Πώς ξεκινά η δημιουργία; Πώς προκύπτει η έμπνευση; Ποιο το έναυσμα που «οδηγεί» το χέρι και το μυαλό της συγγραφέως;
Λέττα Βσιλείου: Όντας καλλιτέχνης –είμαι μουσικός– θαύμαζα πάντα τα μεγάλα έργα στη μουσική, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, το θέατρο και φυσικά στη λογοτεχνία. Αναρωτιόμουν λοιπόν πάντα, όλοι αυτοί οι σπουδαίοι καλλιτέχνες, που αγάπησα, τι έκαναν πέντε λεπτά πριν δημιουργήσουν μεγάλα έργα τέχνης που άγγιξαν την ανθρωπότητα. Τι έμπνευση θεϊκή ήταν εκείνη που οδηγούσε τα πινέλα και τα μολύβια τους; Κι η απάντηση ήταν τόσο απλή μέσα μου. Ό,τι όλοι μας. Κοιμόντουσαν. Έτρωγαν. Αγκάλιαζαν τα παιδιά τους. Έκαναν έρωτα. Αλλά τότε; Ποια ήταν η μούσα που θέλουμε εμείς οι άνθρωποι να σκεφτόμαστε ότι τους οδηγεί;
Η έμπνευσή και το έναυσμα... Η εσωτερική ενόχληση της δημιουργίας. Πολύ θα ήθελα κάπως να την καταγράψω. Μόνο από τον εαυτό μου μπορώ να γνωρίζω όμως. Εγώ λίγο πριν γράψω βασανίζομαι. Δεν αντέχω τίποτα γύρω μου. Ούτε καν το ίδιο μου το σαρκίο. Ιδρώνω. Κρυώνω. Πηγαινοέρχομαι. Κάτι θέλω να πω αλλά δεν ξέρω τι. Όταν κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή απλά αρχίζω να γράφω κι όλα ξεχύνονται. Δεν έχω σχέδια. Δεν έχω καν συγκεκριμένη ιδέα. Είναι σαν να παρακολουθώ κι εγώ κάτι καινούργιο να μου αποκαλύπτεται. Προφανώς και υπάρχουν πολλά μέσα μου άτακτα και κουλουριασμένα. Αλλά μπροστά στον υπολογιστή το κουβάρι ξεδιπλώνεται.
Όλη η ιστορία του Σοβόφ είναι ένα δικό μου συναίσθημα φόβου ταυτισμένο με την ιδέα της απόλυτης ακινησίας από τον καιρό της κρίσης όταν βγήκαμε στους δρόμους για τα μνημόνια. Φοβόμουν να πάω θυμάμαι σε μία διαδήλωση γιατί από παντού ακούγονταν φωνές αποθάρρυνσης και στεκόμουν ακίνητη στην ίδια θέση με τα πόδια μου καρφωμένα στο έδαφος. Θυμάμαι έκανα με κόπο ένα βήμα μπροστά κυριολεκτικά. Και μεταφορικά ένα βήμα τέχνης με τον μόνο τρόπο αντίδρασης που ήξερα. Πήγα φυσικά σε εκείνη τη διαδήλωση και σταμάτησα να φοβάμαι και λίγες μέρες μετά άρχισα να γράφω. Η κίνηση εξαφάνισε τον φόβο κι η μνήμη της ταύτισης του φόβου με την έννοια της ακινησίας ήταν εκείνη που ξεδίπλωσε την ιστορία του Σοβόφ.
Με αφορμή τους δύο τίτλους της δυστοπίας «Σοβόφ», «Ο κινούμενος ήλιος» και «Τα κομμένα λουλούδια», ποιες είναι οι βασικότερες κατευθύνσεις κατά τη γνώμη σας που οφείλει ν' ακολουθήσει ένας συγγραφέας; Ποια μηνύματα οφείλει να περάσει μέσα από τις ιστορίες του; Κι αν οφείλει, γιατί υπάρχει πάντα η περίπτωση να είναι όλα αποδεκτά.
Λ.Β.: Ένας συγγραφέας δεν οφείλει τίποτα και σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό του. Κι αυτό είναι να είναι ειλικρινής. Δεν έχει ανάγκη να περάσει μηνύματα. Δεν είναι δάσκαλος ή καθοδηγητής όπως εμείς οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε πως πρέπει να είναι. Άλλο αν γίνεται στην πορεία. Και ο λόγος που γίνεται τελικά είναι επειδή είναι ειλικρινής με τις σκέψεις, τα συναισθήματά του, ακόμα και με τα φαντάσματά του. Η έκφραση είναι η μόνη αλήθεια και το θάρρος του. Στην τέχνη ό,τι εκφράζεται με ειλικρίνεια χωρίς να φιλτράρεται γίνεται η αλήθεια του ενός που χτυπάει αμέσως στον καθρέπτη του άλλου. Μπορεί φυσικά να μην είναι όλα αποδεκτά. Μπορεί ο αναγνώστης να το δεχτεί ή να το αρνηθεί. Μπορεί και να ταυτιστεί αν θέλει. Αλλά νομίζω πως ακριβώς επειδή η ειλικρίνεια δεν κρύβεται και δεν καμουφλάρεται έχει την ικανότητα να επηρεάζει. Δεν έχει σημασία το τι λέει ένας συγγραφέας. Σημασία έχει ότι το λέει.
Αλίμονο στην τέχνη που έχει σκοπό να κατευθύνει. Αυτό είναι πολιτική. Η τέχνη είναι ελεύθερη και η ελευθερία αυτή είναι εκείνη που φτάνει στον αναγνώστη. «Αν αυτός μπορεί να πει πεντακάθαρα αυτό που σκέφτομαι κι αυτό που νιώθω μέσα μου κι εγώ, αν μπορεί με θάρρος να το αποκαλύψει και να το διαλαλήσει ακόμα, τότε μπορώ κι εγώ να το κάνω.» Ο συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος που προσφέρει τον ίδιο του τον εαυτό στους άλλους. Κι ο αναγνώστης τον αγκαλιάζει ακόμα κι αν δεν συμφωνεί. Γιατί πολύ απλά νιώθει την προσφορά της ψυχής του. Όταν όμως κάτι γράφεται με σκοπό διδακτικό αμέσως απορρίπτεται. Κανένας δεν επιθυμεί ένα δάχτυλο προτεταμένο να του λέει τι να κάνει και τι όχι.
Ο φόβος, στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ο θεμέλιος λίθος πάνω στον οποίο «χτίστηκε» η ιστορία. Τελικά, ο άνθρωπος συνδέεται στενά με τον φόβο (έναν ή περισσότερους); Υπάρχουν γόνιμες φοβίες;
Λ.Β.: Ο φόβος από τη φύση του μας προστατεύει. Υπάρχει ένα παλιό λαϊκό παραμύθι με ήρωα έναν άφοβο άνθρωπο που δεν γνώριζε τον φόβο και έψαχνε σε όλη τη γη να τον βρει. Όταν τελικά τον βρήκε πολύ κοντά του, στην αγαπημένη του, που κόντευε να πεθάνει, και τον έζησε μέχρι το μεδούλι, τότε αυτό τον έκανε ακόμα πιο γενναίο για να παλέψει και να την σώσει. Το θέμα είναι όταν ο φόβος ενισχύεται όλων των άλλων ενστίκτων και συναισθημάτων με αποτέλεσμα να υπερισχύσει και με σκοπό να αποτρέψει οποιαδήποτε αντίδραση και αντίσταση στην εκάστοτε εξουσία και στην ήδη καθεστηκυία τάξη. Στην Σοφοβική κοινωνία οι άνθρωποι παίρνουν την ουσία Σοβόφ ως πανάκια για κάθε αρρώστια. Κατευνάζει όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα σε βαθμό που ο φόβος να θεωρείται μια φυσιολογική κατάσταση. Αυτό φυσικά και βολεύει. Όχι μόνο την Σοβόφ, μια φαρμακευτική εταιρία, που διοικεί τη χώρα αλλά και τους ίδιους τους πολίτες που έχουν συνηθίσει τον φόβο και έχουν δεχτεί τη μοίρα τους. Έχουν δεχτεί το κράτος ν' αποφασίζει γι' αυτούς και τη ζωή τους. Το τέρας που συνηθίζεται, που έλεγε και ο Μάνος Χατζηδάκις, και που τελικά καταλήγεις να του μοιάζεις. Όταν η μορφή του τέρατος είναι η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου οτιδήποτε διαφορετικό απορρίπτεται. Και ξέρουμε καλά πως όταν η ισορροπία των ενστίκτων και των παθών διαταράσσεται τίποτα καλό δεν μπορεί να υπάρξει.
Συχνότατα (αν όχι πάντα) οι συγγραφείς του φανταστικού οραματίζονται τον άνθρωπο μέσα σε δυστοπικά περιβάλλοντα, «βλέπουν» καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον, απώλειες βασικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών κ.ο.κ. Γιατί πιστεύετε συμβαίνει αυτό;
Λ.Β.: Ναι φυσικά και συμβαίνει αυτό. Μπορώ όμως να μιλήσω μόνο για μένα. Όταν το βιβλίο «Σοβόφ: Ο κινούμενος ήλιος» βγήκε πρώτη φόρα το 2017 από άλλον εκδοτικό η ανταπόκρισή του από το αναγνωστικό κοινό ήταν πολύ μεγάλη. Όλοι έλεγαν πως επρόκειτο για ένα βιβλίο πολύ καλό, σχετικό με αυτά που ζούσαμε τότε, αλλά πάντα φαντασίας γιατί στην σημερινή εποχή δεν υπάρχει εγκλεισμός και απομόνωση εξαιτίας κάποιας πανδημίας και ενός φαρμάκου που δίνει την δυνατότητα της ελεγχόμενης ελευθερίας και φυσικά η τέχνη και οι καλλιτέχνες δεν θα μπορούσαν ποτέ να περιοριστούν ούτε η τέχνη να πληγεί με κάποιον τρόπο. Και μετά ήρθε η πανδημία. Και η φαντασία έγινε πραγματικότητα. Γιατί καμία φαντασία δεν μπορεί να ξεπεράσει την πραγματικότητα σε ευρηματικότητα. Όταν πέρσι πήγα και τα δύο βιβλία στον εκδότη μου Γιώργο Δαμιανό μου είπε πως κανείς δεν θα πιστέψει πως γράφτηκαν πριν την πανδημία και πως επρόκειτο για προφητικά βιβλία. Τον ευχαριστώ από καρδιάς μεν, σε καμία περίπτωση δεν αξιώνω κάτι τέτοιο δε. Η αλήθεια είναι όμως πως ο φόβος υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει και πως οι συγγραφείς της δυστοπίας φαντάζονται και διαισθάνονται τις δονήσεις με έναν περίεργο τρόπο που αν δεν βρει διέξοδο στο χαρτί θα τους βασανίζει για καιρό. Εγώ προσωπικά μέσα στις ώρες τις φαντασίας μου άνοιξα πολλά παράθυρα. Πιστεύω πως όλοι το κάνουμε. Ίσως η πραγματικότητα και η φαντασία να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μπορεί να συλλαμβάνεται στο μυαλό ενός συγγραφέα που επηρεάζεται από τα όσα ζει ως φαντασία, αλλά δεν σημαίνει πως δεν είναι και αυτό μία πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και με τη μορφή εσωτερικής πάλης πρέπει να λυθεί στο χαρτί.
Ποιος ήταν/είναι ο χαρακτήρας του «Σοβόφ» που σας προβλημάτισε περισσότερο, ποιος σας δυσκόλεψε και ποιον αγαπήσατε πιο πολύ;
Λ.Β.: Οι χαρακτήρες του Σοβόφ είναι πολύπλευροι. Δεν υπάρχει άσπρο μαύρο σε κανέναν τους. Και παρόλο που όλοι είμαι εγώ, αφού εγώ τους έφτιαξα, με κανέναν ποτέ δεν ταυτίστηκα. Υπάρχουν χαρακτήρες που ήθελα να μπουν για δυο κεφάλαια, μόνο και μόνο για να εξηγήσουν πράγματα. Αλλά ένα περίεργο πράγμα, σαν να έχουν δική τους υπόσταση, έμειναν για πολύ περισσότερο.
Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι η Μάγια. Μια προσωπικότητα που με προβλημάτισε. Μια αυθεντική καλλιτέχνης, που έκανε ό,τι ήθελε στα δάχτυλα και στις σελίδες μου. Λες και δεν οδηγούσα εγώ τα πράγματα. Πολλοί αναγνώστες μάλιστα την ήθελαν κεντρική ηρωίδα. Μερικές φορές αναρωτήθηκα αν ήταν όντως. Αλλά ακόμα και αυτό δεν μου το επέτρεψε. Την άφησα λοιπόν να με οδηγήσει εκείνη και να χαράξει τη δική της πορεία που εδώ που τα λέμε ήταν τέτοια που έγινε το «φιτίλι».
Από τους πέντε βασικούς ήρωες του Σοβόφ, την άφοβη Λεόνα, τον επιστήμονα Αίαντα, τον βιβλιοφάγο Γνωσία, τον κιθαριστή Ορφέα και τον γιατρό Γαληνό, με δυσκόλεψε ο τελευταίος. Δεν ήταν εύκολο να τον κατανοήσω. Ένας άνθρωπος που κινεί τα νήματα όπως όλοι οι πολιτικοί. Που όσα πράγματα αποκαλύπτει άλλα τόσα κρύβει και που οι ενέργειές του δεν είναι εύκολο να προληφθούν. Είναι πειρατής. Πώς να κατανοήσεις έναν πειρατή;
Φυσικά υπάρχουν αρκετοί δεύτεροι χαρακτήρες και σε αυτούς έχω πάντα μια αδυναμία. Ξεμπλέκουν το κουβάρι και προωθούν τη συνέχεια της πλοκής. Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι η Νάρια, που εμφανίστηκε στο δεύτερο «Σοβόφ: Τα κομμένα λουλούδια». Έχει τις ρίζες της στο πρώτο βιβλίο λες και προετοίμαζε την εμφάνισή της πριν ακόμα την φανταστώ. Όταν εμφανίστηκε είχε τα λόγια που θα είχα εγώ αν ήμουν μέσα στην ιστορία. Είναι περίεργο. Δεν ταυτίζομαι μαζί της αλλά της έδωσα το ελεύθερο να έχει αυτούσια τη φωνή μου στο Σοφοβικό σύμπαν.
Τελικά, πώς χαρακτηρίζεται το Σοβόφ: δυστοπία; περιπέτεια; αστυνομικό; κοινωνικό;
Λ.Β.: Μια απίστευτη δυσκολία που έχω είναι να χαρακτηρίσω κάτι. Ακόμα και να αυτοχαρακτηριστώ. Μπορεί αυτό να χρειάζεται ένα βιβλίο για τεχνικούς λόγους και με σκοπό να μπει σε μια κατηγορία για να βοηθήσει τα ενδιαφέροντα ενός αναγνώστη αλλά νομίζω πως εγώ δεν τα καταφέρνω σε αυτά. Εγώ ήθελα να γράψω μια ιστορία από όλα αυτά που είχα μέσα μου κι είχα ανάγκη να εκφράσω.
Νομίζω πως είναι όλα τα παραπάνω. Όπως η ζωή είναι πολλά πράγματα. Αν θέλουμε να το πούμε φαντασίας, όλα τα βιβλία πλην των ιστορικών φαντασίας είναι. Αν θέλουμε να το πούμε περιπέτεια, γεμάτη περιπέτειες είναι η ζωή μας. Κοινωνικό; Ε, να λοιπόν μια κοινωνία που δεν είναι η δική μας αλλά μερικές φορές μοιάζει με τη δική μας. Αστυνομικό; Ε, πόσα πράγματα δεν ξέρουμε, πόσες ενέργειες ανθρώπων και κρυμμένα μυστικά που σιγά σιγά αποκαλύπτονται; Σαν μια κινηματογραφική ταινία. Γι' αυτό ίσως μέσα στις κριτικές βρίσκεις συχνά την επιθυμία του κοινού να το δει ταινία. Αν το ζητήσει πάντως ποτέ το Νέτφλιξ θα ζητήσω να έχω λόγο στο καστ!
Έχω σημειώσει μερικές φράσεις που λειτουργούν και ως σοφιστίες, όπως: «Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που φτάνει στο τέλος της ζωής του έχοντας προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο.», «Ψάξε τα! Ο αδερφός σου έλεγε πως είναι ένας θησαυρός!» (για τα βιβλία), «Μιας κοινωνίας ιδανικής, χωρίς βία, χωρίς έγκλημα και με απόλυτη τάξη όπου καθένας ήξερε τη θέση του.» κ.ο.κ. Θεωρείτε πως ο συγγραφέας οφείλει να περνάει γόνιμα μηνύματα στον αναγνώστη; Μια μυθοπλασία μπορεί ν' αποσκοπεί σ' έναν διδακτικό χαρακτήρα και σε ποιο βαθμό;
Λ.Β.: Πολύ ωραίες φράσεις βρήκατε. Εγώ θα προσθέσω και τη φράση: «Δεν έχει σημασία ποιος κάνει την αρχή και ποιος πυροδοτεί το φιτίλι. Σημασία έχει ποιος θα κρατήσει τη φωτιά ζωντανή μέχρι την έκρηξη.». Δεν σκέφτηκα ποτέ να περάσω μηνύματα. Σκέφτηκα μόνο πως όσοι ήρωες είναι μέσα στο Σοβόφ άλλες τόσες είναι και οι απόψεις τους για τη ζωή και τον κόσμο. Κι εγώ θέλησα να δώσω όλες τις οπτικές τους. Αυτό ήταν που εγώ ήθελα. Τώρα ο αναγνώστης έχει το δικαίωμα να τα φιλτράρει όλα αυτά μέσα από τα δικά του βιώματα και τα δικά του θέλω. Όλα χωράνε μέσα στη λογοτεχνία. Κι αυτή είναι οι σπουδαιότητά της.
Τι θα θέλατε να πείτε στον φιλαναγνώστη που επρόκειτο να διαβάσει το Σοβόφ;
Λ.Β.: Θα σας αρέσει παιδιά! Δεν το λέω ως συγγραφέας, το λέω ως αναγνώστρια. Δεν θα βαρεθείτε καθόλου και θα το ρουφήξετε. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί το έφτιαξα με αυτό το σκοπό. Για να μην βαριέται κανείς όσο το διαβάζει και γιατί κάθε φορά που τελείωνα ένα κεφάλαιο το άφηνα με την λαχτάρα του επόμενου. Γιατί εγώ ήθελα να το ξαναπιάσω με λαχτάρα στο γράψιμο και στο διάβασμα. Κι είμαι εδώ, επειδή μου αρέσει τρελά αυτό, για να με ρωτήσετε οτιδήποτε και να το συζητήσουμε. Το πιο ωραίο πράγμα όταν το διαβάζουν οι αναγνώστες είναι να με αναζητούν για να με ρωτήσουν, να το συζητήσουν, να μου κάνουν παρατήρηση ακόμα και να μου πουν: «Μα γιατί το έκανες αυτό;». Προχτές μου έστειλε μια μαθήτριά μου μήνυμα γιατί δεν είχε την κατάληξη που ήθελε ο αγαπημένος της χαρακτήρας. Την παρηγόρησα. Τι να έκανα;
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας;
Λ.Β.: Θα έλεγα πως είναι καιρός να δώσουμε χώρο στα «περίεργα» βιβλία και στους τολμηρούς συγγραφείς τους. Αν και καθόλου περίεργα δεν είναι αλλά έτσι χαρακτηρίζονται. Χώρο σε νέους ταλαντούχους ανθρώπους που έχουν ιδέες και πολύ σπουδαία πράγματα να πουν και χρειάζονται να στηριχτούν κι εκείνοι μαζί με τους παλιούς.
Δεν είμαι ευχαριστημένη από τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή που μόνο σύγχρονη δεν είναι. Η λογική του βγάζω συνέχεια γυναικεία και αστυνομική λογοτεχνία επειδή πουλάει δεν τιμάει τους εκδοτικούς οίκους στην πατρίδα μας.
Ξέρω πως τα πράγματα είναι δύσκολα για τους εκδοτικούς και πως το επιχείρημά τους είναι πως αυτά «πουλάνε» (αν και γι' αυτό ακόμα έχω επιφυλάξεις γιατί μπουκώνει τελικά η αγορά). Νομίζω πως είναι καιρός να πάρουν κι εκείνοι ένα ρίσκο, που μόνο καλό μπορεί να φέρει στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή. Στην Ελλάδα μετά την κρίση, λυπάμαι που το λέω, το ρίσκο το παίρνουν μόνο οι συγγραφείς που ψάχνουν εναγωνίως να βρουν έναν εκδοτικό να βγάλει το βιβλίο τους και που απορρίπτονται συνέχεια. Κι όταν δεν απορρίπτονται τους ζητάνε να πληρώσουν για να εκδοθεί. Αυτό είναι παράλογο. Είναι σαν ο φούρναρης να ζητάει από τον άνθρωπο που του δίνει το αλεύρι, όχι να του το δώσει δωρεάν αλλά να του το πληρώσει κι από πάνω κι αν πουληθούν εκατό φρατζόλες να τον πληρώσει για τις δέκα. Τι επιχειρήσεις είναι αυτές και τι μαθηματικά είναι αυτά; Δεν το καταλαβαίνω. Από πότε οι συγγραφείς γίναμε συνέταιροι των εκδοτικών επιχειρήσεων; Μας ζητάνε να μοιραστούμε το ρίσκο λες και ποτέ μας φωνάξανε για να μοιραστούμε το κέρδος. Οι συγγραφείς δεν φοβούνται το ρίσκο του να μην πουλήσει το βιβλίο τους και να μην πληρωθούν ποτέ. Αλλά για όνομα του Θεού! Να πληρώσουμε κι από πάνω για το έργο τέχνης που ούτε καν πουλάμε αλλά χαρίζουμε; Υποτίθεται πως το έργο μας επιλέγεται μέσα σε πολλά για να εκδοθεί. Ακόμα κι αυτό καταργείται με αυτόν τον τρόπο. Καλλιτέχνες είμαστε. Θέλουμε μία υποστήριξη. Φυσικά υπάρχουν εκδοτικοί που τολμάνε και που έχουν συμβόλαια αξιοπρεπή για τους συγγραφείς τους και που κάνουν από κοινού τα πάντα για το βιβλίο. Ε, λοιπόν θα δείτε πως αυτοί οι εκδοτικοί θα κερδίσουν στο τέλος, μαζί και οι συγγραφείς τους. Εγώ το πιστεύω.
Όλα αυτά τα υπέροχα, εύστοχα, διευκρινιστικά, επεξηγηματικά και πλούσια είπε η Λέττα Βασιλείου απαντώντας στις ερωτήσεις μου με αφορμή τους τίτλους Σοβόφ: Ο κινούμενος ήλιος και Σοβόφ: Τα κομμένα λουλούδια, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις 24γράμματα, και για τα οποία θα επανέλθουμε εν καιρώ. Παρακάτω, η ίδια αποδεχόμενη την πρό(σ)κληση του Ακρότιτλου γράφει:
Σκοτεινές ήταν οι ώρες που οι λέξεις σαν χείμαρρος πλημμύρισανΌλα όσα μαζεύτηκαν στην πιο μικρή τελεία της ευθείας μου.Βάδισα αργά για να κρατήσω τον χρόνο όσο μπορούσα περισσότεροΟμορφιά αναζητώντας κι ας μην έβλεπαν χρώματα τα προτεταμένα μου δάχτυλα.Φοβήθηκα μόνο μη φοβηθώ και χαθεί η πυγολαμπίδα που μου έδειχνε το δρόμο.
Περίληψη:
Πρόκειται για μια δυστοπική περιπέτεια με στοιχεία μυστηρίου. Αφορά μια μελλοντική κοινωνία όπου κυριαρχεί ο απόλυτος φόβος. Η κοινωνία διοικείται από το συμβούλιο μιας φαρμακευτικής εταιρείας με το όνομα Σοβόφ (αναγραμματισμός της λέξης φόβος), στην οποία όλοι οι πολίτες από τη γέννησή τους παίρνουν μέσω των τροφών μια ουσία που προκαλεί έντονο το στοιχείο του φόβου με σκοπό να κυριαρχεί η ηρεμία, η τάξη και η υπακοή στην εξουσία. Είναι μια κοινωνία δύο τάξεων: των πολύ πλούσιων ιδιοκτητών της εταιρίας και όλων των υπόλοιπων που εξαρτώνται από τη Σοβόφ.
Η ουσία Σοβόφ λαμβάνεται ως πανάκεια για κάθε ασθένεια αλλά και απόλυτο κατασταλτικό των παθών. Όλοι ζουν χωρίς αρρώστιες, ικανοί να δουλεύουν ασταμάτητα αλλά πεθαίνουν στα πενήντα τους χρόνια. Σαν αποτέλεσμα οι πολίτες θεωρούν φυσιολογικό να μην υπάρχει καμία αντίδραση, αντίσταση και διάθεση αλλαγής της ήδη δομημένης κοινωνίας. Το Σοβόφ τους κάνει υπέρβαρους και δυσκίνητους. Ο φόβος ταυτίζεται με την απόλυτη ακινησία. Στην κοινωνία αυτή έχει κρυφτεί, εξαφανιστεί και ξεχαστεί κάθε μορφή τέχνης: ζωγραφική, λογοτεχνία, μουσική, κινηματογράφος, χορός.
Πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η Λεόνα μια νεαρή γυναίκα με το γενετικό «πρόβλημα» να αποβάλει την ουσία Σοβόφ από τον οργανισμό της. Είναι μια φυσιολογική για μας κοπέλα αλλά ένα «φρικιό», ένα «τέρας» γι' αυτή την κοινωνία. Και ενώ από μικρή κρύβει το πραγματικό της σωματότυπο δεν μπορεί να κρύψει την ανήσυχη φύση της και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της: να είναι άφοβη. Η περιπέτεια αρχίζει τη στιγμή που αποκαλύπτεται. Η Λεόνα βρίσκεται παγιδευμένη, κυνηγημένη και ανίκανη να επιβιώσει σε μια κοινωνία με έντονα τα χαρακτηριστικά του ρατσισμού και του φόβου. Στην προσπάθειά της αυτή θα γνωρίσει και άλλους διαφορετικούς ανθρώπους και μαζί θα ανακαλύψουν την τέχνη από την αρχή.
Το βιβλίο μιλά με συμβολικό τρόπο για την σπουδαιότητα της τέχνης ως όργανο δράσης, κίνησης και οδηγού της ανθρώπινης ελεύθερης έκφρασης αλλά και ως συνδετικού κρίκου των ανήσυχων ανθρώπων που θέλουν να αφυπνίσουν την ανθρωπιά στους υπόλοιπους.
Η Λέττα Βασιλείου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε κιθάρα με τον κιθαριστή και συνθέτη Νότη Μαυρουδή και πήρε το πτυχίο και το δίπλωμα της με άριστα και διακρίσεις. Είναι επίσης πτυχιούχος της σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του τμήματος Ευρωπαϊκού Πολιτισμού του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα με Έλληνες και ξένους σολίστ, έχει δώσει συναυλίες, και προσωπικά ρεσιτάλ και έχει συνεργαστεί με άλλα όργανα σε συναυλίες και φεστιβάλ μουσικής δωματίου σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Εργάστηκε στην πρωτοβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση γνωστών εκπαιδευτηρίων και σε γνωστά επίσης μουσικά ιδρύματα της Αθήνας. Σήμερα είναι καθηγήτρια κιθάρας στο ωδείο Kodaly όπου έχει δημιουργήσει μία κιθαριστική ομάδα από́ νέους ταλαντούχους κιθαριστές που με μαθήματα, σεμινάρια, παιχνίδια, συναυλίες και διαγωνισμούς κατακτούν εκτός από πανελλήνια βραβεία, δημιουργική έκφραση, ευγενή άμυλα και αλληλεγγύη μέσα από την τέχνη της κιθάρας. Το 2015 δημιούργησε το κιθαριστικό σύνολο Piratas de la guitarra το οποίο παρουσιάστηκε σε κιθαριστικά φεστιβάλ και συναυλίες στην Ελλάδα και τιμήθηκε με 3ο Βραβείο μουσικής δωματίου το 2019 στο διαγωνισμό κιθάρας του Παλαιού Φαλήρου. Είναι συγγραφέας με έντονη καλλιτεχνική και εκδοτική πορεία. Έχει εκδώσει έως σήμερα 13 παιδικά βιβλία και 3 βιβλία ενηλίκων από τις εκδόσεις Μίνωας, Κέδρος, Παπαδόπουλος, Ελληνικά Γράμματα, Πνοή και 24 Γράμματα καθώς και 3 παιδικά cd με τραγούδια από τη δισκογραφική εταιρία Αcroasis. Έχει κάνει την απόδοση στα ελληνικά του λιμπρέτου της τσέχικης όπερας Brudibar των Krása and Hoffmeister που κυκλοφόρησε σε cd από την δισκογραφική εταιρία Acroasis με την συμμετοχή της ορχήστρας νέων της ΕΡΤ και της παιδικής χορωδίας του ωδείου Kodaly και που ανέβηκε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας από μουσικά σχολεία της χώρας και από την Όπερα Δωματίου Κέρκυρας. Το παιδικό της μιούζικαλ «Ο Μίμης, ο Πατούσας» τιμήθηκε με 3ο βραβείο στον 39ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών στην κατηγορία θεατρικού έργου ενώ το παραμύθι της «Τα παιδιά της θάλασσας» τιμήθηκε με το 1ο βραβείο στον 1ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό της δημοτικής βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής - Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου στην κατηγορία
παιδικό παραμύθι.