση και μ' εξαιρετική φρεσκάδα. Καταφέρνει να εκφράζει στα παιδικά κεφάλια τους την αφέλεια και τη χάρη της παιδικής ηλικίας, τη δροσιά της και την ακτινοβολία της. Η παλέτα της έχει μια αβρότητα καθαρά εφτανησιακή. Είναι λεπτή και αρμονική όπως πρέπει να είναι μια παλέτα που κρατιέται από ευαίσθητα γυναικεία χέρια.».
Στα πρώτα έργα της είναι εμφανής η επίδραση του δασκάλου της Γεώργιου Ιακωβίδη, στα οποία διακρίνεται ένας έντονος ακαδημαϊσμός και μια νατουραλιστική τάση εξιδανίκευσης της ρεαλιστικής πραγματικότητας. Η τάση αυτή όμως σταδιακά εγκαταλείπεται από την ίδια, αψηφώντας τους κανόνες και τις απαιτήσεις του κατεστημένου καλλιτεχνικού κόσμου της εποχής αλλά και της μεγάλης μερίδας των φιλότεχνων. Πειραματίζεται τότε πετυχημένα με το φως και το χρώμα, δίνοντας στους πίνακές μια ιμπρεσιονιστική τάση. Ζωγραφίζει, απεικονίζοντας τις εντυπώσεις της από τα τοπία με αμεσότητα και σχεδιαστική ευχέρεια.
Η Άννα Φαραντάτου συμμετείχε σε ιστορικές εικαστικές εκθέσεις όπως: Στις Πανελλήνιες εκθέσεις του Ζαππείου, δύο φορές στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου, στις εκθέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών, στις εκθέσεις των Θεσσαλών Καλλιτεχνών, στις εκθέσεις της Αγροτικής και Ναυτικής Ελλάδας, στην έκθεση για τους Ακρίτες 1947, στην έκθεση για τους σεισμοπαθείς 1963, στο Ελληνικό Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού 1981, στα «Φιλιππίδεια» (Μηλιές Πηλίου 1999), στο Μουσείο Δάμτσα (Βόλος 2003), στα «Αρχεία του Μοντέρνου» (Χολαργός Αττικής) και δυο φορές στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλoνίκης. Στις Μηλιές του Πηλίου με δικές της δαπάνες ανεγέρθηκε ο Άγιος Νικόλαος Βουναίνης, όπου προϋπήρχε παλιό εξωκλήσι και ασχολήθηκε με αφοσίωση στην αγιογράφηση του τέμπλου της εκκλησίας μέχρι το 1978. Ένα χρόνο μετά αποβίωσε.
Όπως έγραψε η Δρ. Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν «Η Φαραντάτου διέπρεψε ανάμεσα σε άλλους εκπροσώπους της τέχνης της γενιάς της».
Υπήρξε μια ξεχωριστή γυναίκα, που διακρίθηκε και στον κοινωνικό τομέα. Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, πινακοθήκες και μουσεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από τις πρώτες Ελληνίδες ζωγράφους του 20ού αιώνα, την απασχόλησε δια βίου η απόδοση της υπαιθριστικής ατμόσφαιρας και συχνά η συνθετική προοπτική της μοιάζει αέρινη, σε συνδυασμό με πλημμυρίδα χρωμάτων. Αποδίδει φωτεινά τοπία, πρόσωπα και αντικείμενα, με ευγένεια και βάθος που προσιδιάζει στην εσωτερική γυναικεία ευαισθησία της.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ