Ραχήλ

Ραχήλ

Στη Ζάκυνθο του 1891 ο αντισημιτισμός υποβόσκει και βρίσκει ευκαιρία να εκδηλωθεί με τη λιτανεία του επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή η οποία βάφτηκε στο αίμα. Η εβραία Ραχήλ Τενέσκου και ο χριστιανός Κάρολος Δεσύλας είναι ερωτευμένοι και αποφασισμένοι να αγνοήσουν τις φυλετικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις που τους χωρίζουν, τα αιματηρά γεγονότα όμως βάζουν τις ζωές τους σε κίνδυνο.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που υπήρξε μάρτυρας των ανωτέρω γεγονότων, δυσαρεστημένος από τον διαρκή και άδικο διωγμό των Εβραίων ανά τους αιώνες και σοκαρισμένος από τις αντιδράσεις του ζακυνθινού όχλου, που τελικά βγήκε εκτός ελέγχου επιτιθέμενος σε εβραϊκά σπίτια, ξεκίνησε να γράφει το έργο «Ραχήλ» που ανέβηκε τελικά το 1909 και αποτελεί τη δική του, ακριβοδίκαιη ματιά πάνω στις γελοίες προκαταλήψεις και τους αβάσιμους ισχυρισμούς που μπορούν να ξεσηκώσουν το άσκεφτο πλήθος. Η Ραχήλ είναι μια χειραφετημένη, ανεξάρτητη, αντικειμενική γυναίκα, αποφασισμένη ακόμη και να απαρνηθεί τη θρησκεία της προκειμένου να παντρευτεί τον αγαπημένο της Κάρολο. Αυτή η σχέση ξεσηκώνει αντιδράσεις, οι οποίες εντείνονται εξαιτίας των ανωτέρω γεγονότων. Το κείμενο έχει ανατροπές, συγκίνηση και πολλά διαχρονικά μηνύματα γύρω από κάθε είδους ξενοφοβία και ρατσισμό, μιας και δυστυχώς στη θέση των Εβραίων σήμερα μπορούν να βρεθούν πρόσφυγες που αγωνίζονται να βρουν μια καλύτερη τύχη μακριά από την πατρίδα τους.

Οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Η Ειρήνη Παπαδημάτου ως Ραχήλ είναι αεικίνητη και εκφραστική, τρυφερή μα και σκληρή, γλυκιά κόρη, ερωτευμένη σύντροφος, άτεγκτη Εβραιοπούλα. Χρησιμοποιεί σωστά κάθε εκφραστικό της μέσο και καταφέρνει να αποφύγει τις υπερβολές, μιας και ορισμένοι μονόλογοι θα μπορούσαν πολύ εύκολα να φτάσουν στο ερμηνευτικό επίπεδο μιας σαπουνόπερας. Στο πλάι της, ο Αντώνης Σανιάνος ως Κάρολος δένει αρμονικά μαζί της και καταφέρνει να δημιουργήσει εξίσου σωστά τον άντρα που αγαπάει μια γυναίκα τόσο πολύ που θα κάνει τα πάντα για να την υπερασπιστεί, ακόμη κι όταν, εξαιτίας των γεγονότων, εκείνη του γυρίσει την πλάτη και κλειστεί στο θρησκευτικό της καβούκι. Και οι δύο έχουν σωστή άρθρωση, καλές ερμηνείες και με έπεισαν για τα όσα βίωναν οι χαρακτήρες που ενσαρκώνουν.
Η χορογραφία της Ρούλας Κουτρουμπέλη δίνει την ένταση και το πάθος της σχέσης τους με αρμονικές κινήσεις και ένταση. Ο Δημήτρης Κανέλλος στον ρόλο του πατέρα Τενέσκου είναι στιβαρός, με έντονη παρουσία, τρυφερός όταν πρέπει, απελπισμένος όταν δέχεται την επίθεση του όχλου, υποχωρητικός απέναντι στα γεγονότα, λυγίζει όταν πλησιάζουμε στο αναπάντεχο τέλος.

Ο Βασίλης Φακανάς στον ρόλο του ενός αδελφού της Ραχήλ, του Αλέξανδρου, είναι πολύ καλός και καταφέρνει να εξισορροπήσει το κωμικό με το δραματικό στοιχείο, μιας και από τη μια δε διστάζει να μπει στο πλήθος για να σώσει και να γλυτώσει ανθρώπους που αγαπάει κι από την άλλη χρησιμοποιεί έξυπνες ατάκες που αλαφραίνουν το κείμενο και την τραγικότητα των καταστάσεων. Υποδύεται έναν ουδέτερο απέναντι στα γεγονότα χαρακτήρα, ο οποίος όμως κάποια στιγμή πρέπει να πάρει θέση.
Ο Νίκος Κρίκας υποδύεται τον άλλο αδελφό της Ραχήλ, τον θρησκόληπτο, στριφνό, φανατισμένο, μονοκόμματο με έντονες θέσεις γύρω από τον εβραϊσμό τον οποίο υπερασπίζεται με αυστηρότητα Δαβίδ και καταφέρνει να δείξει κι άλλες πτυχές του χαρακτήρα αυτού του ήρωα. Δεν είναι ο μονοδιάστατος κακός από την αρχή ως το τέλος αλλά μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που προασπίζεται μεν τον ιουδαϊσμό έστω και με ακρότητες αλλά δείχνει και πιο ανθρώπινες πτυχές μπροστά στον κίνδυνο ή όταν αναγκάζεται να κάνει αυτό με το οποίο τελειώνει και η παράσταση.
Η Ιωάννα Γκαβάκου υποδύεται τη μητέρα του Καρόλου και εκπροσωπεί την αυστηρότητα των ηθών της εποχής, μιας και είναι αντίθετη στην επιλογή του γιου της να παντρευτεί τη Ραχήλ. Η αρχοντική της παρουσία και η δυνατή φωνή της κάνουν πιο έντονη τη σκηνική της παρουσία και τον σεβασμό που αποπνέει ο χαρακτήρας που υποδύεται.
Ιδιαίτερη μνεία θα κάνω στον Μανώλη Δεστούνη, που υποδύεται τον υπηρέτη και αποτελεί μια αεικίνητη φιγούρα καθ' όλη τη διάρκεια του έργου. Δε φτάνει που συμμετέχει ενεργά ως ρόλος στις εξελίξεις αλλά πρέπει και να στρώνει τραπέζι (πότε γεύμα πότε πρωινό), να παίρνει τα ρούχα και τα καπέλα των επισκεπτών και των κυρίων του, να μετακινεί πράγματα, ν' ανοίγει πόρτες, να πηγαινοέρχεται από τα άλλα δωμάτια και γενικώς να δίνει τον καλύτερό του εαυτό λόγω και πράξει. Ευρηματικό το γεγονός πως μας υποδέχεται στην είσοδο της αίθουσας με καλωσορίσματα και ευχές κι επιπλέον, ως αφηγητής, έχει μεγάλους μονολόγους τους οποίους όμως ζωντανεύει με σωστό στήσιμο και κινήσεις, οπότε δεν κουράζεται ο θεατής.

Για τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ δεν ξέρω τι να πρωτογράψω. Καλαίσθητα, κομψά, πανέμορφα, φωτεινά, προσεγμένα, απόλυτα ταιριαστά με την εποχή και την αριστοκρατική τάξη που υπηρετούν οι ρόλοι. Το μαύρο φόρεμα της Ιωάννας Γκαβάκου δίνει ακόμα περισσότερη στιβαρότητα και κύρος, τα κομψά φουστάνια της Ειρήνης Παπαδημάτου τονίζουν υπέροχα τη σιλουέτα της... αγάπησα το χρώμα του κοστουμιού του Βασίλη Φακανά, πανέμορφα όλα τους! Η μουσική επιμέλεια του Αυγερινού Σουλόπουλου συνάδει επίσης με την ατμόσφαιρα του έργου με την ελαφρά μουσική, που συνοδεύει τις σκηνές της παράστασης, ενώ οι φωτισμοί του Μανώλη Μπράτση τονίζουν την ένταση των σκηνών με τον τρόπο που πρέπει. Η σκηνοθεσία και η δραματουργική επεξεργασία είναι του Μανώλη Ιωνά που ζωντανεύει το κείμενο με ευρηματικότητα και έξυπνες λύσεις.

Το σκηνικό είναι μεγάλο και αναπαριστά ένα αρχοντικό σαλόνι του 19ου αιώνα (υπέροχη η δουλειά του Νίκου Κασαπάκη) γεμάτο βαριά έπιπλα και κομψότητα ενώ οι μπορντό πλάτες στο βάθος και γύρω από τη σκηνή που καθορίζουν την έκταση του σαλονιού είναι μια έξυπνη προσθήκη για να μη φαίνεται απλώς ένας άχαρος τοίχος.
Γύρω από τις πλάτες του σαλονιού λοιπόν υπάρχει διάδρομος που δίνει χώρο για παράλληλες κινήσεις όσων ηθοποιών μετακινούνται είτε γύρω γύρω είτε προς τα παρασκήνια κι όλο αυτό δημιουργεί ένα ενδιαφέρον βάθος και μια πρωτότυπη προοπτική, γεμίζοντας το μάτι και δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της αρχοντιάς και του πλούτου που πηγάζουν από αυτό το σύνολο. Μου άρεσαν οι πλούσιες λεπτομέρειες, ο πολυέλαιος, το σκάκι, τα κιάλια της όπερας, τα τραπεζομάντηλα, τα χαλιά, τα πάντα! Άψογη ατμόσφαιρα!
Τώρα, ως προς τη δραματουργική επεξεργασία, μου έκανε εντύπωση που κάποια στιγμή ο Μανώλης Δεστούνης, συνδέοντας τα γεγονότα ως αφηγητής, εν είδει αρχαίου χορού, μας μετέφερε στη Νύχτα των Κρυστάλλων όπου και πάλι έχουμε απηνείς διώξεις του εβραϊκού στοιχείου κι από κει στο πογκρόμ της Θεσσαλονίκης, δίνοντάς μου την αίσθηση πως αυτή η «παρέμβαση» δεν ταίριαζε, γιατί ναι μεν ίσως θεωρηθεί έξυπνο τέχνασμα, μεταμορφώνοντας τον ρόλο του υπηρέτη σε κάτι διαχρονικό, σε κάτι που ξεπερνάει τον ρεαλισμό της παράστασης, δε βρήκα όμως κάποια λογική συνέχεια σε αυτό, αφού επιστρέψαμε στα γεγονότα του 1891· μου φάνηκε πως γράφτηκε μόνο και μόνο για να δείξει επί τούτου στον θεατή το ιστορικό συνεχές των διώξεων του εβραϊκού στοιχείου.

Η «Ραχήλ» του Γρηγορίου Ξενόπουλου είναι ένα διαχρονικό κείμενο που καταδικάζει τον φανατισμό και τον ρατσισμό κάθε μορφής με αφορμή τα γεγονότα που συνέβησαν κατά των Εβραίων το Πάσχα του 1891 στη Ζάκυνθο. Σωστές ερμηνείες, έξυπνη σκηνοθεσία, πλούσιο σκηνικό κι ένα δυνατό κείμενο δημιουργούν ένα άψογο σύνολο και μια παράσταση που με γέμισε μηνύματα, σκέψεις και προβληματισμούς ενώ ταυτόχρονα βγήκα κερδισμένος από το καλλιτεχνικό σύνολο.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου