Το αμάρτημα της θερμάστρας μου

Χωριάτικη σαλάτα: Επεισόδιο τέταρτο


Γιώργου Καριώτη

Egon Schile (Yellow City, 1914)

«Πού μένεις; Θα στη φέρω εγώ άνθρωπέ μου!», ήταν η νευριασμένη αντίδραση του συνομήλικού μου μάστορα –και αφεντικού όπως κατάλαβα– στην υπενθύμισή μου ότι είχα ήδη πάει μάταια δύο φορές να παραλάβω τη σόμπα· αφού είχα ενημερωθεί τηλεφωνικά ότι «θα είναι έτοιμη αύριο». Τρεις με την πρώτη επίσκεψη, όταν μου ανακοινώθηκε από τον γιο, όπως προέκυψε, ότι έπρεπε να την αφήσω γιατί το ανταλλακτικό που χρειαζότανε έπρεπε να το παραγγείλουν από την εταιρεία.
— «Μη μου φωνάζεις εμένα, σε παρακαλώ, γιατί έχεις άδικο».
Νόμισα ότι τον έβαλα στη θέση του με την υποτονική φωνή μου.
— «Δεν σου φωνάζω, έτσι μιλάω εγώ», με αποστόμωσε λίγο μαζεμένος όμως, «το είχα πει στον γιο μου ότι ο διακόπτης που μας στείλανε δεν κάνει».
— «Κι εγώ πού να το ξέρω; Ας μου τηλεφωνούσατε για να μην έρχομαι χωρίς λόγο για τέταρτη φορά. Δεν μένω και δίπλα να περάσω για καφέ· αν κερνάτε».
Έμενα σ' ένα χωριό, κάπου μισή ώρα με το αυτοκίνητο και τους είχα βρει –για κακή μου τύχη– στον επαγγελματικό οδηγό της κωμόπολης με τις «υποδομές». Αναπόλησα την πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία μας –αρχή μιας μοιραίας γνωριμίας– η οποία έπρεπε να μου είχε γίνει μάθημα. Αλλά φαίνεται ότι ήμουνα ανεπίδεκτος. Μετά τις συστάσεις και την περιγραφή της βλάβης μιας μεταχειρισμένης ηλεκτρικής σόμπας, που μου είχε δώσει η μητέρα μου, «για το χωριό», ακολούθησε ο εξής υπερβατικός διάλογος με τον γιο. Η μητέρα μου, πιο διορατική φαίνεται, είχε προτιμήσει για το διαμέρισμά της στην Αθήνα κλιματιστικό inverter.

— «Φέρτε την εδώ να την επισκευάσουμε. Κατάλαβα τι έχει, κάτι θα κάνουμε».
Με σιγουρεύει για την θετική έκβαση της «θεραπείας» ο συνομιλητής μου.
— «Πού βρίσκεται το κατάστημά σας;»
Τσίμπησα ο κουφιοκέφαλος.
— «Ξέρετε πού είναι η Εθνική Τράπεζα;»
— «Ξέρω».
— «Δεν είναι εκεί, αλλά κοντά. Σας ρώτησα για να σας προσανατολίσω».
— «Εντάξει, αποπροσανατολίστηκα, αλλά πού είναι;»
— «Είναι στον δρόμο πριν τον πεζόδρομο της Τράπεζας».
— «Ναι, αλλά ποιον απ' όλους;»
— «Στον κάθετο».
— «Έχει δύο κάθετους, σε ποιον από τους δύο;»
— «Στον πρώτο όπως μπαίνετε».
— «Από βόρεια ή νότια;»
— «Πού μένετε;»
Του είπα· πού να μην έσωνα!
— «Στον πρώτο από νότια φυσικά».
Λες και πήγαινα κάθε μέρα.
— «Τι δουλειά έχει η Εθνική Τράπεζα τότε;»
— «Σας είπα, ήτανε για να σας προσανατολίσω».
— «Καλά, θα το βρω στο google. Ρώτησα για ευκολία».
Έτσι νόμιζα τουλάχιστον.
— «Δεν χρειάζεστε τον χάρτη, όλοι μας ξέρουν. Είμαστε πολύ γνωστοί. Ο Γιάννης που επισκευάζει ηλεκτρικές συσκευές πείτε τους και θα σας δείξουν».
Ρωτώντας πας στην πόλη. Τους βρήκα τελικά με την πατροπαράδοτη αυτή μέθοδο. Ο χάρτης με μπέρδεψε περισσότερο από τις οδηγίες. Τον είχε φαίνεται επιμεληθεί ο συνομιλητής μου. Δεν ήταν όμως εκεί που νόμιζα –σύμφωνα με τις οδηγίες– γιατί ο δρόμος κάνει μια διχάλα και παύει να είναι κάθετος. Αφού ενημερώθηκα για τις δυσκολίες της επισκευής άφησα τη σόμπα και άρχισα να ανεβαίνω τον Γολγοθά.

Με επανέφερε στο αδυσώπητο παρόν ο Γιάννης, ο οποίος όσο αναπολούσα πάλευε απελπισμένα με κάτι χαρτιά, που είχαν απ' ό,τι κατάλαβα την ιδιομορφία της Λερναίας Ύδρας, με όπλο τα κατάλληλα κοσμητικά επίθετα.
— «Περίμενε λίγο μέχρι να τελειώσει μια επισκευή ο γιος μου για να μας πει τι γίνεται». Επικαλέστηκε όμως και την συνδρομή μου στον ένοπλο αγώνα του. «Κοίτα εδώ αυτόν τον χαμό».
Στο μεταξύ βγήκε έξω να κάνει τσιγάρο κι έπιασε την κουβέντα μ' έναν περαστικό, προφανώς φίλο του.

— «Λοιπόν Πέτρο, ο Αστέρας έχει τους καλύτερους παίκτες μετά τις μετεγγραφές αλλά ο άχρηστος ο προπονητής δεν ξέρει να τους συντονίσει. Δεν ξέρει την τύφλα του δηλαδή. Είμαι στο συμβούλιο και τους το λέω συνέχεια, αλλά κάνουν τους Κινέζους. Τους δασκάλεψαν φαίνεται αυτοί που έχουν ανοίξει τα μαγαζιά εδώ. Μόνο Κινέζο παίκτη δεν έχουν φέρει ακόμα! Έχει τον δήμαρχο μπατζανάκη και του έκλεισε τη δουλειά το σόι. Άντε να τον διώξουν τώρα με τέτοια ρήτρα στο συμβόλαιο». Κομπιάζει λίγο αλλά συνεχίζει. «Άσε που τα έχει φτιάξει με τη γυναίκα τού... ξέρεις ποιανού κερατά κι έχει αγκυροβολήσει για τα καλά».
— «Σιγά τ' αστέρια! Ο τάδε και ο δείνα είναι χώμα. Άσε που ο τερματοφύλακας έχει κάνει εγχείρηση στο χέρι και σας το έκρυψε. Γι' αυτό και δεν έχει πιάσει σουτ. Μόνο τα άουτ ξέρει να μαζεύει από τις κερκίδες. Η καλύτερη ομάδα Γιάννη είναι ο Αήττητος αλλά δεν είναι στα πράγματα και τον έχουν θάψει οι διαιτητές. Θυμάσαι εκείνο το ανύπαρκτο πέναλτι στον αγώνα της Κυριακής; Ποιος ξέρει πόσα πήρε για να το σφυρίξει ο ρέφερι», αντιδρά ο Πέτρος.
— «Σιγά τον Αήττητο! Δεν έχει κερδίσει ποτέ του», επιμένει ο Γιάννης, «ούτε ασανσέρ δεν θα ανεβοκατέβαινε τις κατηγορίες έτσι. Αν δεν ήταν πέναλτι αυτό τότε ποιο είναι; Ξέχασε ο δικός σας ότι δεν παίζανε μπάσκετ φαίνεται».
Η συζήτηση συνεχίστηκε για αρκετή ώρα με εκατέρωθεν ατράνταχτα επιχειρήματα· όχι όλα αμιγώς ποδοσφαιρικού γνωστικού αντικειμένου. Περιμένοντας τον γιο του Γιάννη είχα μάθει πολλά για τα ποδοσφαιρικά της περιοχής αλλά και συνοδευτικά κουτσομπολιά.

Κάποια στιγμή κι αφού τελείωσε το δεύτερο τσιγάρο, ο Γιάννης με θυμήθηκε.
— «Μα τι κάνει τόση ώρα αυτός», ο γιος υπέθεσα, «και περιμένει ο άνθρωπος;», ρώτησε τον άσχετο με το θέμα μας συνομιλητή του.
Σαν από μεταφυσική διαίσθηση ή σαν από θεία πρόνοια ο γιος εμφανίστηκε κραδαίνοντας έναν βραστήρα.
— «Τον έφτιαξα αλλά μου έβγαλε την πίστη», ενημέρωσε τον μπαμπά. «Δεν παίρνανε καλύτερα έναν καινούργιο, τζάμπα τους έχουνε τώρα. Τι να τους χρεώσω; Αφού θα ξαναχαλάσει, τον έχουν διαβρώσει τα άλατα», ολοκλήρωσε την πραγματογνωμοσύνη.
Τον αγνόησε όμως στωικά ο πιο έμπειρος, κατά τα φαινόμενα, σε τέτοια Γιάννης.
— «Ρε Δημητράκη, τι έγινε με τη σόμπα του κυρίου;»
Αφενός αναβαθμίστηκα και αφετέρου έμαθα το όνομα του γιου.
— «Μα του έχω πει ότι το ανταλλακτικό είναι δυσεύρετο. Δεν την έχω φτιάξει ακόμα», τον κοίταξε με κάπως ένοχο βλέμμα ο νεοβάπτιστος.
«Τότε γιατί μου είπες να έρθω να την πάρω;», απαγγέλλει την κατηγορία ο ιεροεξεταστής μέσα μου.
— «Νόμιζα ότι ο δεύτερος διακόπτης που μας στείλανε θα έκανε. Τι στο καλό; Δεν είναι και πυρηνικός αντιδραστήρας», απολογείται ο αιρετικός.
— «Μα πάτε κι αγοράζετε από κάτι εταιρείες-μαϊμούδες, για να μην πληρώσετε πολλά, που δεν έχουν ούτε γραφεία. Πώς να έχουν ανταλλακτικά; Της αρπαχτής είναι», αγορεύει με στομφώδες ύφος συνήγορου υπεράσπισης ο Γιάννης και ολοκληρώνει. «Για να μην το βρίσκουμε εμείς πάει να πει ότι δεν υπάρχει. Άλλωστε αυτές οι σαβούρες ούτε την εγγύηση δεν βγάζουν».
Τι να του έλεγα τώρα; Πώς είχα βρει τη σόμπα; Ότι ήταν κάπου είκοσι ετών; Ότι αν άνοιγε τα στραβά του να διαβάσει θα έβλεπε την κατασκευάστρια εταιρεία, μία από τις καλύτερες; Η σιωπή είναι χρυσός. Πρυτάνευσαν, για λίγο, τα γονίδια των σοφών προγόνων μου. Τα είχα όμως πάρει πλέον στο κρανίο. Μέχρι και με την μητέρα μου τα έβαλα νοερά.
— «Δώστε μου τη ρημάδα τη σόμπα να την πάω στο σέρβις της εταιρείας στην Αθήνα τότε. Την έφερα σ' εσάς για πιο γρήγορα, πού να μην έσωνα! Ένα μήνα πηγαινοέρχομαι. Κοντεύουν Απόκριες, δεν την θέλω για το καλοκαίρι!», κατάφερα να υψώσω λίγο τη φωνή μου στου κουφού την πόρτα.
— «Φέρε τη σόμπα στον άνθρωπο Δημήτρη, να πάει να την φτιάξει αλλού αφού νομίζει ότι θα τα καταφέρει».
Υποβαθμίστηκα πάλι, αλλά πήγαινα γυρεύοντας. Ευτυχώς που δεν με πέτυχε το δηλητηριασμένο βέλος του Γιάννη για τη νοημοσύνη μου. Ο γιος ξαναμπήκε στα άδυτα και επέστρεψε με το «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου»[1] αλλά και με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
— «Μα η σόμπα είναι έτοιμη! Εσύ άλλαξες τον διακόπτη;», απευθύνεται στον μπαμπά του.
— «Α! Αυτή είναι; Και πού να ξέρω εγώ ότι είναι του κυρίου; Την έχω φτιάξει από την περασμένη βδομάδα. Είχαμε έναν διακόπτη στην αποθήκη».
Επιστρατεύοντας όσο αυτοέλεγχο μου είχε απομείνει ρώτησα, μειλίχια μεν, σαρδόνια δε.
— «Τελικά δουλεύει η σόμπα;»
— «Με δουλεύεις τώρα; Μα φυσικά! Μισές δουλειές θα κάνουμε; Μας πέρασες για ερασιτέχνες; Είμαστε το καλύτερο σέρβις σ' όλους τους γύρω δήμους! Ρώτα όποιον θες».
Αρπάζει πάλι ο Γιάννης, που έδειχνε να τον πνίγει το ανύπαρκτο δίκιο του.
— «Μισό λεπτό να σιγουρευτούμε», συμβουλεύει πιο ήρεμα ο γιος, ο οποίος μάλλον ήξερε κάτι παραπάνω. Την ανάβει και –σαν να την έχει ευλογήσει ο Προμηθέας– η σόμπα δουλεύει.
— «Την καθαρίσαμε κιόλας από την σκόνη και κάτι καμένα ζουζούνια μιας και την είχαμε εδώ», υπερηφανεύεται για τις παστρικές τους δουλειές ο Δημήτρης.
— «Τι σας οφείλω;», ρώτησα κάπως απότομα χωρίς ευχαριστίες. Δεν τόλμησα να υπενθυμίσω τις τέσσερις περίπου ώρες των πηγαινέλα και ό,τι τις συνοδεύει.
— «Τόσα, επειδή σε ταλαιπωρήσαμε από κακή συνεννόηση», ετυμηγορεί ο Γιάννης, κάνοντάς μου σκόντο, φαντάστηκα. Συνεχίζει όμως με πληθωριστικές τάσεις ο Δημήτρης:
— «Πάντως με την αύξηση της τιμής του ρεύματος δεν θα είναι οικονομική. Είναι παλιάς τεχνολογίας και καίει πολύ». «Γιατί δεν μου το είπατε από την αρχή, να σας την χάριζα;», σκέφτηκα έχοντας πλέον συνθηκολογήσει άνευ όρων.
— «Καλύτερα ν' αγοράσεις μια καινούργια, απ' αυτές τις οικολογικές που λένε ότι καίνε λιγότερο», με νουθετεί ο Γιάννης. «Πάντως, ό,τι άλλο χρειαστείς εδώ είμαστε», με καθησυχάζει, δίνοντάς μου την κάρτα τους και την απόδειξη.
Μετά βγαίνει άνετος έξω για τσιγάρο με έναν άλλο περαστικό φίλο του που τον περίμενε χαρμανιασμένος –σίγουρα και για κουτσομπολιό– στο πεζοδρόμιο. Ο Δημήτρης καταδύθηκε και πάλι στα απόκρυφα έγκατα του εργαστηρίου.

Έμεινα με τη… θερμάστρα στο χέρι. Δεν αγόραζα καλύτερα ένα μαγκάλι;


Copyright © Γιώργος Καριώτης All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Egon Schile (Yellow City, 1914)

[1] Μυθιστόρημα του Πιέρ Λουί στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία –κύκνειο άσμα– του Λουίς Μπουνιουέλ.
Σημείωση συγγραφέα: Τα γεγονότα είναι πραγματικά, Μερικοί διάλογοι έχουν υποστεί –όχι σοβαρές– παρεμβάσεις ή συμπληρώσεις λόγω της αναπόφευκτης λήθης. Κάποια σχόλια προέκυψαν κατά τη συγγραφή του κειμένου.