Άγγελος Γαλάνης: Δυστυχώς δεν μπορώ να απαντήσω με μεγάλη σαφήνεια. Ο τρόπος που λειτουργεί το μυαλό κατά τη σύλληψη μιας συγκεκριμένης ιδέας είναι λίγο ακαθόριστος εκ φύσεως. Ωστόσο με τη λογική σαν εργαλείο –η οποία δεν είναι δα και πρωταγωνίστρια κατά τη σύλληψη ιδεών– μπορώ να υποθέσω ότι αυτό που έπαιξε ρόλο είναι οι μεγάλες και καθοριστικές αλλαγές που έχουν επέλθει στη ζωή μας μέσω της χρήσης της τεχνολογίας. Ανήκω σε μια γενιά που έχει βιώσει κάμποσες από δαύτες, κάτι που ενδεχομένως συντέλεσε στο να γεννηθεί η ιδέα της ιστορίας.
Πού γράψατε το βιβλίο σας;
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Α.Γ: Κάτι λιγότερο από έναν χρόνο, αν δεν κάνω λάθος. Η μνήμη μου είναι ολίγον αλανιάρα και με απατά συχνά όταν πρόκειται για συγκράτηση τέτοιων πληροφοριών.
Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Α.Γ: Σαν μια νυχτερινή βόλτα στο δάσος. Αγριεύεσαι, δυσκολεύεσαι να δεις καθαρά, φαντάζεσαι διάφορα να παραμονεύουν πίσω από ήχους και σιλουέτες, αλλά όταν τα μάτια σου συνηθίσουν το σκοτάδι ίσως και να σου αρέσει. Άλλωστε είναι απλά μια βόλτα.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Α.Γ: Πρόκειται για μία ιστορία που παρουσιάζει μια νέα –για την πραγματικότητα του βιβλίου– τεχνολογική ανακάλυψη. Μία συσκευή με την οποία έχει κάποιος τη δυνατότητα να επιλέγει και να συνθέτει το περιεχόμενο των ονείρων του. Το βιβλίο πραγματεύεται λοιπόν την επίδραση της συσκευής αυτής στην κοινωνία, η οποία κατά τα άλλα δεν διαφέρει σε κάτι από τη δική μας. Η πλοκή περιπλέκεται γύρω από τη δράση ενός μυστηριώδους προσώπου, το οποίο μηχανεύεται έναν τρόπο ώστε να εξορύσσει τις βαθύτερες φοβίες των χρηστών της συσκευής, μετατρέποντας τα όνειρά τους σε θανατηφόρους, εξατομικευμένους εφιάλτες. Απέναντί του έχουμε δύο ερευνητές της αστυνομίας να διεξάγουν μία στριφνή, δύσβατη έρευνα ώστε να βρουν και να συλλάβουν το εν λόγω πρόσωπο. Επιπλέον ένας χαρακτήρας βρίσκεται από το πουθενά και τη ρουτίνα της καθημερινότητάς του μπλεγμένος στη μέση, στο φιλέ αυτού του θανατηφόρου πινγκ πονγκ, σαν έντομο παγιδευμένο σε ιστό αράχνης.
Σε γενικές γραμμές είναι ένα μυθιστόρημα που ακροβατεί μεταξύ διαφορετικών ειδών. Έχει χαρακτηριστικά μυστηρίου, αστυνομικού, έντονες πινελιές τρόμου, αλλά και το στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας στα θεμέλια της πλοκής. Αν εξαιρέσεις βέβαια το γεγονός ότι η συσκευή αυτής της νέας τεχνολογίας βρίσκεται στο επίκεντρο και είναι κάτι το δεδομένο και διαδεδομένο στην κοινωνία της πραγματικότητας του βιβλίου, άλλα στοιχεία επιστημονικής φαντασίας δε νομίζω πως θα βρει κάποιος. Ούτε κάποιον δυστοπικό, φουτουριστικό κόσμο. Το περιβάλλον είναι οικείο, όχι ξένο.
Ελπίζω να απολαύσουν οι αναγνώστες την ανάγνωση όσο απόλαυσα εγώ το γράψιμο.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Α.Γ.: Ότι παρά το γεγονός πως είναι πολυδιάστατο και έχει διαφορετικά επίπεδα βάθους, δεν ανοίγει πολλά μέτωπα όσον αφορά στην πλοκή. Είναι και μαζεμένο δηλαδή ταυτόχρονα. Για αυτό και δεν με ταλαιπώρησε πάρα πολύ στη συγγραφή από την άποψη ότι δεν πάλευα να κολλήσω, να ράψω και να μπαλώσω. Η ιστορία έβγαινε από μέσα μου αβίαστα, με μια ανεξαρτησία αν θέλετε. Τα «γιατί» της πλοκής, που προέκυπταν κατά τη διαδικασία της δημιουργίας της, δεν ήταν δυσεπίλυτοι γρίφοι. Απεναντίας, ίσως μου έδειχναν και τον δρόμο κάποιες φορές.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Α.Γ.: Δύσκολη ερώτηση. Ίσως ένας από τους αστυνομικούς. Έχει τα καλά του, αλλά και τα στραβά και τα παράλογά του, μα είναι αυθεντικός και ειλικρινής. Ήταν μια πολύ οικεία φιγούρα και γίναμε καλοί φίλοι με αυτόν τον τύπο.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Α.Γ.: Ειλικρίνεια είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό. Είναι η ομπρέλα που καλύπτει όλα τα υπόλοιπα. Σε αυτά θα βρούμε δράση, μυστήριο, τρόμο, καθώς και σκληρότητα σε ορισμένες περιπτώσεις. Βεβαίως υπάρχουν μονοπάτια που οδηγούν σε πολλές πτυχές της ζωής, τα οποία όμως προαιρετικά ακολουθεί κάποιος, δεν είναι προϋπόθεση κατά την ανάγνωση. Τα ακολουθεί αν το επιλέξει, δεν επιβάλλονται μέσα από την ιστορία. Προκύπτουν. Ωστόσο είναι στο χέρι του αναγνώστη αν θα περιπλανηθεί μέσα τους.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Α.Γ.: Τη δεδομένη στιγμή το αν θα απολαύσει και θα διασκεδάσει ο κόσμος που θα διαβάσει το βιβλίο μου. Είναι το πρώτο βιβλίο μου το οποίο βλέπει πώς είναι ο κόσμος έξω από τη φυλακή του υπολογιστή μου. Ως εκ τούτου, το τι θα ζήσει εκεί έξω είναι για μένα ανεξερεύνητη περιοχή. Έχω την αγωνία μου, αλλά είναι ευχάριστη η αγωνία παρ' όλα αυτά. Μου αρέσουν οι μυστηριώδεις περιηγήσεις σε ανεξερεύνητες περιοχές και η ανακάλυψη νέων συνόρων που φέρνουν μαζί τους.
Φοβάστε...
Α.Γ.: Τη σπαταλημένη δημιουργικότητα. Όπως και το γεγονός πως υπάρχουν αμέτρητες ιδέες που δεν πήραν το βραβείο της υλοποίησης, όπως τους άξιζε. Υπάρχει ένα απέραντο νεκροταφείο ιδεών κάπου· και είναι πολύ τρομακτικό αν αναλογιστεί κανείς τι είναι θαμμένο εκεί.
Αγαπάτε...
Α.Γ.: Την ηρεμία, κι ας προμηνύει και καταιγίδα μερικές φορές. Είναι πολύτιμη. Αν μη τι άλλο σου δίνει μια καλή ευκαιρία να προετοιμαστείς. Οι καταιγίδες άλλωστε δεν θα εκλείψουν ποτέ.
Ελπίζετε...
Α.Γ.: Αύριο να είναι μια πιο παραγωγική μέρα από σήμερα. Μία μέρα τη φορά.
Θέλετε...
Α.Γ.: Να σταματήσει να μεγαλώνει το νεκροταφείο με τις ιδέες που λέγαμε πριν. Τις χρειαζόμαστε.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Α.Γ.: Οι λάτρεις του είδους, βέβαια. Ή μάλλον των ειδών, γιατί είναι και λίγο τέρας του Φρανκενστάιν το βιβλίο. Λίγο υβριδικό. Τα είδη τα οποία ένωσα για να του δώσω ζωή βέβαια μόνο νεκρά δεν είναι. Κάθε άλλο.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Α.Γ.: Για να διασκεδάσετε, να ψυχαγωγηθείτε, να προβληματιστείτε όσο επιλέξετε, και να τρομάξετε φυσικά. Καλό είναι να τρομάζουμε πού και πού, μας κάνει να εκτιμάμε τα απλά πράγματα, που μόνο μικρής αξίας δεν είναι.
Γιατί δεν πρέπει;
Α.Γ.: Για να βρείτε κάτι που έχετε αποφασίσει ήδη πως θα περιέχει. Όσες περισσότερες προσδοκίες αποβάλλουμε, τόσο το καλύτερο. Επίσης, αντένδειξη αποτελεί και η αλλεργία σε σκληρές περιγραφές. Ανάλογα με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων βέβαια. Αν πρόκειται για έναν μικρό ερεθισμό, έχει καλώς. Αν μιλάμε όμως για αναφυλαξία, δυσκολεύει το πράγμα.
Πού/πώς μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Α.Γ.: Στη σελίδα των εκδόσεων Ελκυστής, φυσικά, που αποτελούν το εκδοτικό μου σπίτι, το οποίο είναι γεμάτο θαλπωρή και ζεστασιά που ένιωσα από την πρώτη στιγμή που πέρασα την πόρτα. Επιπροσθέτως, και με την απλή πληκτρολόγηση του τίτλου στη μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο, εμφανίζονται κάμποσες επιλογές για να το προμηθευτεί κάποιος. Τέλος μπορείτε να πεταχτείτε μέχρι το κοντινότερο βιβλιοπωλείο, αν είστε σαν κι εμένα, και να ρωτήσετε το άτομο που θα σας εξυπηρετήσει αν διαθέτουν το βιβλίο. Αν η απάντηση είναι όχι, τους πιάνετε από τον γιακά και τους λέτε να τσακιστούν να το φέρουν. Ασφαλώς και αστειεύομαι, φυσικά. Οι βιβλιοπώλες είναι πολύ, πάρα πολύ ψηλά στη λίστα με τις αγαπημένες μου κατηγορίες επαγγελματιών.
Πού μπορούμε να βρούμε εσάς;
Α.Γ.: Σαν φυσική παρουσία, στο Κέμπριτζ της Μεγάλης Βρετανίας, ή κάποιες φορές μπορεί να με πετύχετε και στην Αθήνα, τη Λαμία ή τη Λιβαδειά. Διαδικτυακά μάλλον στο Ίνσταγκραμ, αν και δεν γνωρίζω να το δουλεύω και πολύ, καθώς πολύ πρόσφατα μπήκα στο εν λόγω πανηγύρι. Νομίζω αν πατήσει κανείς angelosgalanis θα με βρει.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Α.Γ.: Μάλλον το ιώδες. Συγκεκριμένα η απόχρωσή του στον ουρανό κατά το μεταβατικό στάδιο μεταξύ φωτός και σκοταδιού.
Ποια μουσική;
Α.Γ.: Ψυχεδελικό ροκ. Για όνειρα μιλάμε στο κάτω κάτω της γραφής.
Ποιο άρωμα;
Α.Γ.: Η κομψή μυρωδιά του νυχτολούλουδου. Μια υπενθύμιση ότι το σκοτάδι γεννά και ομορφιές.
Ποιο συναίσθημα;
Α.Γ.: Ίσως η ανακούφιση όταν συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις και τίποτα να χάσεις στην τελική. Όπως αυτή που νιώθει κανείς όταν ξυπνά από έναν εφιάλτη και διαπιστώνει ότι όλα είναι καλά, ήταν απλώς ένα όνειρο.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Α.Γ.: Υποθέτω θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καλό στήριγμα για το κρεβάτι κάποιου, αν σε αυτό υπάρχει κάποιο πόδι που έχει χαλάσει. Έχει κατάλληλο πάχος, πιστεύω. Οπότε αγοράστε το, ακόμη και να μην σας αρέσει υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να σας φανεί χρήσιμο. Υπόσχομαι ότι δεν θα σας επηρεάσει τον ύπνο με τα όνειρα που έχει μέσα.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Α.Γ.: Δεν έχω ιδέα. Θέλω να πιστεύω κάτι στο οποίο θα μπορούσα να διοχετεύσω δημιουργικότητα ασκώντας το.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Α.Γ.: Νέσμπο, Φίτζεκ, Γιόνασον.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Α.Γ.: Δύσκολο να απαντήσω με ακρίβεια. Οπωσδήποτε, είναι η απάντηση, κοντολογίς, απλώς το δύσκολο είναι να εντοπίσω ποιος και πώς. Έρχονται πάρα πολλοί στο μυαλό. Η μοναδική ικανότητα του Κινγκ να κάνει ιστορία το οτιδήποτε. Ή η μαγεία της αβίαστης γραφής του Κάφκα που παρά τη βαρύτατη, στενάχωρη ατμόσφαιρα των έργων του ρέει σαν μέλι. Η ανυπέρβλητη τεχνική του Ντοστογιέφσκι. Η αμεσότητα της Παπαδάκη. Οι ταξιδιάρικες εικόνες του Λόντον. Το ύφος του Ζολά. Ο στοχασμός του Καζαντζάκη. Η πλαστικότητα του Νέσμπο. Η εξαιρετική ευστροφία του Μίσσιου. Έχω την εντύπωση ότι μπορώ να συνεχίζω για πάρα πολύ, οπότε ας το αφήσουμε εδώ.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Α.Γ.: Μπορούν να με κατευθύνουν μια χαρά οι άτιμοι. Είναι πολλές οι φορές που τυχαίνει να το συζητάω κιόλας μαζί τους αφού έχει γίνει κάτι απρόσμενο, και τους ρωτάω: «Καλά, συγγνώμη, αυτό πώς σου ήρθε να το κάνεις;». «Να κοιτάω τη δουλειά μου», είναι η πιο συνηθισμένη απάντηση που παίρνω, και ότι είναι δικός τους λογαριασμός.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Α.Γ.: Νομίζω και τα δύο. Δεν είναι και πολύ πρωτότυπη η απάντηση, το ξέρω, αλλά ειλικρινά θεωρώ πως έτσι είναι. Ίσως το ιδανικό είναι το ένα να τρέφει το άλλο και τούμπαλιν. Μάλιστα στην εξίσωση θα τολμούσα ευθαρσώς να προσθέσω και τη δεξιότητα της παρατήρησης.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Α.Γ.: Πιστεύω το να ζήσουν οι αναγνώστες την ιστορία. Είναι δεδομένο ότι σε κάποιους το βιβλίο θα αρέσει και σε κάποιους άλλους όχι. Η αναλογία αυτών των δύο κατηγοριών δεν παίζει για μένα τόσο σημαντικό ρόλο όσο το να ζήσουν την ιστορία αυτοί που ανήκουν στη μερίδα που τους άρεσε. Να βουτήξουν μέσα της με το κεφάλι ή, ακόμη σωστότερα, να τους τραβήξει αυτή.
Τι την αποτυχία;
Α.Γ.: Έχω την εντύπωση ότι αν τα περισσότερα αντίτυπα του βιβλίου καταλήξουν να εξυπηρετούν ως στηρίγματα σε έπιπλα, όπως λέγαμε πριν, είναι πάνω κάτω ασφαλές το συμπέρασμα πως έχει αποτύχει. Μισοσοβαρά μισοαστεία το παραπάνω. Πέρα από την πλάκα πάντως, νομίζω ότι όχι ακριβώς αποτυχία, μα κάτι σαν θάνατος του βιβλίου, επέρχεται όταν σταματήσει το ταξίδι του. Όταν μένει βουβό και άψυχο σε ράφια, βιβλιοθήκες ή οπουδήποτε αλλού χωρίς να διαβάζεται από κανέναν. Χωρίς να αλληλεπιδρά. Και που είναι εκεί, αναπνέει με μηχανική υποστήριξη.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Α.Γ.: Όχι. Σε καμία των περιπτώσεων. Οικονομικές συνέπειες θα μπορούσε να έχει, αλλά αυτό από μόνο του δεν μπορεί να στηρίξει βέβαια τον χαρακτηρισμό της κατάχρησης. Άλλωστε υπάρχουν πολλοί οικονομικοί τρόποι για να θρέψει κανείς την πείνα του για βιβλία, όσο ακόρεστη κι αν είναι.
Εντούτοις μια άλλη κακή συνήθεια η οποία σχετίζεται κάπως με το θέμα και παρατηρείται σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, είναι ο άσκοπος αποθησαυρισμός των βιβλίων. Παραφορτωμένες βιβλιοθήκες, π.χ, με βιβλία που δεν ανοίγονται ποτέ. Είτε γιατί κανείς δεν τα διαβάζει είτε γιατί όσοι τα διάβασαν δεν θα τα ακουμπήσουν ποτέ ξανά. Οι βιβλιοθήκες όμως δεν είναι τροπαιοθήκες, μην τα μπερδεύουμε αυτά τα δύο. Κατά την ταπεινή μου άποψη η βιβλιοθήκη πρέπει να είναι κάτι ζωντανό. Μια αφορμή για διάβασμα. Η θέα της πρέπει να σε προδιαθέτει να διαλέξεις κάτι να τραβήξεις και να διαβάσεις ή να ξαναδιαβάσεις. Δηλαδή αυτή η στερεοτυπική συζήτηση που ακούγεται συχνά πυκνά σε επισκέψεις, που ρωτάει κάποιος «πο, πο, πόσα βιβλία έχεις εδώ! Τα έχεις διαβάσει όλα;» και ο άλλος απαντά με καμάρι πως ναι, τα έχει διαβάσει όλα, πρέπει να εκλείψει. Πιστεύω ότι με αυτόν τον τρόπο τα βιβλία μοιάζουν περισσότερο με τρόπαια κυνηγιού, σαν βαλσαμωμένα διακοσμητικά κεφάλια ζώων, παρά με κάτι ζωντανό.
Αν η αλληλεπίδρασή μας με κάποιο βιβλίο έχει φτάσει στο τέλος της λοιπόν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καλό θα ήταν για μένα να αφήσουμε το βιβλίο ελεύθερο να συνεχίσει το ταξίδι του. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να το κάνουμε αυτό, μην ρωτήσετε πώς, θα σας μαλώσω. Το να τα αφήνουμε στα ράφια σε μηχανική υποστήριξη δεν κάνει καλό ούτε σε εμάς, ούτε σε εκείνα. Κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον. Ούτε τον εαυτό μου βγάζω στην απ' έξω φυσικά, ναι, κι εγώ ομολογώ την ενοχή μου. Όλοι μας είμαστε περισσότερο ή λιγότερο ένοχοι στο αδίκημα του άσκοπου αποθησαυρισμού, το ξέρω και το ξέρετε, ειδικά εσείς εκεί πίσω στη γαλαρία που σφυράτε αδιάφορα. Ας προσπαθήσουμε με μικρά και σταθερά βήματα να αλλάξουμε, γιατί ξέρω πολύ καλά ότι υπάρχουν και συναισθηματικές συνδέσεις που αποτελούν τροχοπέδη σε αυτό, δεν είναι κι εύκολο. Όλοι μαζί μπορούμε όμως, που λένε και μερικοί. Ίσως να οργανώσουμε και κάτι σαν ομαδικές συνευρέσεις απεξάρτησης, για να αλληλοβοηθηθούμε. Αστειεύομαι, βέβαια. Ή μπορεί και όχι.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Α.Γ.: Για να κλείσουμε αισιόδοξα, ας πούμε «τα καλύτερα έπονται». Για να δεσμευτούμε κιόλας να προσπαθήσουμε για αυτά.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις και την ευκαιρία να απαντήσω σε αυτές. Συγχαρητήρια για τη δουλειά σας και καλή συνέχεια!
Ο Άγγελος Γαλάνης απάντησε το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για το μυθιστόρημά του, Όνειρα από ιστό, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελκυστής. Στην περίληψη διαβάζουμε:
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Αθήνα, δίχως συγκεκριμένη χρονολογική τοποθέτηση. Μόνη ειδοποιός διαφορά με το παρόν είναι μία νέα έκφανση της τεχνολογίας, η εφεύρεση και διάδοση της κονσόλας ονειρικής επαγωγής ονόματι Dreamland XS-12 από την εταιρεία Biotron. Μία αμφιλεγόμενη συσκευή, με την οποία ο χρήστης μπορεί να επιλέγει και να συνθέτει το περιεχόμενο των ονείρων του. Ωστόσο μία σειρά από μυστήριους θανάτους χρηστών της συσκευής δημιουργεί ερωτηματικά. Κάποιος με εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις παρεμβαίνει στη λειτουργία της κονσόλας, αποκρυπτογραφώντας και εξορύσσοντας τις χειρότερες φοβίες των θυμάτων. Τα όνειρά τους μετατρέπονται σε εξατομικευμένους, θανατηφόρους εφιάλτες. Δύο αστυνομικοί μπερδεμένοι ακολουθούν το μονοπάτι που δημιουργούν τα χνάρια του δολοφόνου, όπου η καυτή ανάσα της παράνοιας θολώνει τα γυαλιά της ημίτυφλης λογικής.
Ο Άγγελος Γαλάνης γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε σε μία γειτονιά της Ηλιούπολης. Σπούδασε Νοσηλευτική στη Λαμία και έχει ασχοληθεί με διάφορα επαγγέλματα όπως υπάλληλος αποθήκης, σερβιτόρος, dj, ραδιοφωνικός παραγωγός, προπονητής μπάσκετ. Πολλά εκ των παραπάνω τα έχει εξασκήσει με την ταμπέλα του φοιτητή να μισοκρέμεται πάνω του. Από το 2017 ζει με τη σύζυγό του στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας. Εδώ ξεκίνησε πρόσφατα να εργάζεται ως νοσηλευτής εργαλειοδοσίας σε νευροχειρουργικές επεμβάσεις στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Κέιμπριτζ. Επίσης, έχει εργαστεί ως νοσηλευτής στα εργαστήρια καρδιακού καθετηριασμού στο καρδιολογικό νοσοκομείο Royal Papworth του Κέιμπριτζ για δύο χρόνια, καθώς και τρία χρόνια στο Τμήμα Επεμβατικής Ακτινολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Κέιμπριτζ.