Πέρασε αρκετός καιρός από τότε που…

John Emmans

Γιώργου Αναστασιάδη (Σκέψεις)

Πέρασε αρκετός καιρός από τότε που...

Εκείνο το βράδυ έκλαιγες απαρηγόρητη, δεν ήθελες να δώσεις τέλος σε αυτό που είχαμε κι όμως, τελικά κατάφερες να πεις «αντίο», να χαθείς μέσα στην αγκαλιά της νύχτας δίχως να κοιτάξεις πίσω. Θυμάμαι τα καστανά μάτια σου, το πανέμορφο πρόσωπο και το χαμόγελό σου, εκείνο που κάποτε μου έδινε ωκεανούς ευτυχίας, εκείνο που κάποτε ήταν μόνο για εμένα. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί άφησες τα χρόνια να σε κρατήσουν μακριά μου, γιατί δεν ήρθες να με βρεις; Αρκούσε μόνο μια αγκαλιά σου, ένα βλέμμα κι όλα θα γίνονταν όπως και πριν.

Παραδέχομαι ότι δεν σε ξεπέρασα ποτέ, μου λείπεις, είσαι ό,τι καλύτερο πέρασε από τη ζωή μου και δεν ντρέπομαι να το φωνάξω δυνατά, να ελευθερώσω από μέσα μου την αλήθεια εκείνη που σπάει τις άμυνες και πλημμυρίζει τα μάτια μου με αλμυρές σταγόνες νοσταλγίας. Άραγε πώς θα είχαμε καταλήξει σήμερα αν θα ήμασταν μαζί; Παντρεμένοι με παιδιά; Εραστές; Φίλοι; Ή μήπως θα είχαμε σκοτώσει και την παραμικρή σχέση ανάμεσά μας εξαιτίας του εγωισμού; Γιατί τα σκέφτομαι όλα αυτά απόψε, τι με έχει πιάσει, να πάρει ο διάολος; Φαντάζομαι πως όλα έγιναν για κάποιον λόγο. Εσύ εκεί, στο δικό σου σήμερα κι εγώ εδώ, στο δικό μου χθες, αυτό μου έχει απομείνει από εσένα, οι αναμνήσεις, και ψάχνω να σε βρω κάπου ανάμεσα στο πλήθος λαχταρώντας την αγκαλιά σου, ελπίζοντας πως θα γευτώ ξανά τη νοστιμιά των χειλιών σου.

Ποιον κοροϊδεύω; Δεν σημαίνω τίποτα πια για εσένα. Η απουσία και η σιωπή σου είναι η πιο φλύαρη απόδειξη πως με έχεις ξεχάσει, πως έχεις πάει παρακάτω. Όσο κι αν αρνούμαι να το παραδεχτώ, όσο κι αν προσποιούμαι τον δυνατό, τόσο πιο αδύναμος και γελοίος γίνομαι προσπαθώντας να βρω την ευτυχία συλλέγοντας εμπειρίες και υποκατάστατα αγάπης από περιστασιακούς έρωτες της μιας βραδιάς.

Γεμίζω ξανά το ποτήρι μου και πίνω για να ξεχάσω. Αίφνης, μια λέξη ξεπηδά από το μυαλό μου και με θράσος καλύπτει το όνομά σου. Είναι μια απλή λέξη, ωστόσο, προσβάλει με χυδαιότητα εσένα, εμένα, αυτό που είχαμε, αυτό που έχουμε... Έχουμε; Δεν μπορώ να παραδεχτώ την ήττα μου, να σε ξεριζώσω από μέσα μου έτσι απλά. Όσο κι αν πιέζω τον εαυτό μου να βρει μια διαφορετική λέξη για να αντικαταστήσει την προηγούμενη, τόσο εκείνος επιμένει και με προστάζει να συνέλθω από τη μέθη του έρωτα. Η λογική βροντοφωνάζει εκείνη τη λέξη δίχως ντροπή και φόβο. Πρώην! Σιωπή για μερικές στιγμές, δεν ξέρω πώς μπορώ να διαχειριστώ αυτό που έρχεται καταπάνω μου.

«Η πρώην σου», επαναλαμβάνει με υπεροψία ελευθερώνοντας έναν δυνατό τυφώνα, ικανό να παρασύρει στο πέρασμά του αναμνήσεις και να ξεριζώσει συναισθήματα. Όμως εσύ δεν ήσουν σαν τις άλλες που πέρασαν από τη ζωή μου. Εσύ δεν έγινες ποτέ πρώην, γιατί πολύ απλά, δεν έπαψα ποτέ να σε νοιάζομαι, να σε θέλω, να σε ονειρεύομαι και να σε αγαπ... Όχι, διάολε, όχι αυτή η λέξη. Όχι αυτή η εχθρικά ύπουλη λέξη, που στο όνομά της αμέτρητοι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, έχουν υποφέρει διεκδικώντας το κίβδηλο φιλί της ζωής. Μια λέξη που στις μέρες μας έχει χάσει το νόημά της και εκπορνεύεται στο βωμό της ανθρώπινης απληστίας.

Πίνω μια γουλιά από το ποτήρι μου και πλησιάζω στο γραφείο μου. Εκεί, μέσα στο συρτάρι, κάτω από τα έγγραφα, υπάρχει ένα ξεχασμένο φωτογραφικό άλμπουμ. Έχω πολύ καιρό να το πιάσω στα χέρια μου και να το ξεφυλλίσω. Ίσως φοβάμαι να αντικρίσω το παρελθόν, να κοιτάξω τις φωτογραφίες και να επιστρέψω πίσω ξυπνώντας εικόνες, γεύσεις και αρώματα. Άραγε εσύ μπήκες ποτέ στον πειρασμό να τις πιάσεις στα χέρια σου;

Ανοίγω δειλά το ντουλάπι και τραβώ συγκινημένος το άλμπουμ προς το μέρος μου. Το ξεφυλλίζω και… τα πιο γλυκά κομμάτια της ζωής μου περνούν γρήγορα από μπροστά μου σαν τρέιλερ κινηματογραφικής ταινίας καθώς ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα αγκαλιάζει τον κουρελιασμένο εγωισμό μου. Φίλοι, τοπία, ανεμελιά, γέλια, σκανδαλιές, καυτά φιλιά, όλα κάνουν ένα σάλτο και με ευκολία αναγκάζουν τα μάτια μου να ξεσπάσουν. Σκουπίζω τα δάκρυα και χαϊδεύω με απαλές κινήσεις την πιο όμορφη φωτογραφία μας. Θυμάσαι; Καλοκαίρι, κάπου αρχές Αυγούστου, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό. Στεκόμαστε αγκαλιασμένοι μπροστά από τη θάλασσα, εσύ φορώντας ένα λευκό αέρινο φόρεμα κι εγώ μια βερμούδα, μου χαμογελάς ενώ εγώ έχω περασμένα τα χέρια μου γύρω από τη μέση σου. Το βλέμμα σου λέει όσα δεν μπορεί να πει το στόμα και η κόκκινη λέξη, εκείνη η αναθεματισμένη, που φοβάμαι σαν δαιμονισμένος, μας δείχνει τον δρόμο προς την ευτυχία. Άραγε είναι αργά να τρέξω τώρα κοντά σου; Να επανορθώσω, να ζητήσω συγγνώμη αν χρειαστεί, να σε ικετέψω για να είμαστε ξανά μαζί. Πετάω το άλμπουμ άτσαλα πίσω στη θέση του και αρπάζω τα κλειδιά του αυτοκίνητου. Έρχομαι, περίμενέ με.

Το αυτοκίνητο κινείται γρήγορα, αστραπιαία, και σχεδόν με οδηγεί μόνο του κάτω από τον γνώριμο δρόμο του σπιτιού σου. Όλα μοιάζουν ίδια, όπως τότε, πριν από... από... αλήθεια, πόσα χρόνια πέρασαν, αγαπημένη; Πόσα χρόνια έχω να σε δω; Ν' ακούσω τη φωνή σου; Να σε αγκαλιάσω; Να μυρίσω το απαλό άρωμα του κορμιού σου; Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου και βγαίνω έξω προσπαθώντας να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό και την αγωνία μου. Κάνω μερικά βήματα κοιτάζοντας γύρω μου τη γειτονιά σου. Ένα κύμα νοσταλγίας με παρασύρει στην ακτή του σπιτιού σου, πίσω από τα κάγκελα της αυλής σου. Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή, δεν ξέρω αν θα αντέξει τόση ένταση. Σηκώνω το βλέμμα και κοιτάζω ψηλά προς το μπαλκόνι σου. Θεέ μου, το φως στο σαλόνι είναι αναμμένο. Ώστε είσαι εκεί...

Ξάφνου η μπαλκονόπορτα ανοίγει καρατομώντας το θάρρος και την ανδρεία μου. Κάποιος βγήκε έξω. Κρύβομαι πίσω από τον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας προσπαθώντας να βρω την αυτοκυριαρχία μου. Κοιτάζω διακριτικά αλλά το σκοτάδι της νύχτας καλύπτει όσα πρέπει για να μην μπορώ να ξεχωρίσω καθαρά χαρακτηριστικά προσώπου. Μια γυναικεία σιλουέτα ακουμπά με τους αγκώνες στα κάγκελα. Εσύ είσαι ή κάποια άλλη; Εσύ είσαι! Σκουπίζω τα δάκρυά μου κρατώντας το βλέμμα καρφωμένο πάνω σου. Η καρδιά προστάζει να φανερωθώ, μα το κορμί δεν υπακούει, με κρατάει αιχμάλωτο πίσω από τον τοίχο. Θέλω να σε δω, δεν αντέχω άλλο μακριά σου. Πριν προλάβω να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου μια δεύτερη σιλουέτα με κοντά μαλλιά και γεροδεμένο σώμα βγαίνει από το σπίτι και σε πλησιάζει. Σε... σε αγκαλιάζει τρυφερά και γέρνει το κεφάλι του στο δικό σου. Σου ψιθυρίζει κάτι χαϊδεύοντας τα μαλλιά σου και σε φιλάει στο στόμα. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Τι γίνεται; Δεν αντέχω να είμαι μάρτυρας αυτής της σκηνής, νιώθω πως θα ανοίξει η γη και θα με καταπιεί.

Άργησα. Σε έχασα. Ανήκεις πλέον άλλου και... Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν αυτό που νιώθω, τον πόνο, τη θλίψη, την συντριβή. Δείχνετε τόσο ευτυχισμένοι, τόσο ταιριαστοί. Χαμηλώνω το βλέμμα ηττημένος συνειδητοποιώντας πως δεν έπρεπε να έρθω να σε βρω. Το θεόρατο κύμα νοσταλγίας, εκείνο που με ταξίδεψε στην ακτή του σπιτιού σου, επιστρέφει και με παρασύρει στα βάθη του ωκεανού. Το παγωμένο νερό μαστιγώνει το κορμί μου και τα σαρκοφάγα ψάρια κολυμπούν νωχελικά γύρω μου περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν.

Χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς ν' ακούσω τα προστάγματα της λογικής, κάνω μερικά βήματα και στέκομαι κάτω από τον φανοστάτη του δρόμου. Σηκώνω το βλέμμα δειλά προς το μπαλκόνι σου. Με κοιτάζεις, με αναγνωρίζεις. Αναστατώνεσαι, γυρίζεις προς το μέρος του φίλου σου και κάτι του λες. Κάνεις να φύγεις, να μπεις μέσα, όμως εκείνος σε τραβάει κοντά του, δεν σε αφήνει. Με κοιτάζεις ξαφνιασμένη και αναρωτιέσαι τι γυρεύω κάτω από το σπίτι σου. Θέλεις να τρέξεις κοντά μου, το νιώθω, θέλεις να με αγκαλιάσεις και να με ρωτήσεις πώς είμαι αλλά εκείνος δεν σε αφήνει, είσαι πλέον δική του. Δική του. Τι ειρωνεία... Θαρρείς και μιλάμε για κάτι άψυχο, ένα αντικείμενο. Μπορώ να ακούσω τα αναφιλητά σου. Μην ανησυχείς, δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, δεν θέλω να κάνω σκηνή, επιθυμώ απλά να σου πω αυτή τη ριμάδα λέξη που νιώθω για εσένα κι έπειτα θα φύγω για πάντα από τη ζωή σου, στο υπόσχομαι. Έπρεπε να είχα έρθει νωρίτερα.

Σε αγαπ... Σε αγαπ... Τα δάκρυα τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια μου. Σε αγαπ... Δεν μπορώ να την ξεστομίσω, όμως σου ορκίζομαι πως την ένιωσα μόνο για εσένα, για καμιά άλλη. Πρώτη εσύ μου χάρισες αυτή την κόκκινη λεξούλα με τα πέντε γράμματα, χωρίς απαιτήσεις και ενδοιασμούς, δίχως φειδώ, με ανέβασες ψηλά στον ουρανό και μου απέδειξες πως υπάρχει. Συγχώρα με που άργησα, που έπραξα απερίσκεπτα και χαράμισα τη ζωή μου πολεμώντας εσένα κι αυτή τη όμορφη μικρή λέξη, που τελικά η δύναμή της ξεπερνά κατά πολύ οτιδήποτε πίστευα εγώ σημαντικό πάνω σε τούτον τον αλλοπαρμένο κόσμο. Σ' ευχαριστώ, αγαπημένη, σ' ευχαριστώ για όλα όσα μου έδωσες, για όλα όσα μου έμαθες, μα πάνω απ' όλα, σ' ευχαριστώ που ήρθες στη ζωή μου και της έδωσες χρώμα και ελπίδα. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Σηκώνω το χέρι και σε αποχαιρετώ. Δεν αντιδράς, δεν θέλεις να φέρεις σε δύσκολη θέση τον σύντροφό σου, το κατανοώ. 

Να την αγαπ... Σε παρακαλώ, να την προσέχεις φίλε, είναι σπουδαία γυναίκα. Είσαι τυχερός που την κρατάς στην αγκαλιά σου. Να την κάνεις ευτυχισμένη κι εγώ σου υπόσχομαι πως θα μείνω μακριά σας.

Αντίο, αγαπημένη, αυτή τη φορά σε αποχαιρετώ εγώ. Σου χαρίζω ένα τρυφερό χαμόγελο και βαδίζω αργά προς το αυτοκίνητό μου. Όλα μέσα μου καταρρέουν. Μπορεί να μην κατάφερα να ξεστομίσω την κόκκινη λέξη, όμως την αποδέχτηκα και είμαι έτοιμος να την χαρίσω απλόχερα. Φτάνω στο αυτοκίνητό μου και είμαι έτοιμος να μπω μέσα όταν νιώθω μια έντονη παρουσία πίσω μου. Γυρίζω και αντικρίζω μια γυναικεία σιλουέτα. Με πλησιάζει αργά και αναποφάσιστα διασχίζοντας το σκοτάδι που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου. Η μεθυστική αύρα της έχει κάτι γνώριμο που κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά και το ένστικτό μου να παραληρεί. Δεν ξέρω αν έκανα λάθος πριν, δεν ξέρω αν εκείνη στο μπαλκόνι ήσουν εσύ ή κάποια άλλη, αυτό που ξέρω με βεβαιότητα είναι πως δεν πρόκειται να επαναλάβω το ίδιο λάθος με τη γυναίκα που έρχεται προς το μέρος μου. Όποια κι αν είναι, είμαι σίγουρος πως κρατά στα χέρια της το εισιτήριο της ευτυχίας. Κοιτάζω για τελευταία φορά προς το μπαλκόνι του σπιτιού σου, το ερωτευμένο ζευγαράκι στέκεται ακόμα εκεί, έπειτα πηγαίνω κοντά της...


Copyright © John Emmans All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Γιώργου Αναστασιάδη (Σκέψεις)