Λίγοι στην Ελλάδα γνωρίζουν αυτό το στιλ διακοπών, μου είπε ο συγγραφέας απαντώντας μια ερώτησή μου, εννοώντας το all inclusive ενώ αρχικός σκοπός του ήταν να το αναδείξει στο μυθιστόρημά του Ο κήπος των ονείρων, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Τα πρώτα ξενοδοχειακά χωριά ξεκίνησαν τη λειτουργία τους στα μέσα της δεκαετίας του 1950 κι έτσι λοιπόν το βιβλίο ξεκινά το 1949 στις Κάννες, όπου και γινόμαστε μάρτυρες μιας συνομιλίας που έμελλε να οδηγήσει στη δημιουργία του Club Med και του συγκεκριμένου τρόπου διακοπών. Ο Ζεράρ και ο Ζιλμπέρ γνωρίζονται τυχαία καθώς γευματίζουν στο ξενοδοχείο τους, στις Κάννες, την ίδια εποχή που το ομώνυμο Φεστιβάλ αποκτούσε σιγά σιγά αίγλη προσελκύοντας καλλιτέχνες κι ενδιαφέρον από όλο τον κόσμο. Εδώ βρίσκεται ο θεμέλιος λίθος του μοντέλου, που ήταν και είναι το ζητούμενο, δηλαδή να προσφέρεις μια ολοκληρωμένη εμπειρία διακοπών που να περιέχει τα πάντα: διαμονή, φαγητό, ποτό, διασκέδαση, αθλητικές ή καλλιτεχνικές δραστηριότητες, χειροτεχνίες, άλλα ενδιαφέροντα κ.ο.κ. Όπως χαρακτηριστικά θα διαβάσουμε και μέσα στο βιβλίο, πρόκειται για έναν «τρόπο ζωής», έναν νέο τρόπο να περάσεις καλά, να χαλαρώσεις εγγυημένα κάνοντας ακόμα και νέους φίλους!
Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στο 1992 και γνωρίζουμε τον Μάκη, έναν νέο που καταφθάνει στα γραφεία της εταιρείας προκειμένου να βρει δουλειά: ένα εξάμηνο, σεζόν, στην Κω· να ξέρει γαλλικά, θα είναι υπεύθυνος για το ξένο προσωπικό (Νιγηρία, Γερμανία...) και για τις πληρωμές στο τέλος κάθε μήνα… Τα υπόλοιπα θα τα μάθαινε επί τόπου και έμελλε να του κάνουν εντύπωση: «Η συμμετοχή στις βραδινές εκδηλώσεις είναι απαραίτητη, να πάρεις μαζί σου ρούχα διαφόρων χρωμάτων». «Οι ευγενικοί διοργανωτές με την παντομίμα προκαλούσαν στους πελάτες μια συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας.» «Οι χορογραφίες αποτελούσαν έναν ιδιαίτερο θεσμό…» ενώ στο τέλος της πρώτης του κιόλας ημέρας κι αφού θα έχει ήδη τις πρώτες ενδείξεις πως τίποτα δε θα είναι συμβατικό κι αναμενόμενο, θα αναρωτηθεί: «Μα, τι κάνω εδώ; Υποτίθεται έχω έρθει ως υπεύθυνος του ξένου προσωπικού…».
Ένα διεθνές θέρετρο πολυγλωσσίας (πολυπολιτισμικής υφής) με προγραμματισμένα χάπενινγκ, γευστικά ταξίδια στις χώρες του κόσμου, θεματικές βραδιές, με σόου, με θεατρικές ή μουσικές ή χορευτικές παραστάσεις ή με διαγωνισμούς ή και με άλλες διαδραστικές εκδηλώσεις και με συναλλαγές με πλαστικές μπίλιες ξεδιπλώθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Και όχι μόνο. Οι εφήμερες σχέσεις, οι έρωτες της μιας βραδιάς και γενικότερα το σεξ αποτελούσαν σημαντικότατο μέρος του συνόλου.
Αυτή η γιορτινή ατμόσφαιρα –no matter what– θα τον ακολουθούσε για όλη τη σεζόν. Χαρά, ευδαιμονία, πολυεπίπεδη διασκέδαση αποτελούσαν δεδομένα, αξιώματα. Όροι απαράβατοι θαρρείς για τουρίστες-επισκέπτες αλλά και για όλο το προσωπικό. Οραματίζομαι ένα ατέλειωτο καρναβάλι με πολύ χορό, μεταμφιέσεις, διασκέδαση, ρόλους, ποτά, κέφι και πολύ σεξ. Κι όλα αυτά χωρίς άγχη, αναστολές, δεύτερες σκέψεις, ταμπού ή την οποιαδήποτε συστολή/προβληματισμό ενώ πρέπει να σημειώσουμε βέβαια και το ελληνικό καλοκαίρι όπως αναβιώνει στις σελίδες. Τον καυτό ήλιο, τη θάλασσα, τις βουτιές στα γαλανά νερά…
Ο ήρωας, ο Μάκης, είναι ένας τυπικός αστός, τυπικής εμφάνισης, τυπικής μόρφωσης, αντιπρόσωπος του μέσου όρου κάθε νέου Έλληνα πολίτη.. μια φυσιογνωμία με την οποία όλοι μας μπορούμε να ταυτιστούμε, να κατανοήσουμε ή να συναντήσουμε τριγύρω. Όλοι ξέρουμε έναν Μάκη ή όλοι είμαστε ένας Μάκης. Αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα είναι κομβικό καθώς μπορείς εύκολα να καταλάβεις την ψυχοσύνθεσή του χωρίς να χρειαστεί να τον «ανιχνεύσεις» στη μυθοπλασία ψάχνοντας εδώ κι εκεί.
Μετά, στη συνέχεια της ιστορίας, το «πάρτι» τελειώνει όπως τελειώνει και η σεζόν κι έρχεται η ώρα της επιστροφής στην Αθήνα. Το αστικό τοπίο πρωταγωνιστεί πια στο πεδίο του και μαζί το γκρίζο, η θλίψη κι η μελαγχολία. Αναζητά (νέα) εργασία όμως: «Άφησα τον παράδεισο…» «Μήπως να το ζήσω ξανά;». Τι πρέπει να κάνει; Ποια είναι η ορθή απόφαση; Τι έχει σημασία: μια καριέρα σε ένα άχρωμο γραφείο κάνοντας για πάντα κάτι που σε πνίγει ή μια ζωή γεμάτη από χρώματα και χαρά; Πώς πρέπει να βιοποριστεί; Υπάρχει η τέλεια δουλειά;
Ο ήρωας σκέφτεται κάποια στιγμή ότι αυτή «πρέπει να είναι η τέλεια δουλειά» και πάνω σε αυτόν τον άξονα προχωράει η ιστόρηση. Αυτό το στοιχείο πραγματεύεται η μυθοπλασία τούτη. Ή έναν από τους άξονες: από τη μια να (ανα-)δείξει αυτό το μοντέλο διακοπών (μάλιστα να στο δώσει εσωτερικά και ρεαλιστικά) κι από την άλλη να θέσει το ερώτημα.
Ο συγγραφέας αφήνει εντέχνως το άγνωστο αύριο να παρεισφρήσει ανάμεσα στις αράδες. Έχεις διαρκώς την εντύπωση ότι κάτι τραγικό θα συμβεί (όπως σε όλες τις περιπτώσεις που η ξέφρενη διασκέδαση οδηγεί σε μια τραγωδία) ή ότι θ' αναδυθεί η σαπίλα (η βρομιά που κρύβεται συνήθως πίσω από το λαμπερό περιτύλιγμα) ή ότι θα γίνει η ανατροπή (εκείνο που θα χαλάσει το ειδυλλιακό τοπίο, την ηρεμία και τη γαλήνη) κ.ο.κ. Όμως, αφηγηματικά, δεν στοχεύει σε αυτό. Δεν στοχεύει στην ανατροπή ή στην αποκάλυψη. Στόχος του είναι ν' «ασχοληθεί» με το ψυχογράφημα των προσώπων –κυρίως του βασικού ήρωα, του Μάκη– και να δώσει τις δικές του απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα περί ιδανικής δουλειάς κ.λπ. ή να προσφέρει φιλοσοφικού τύπου θέματα περί: νοήματος, έρωτα, αγάπης, ισορροπίας κ.ο.κ. –ακόμα και υπαρξιακά– χωρίς ωστόσο να τίθενται φανερά και χωρίς να καταλαμβάνουν συγγραφικό «χώρο». Τίθενται υποδόρια. Προκύπτουν μέσα από την αφήγηση.
Ένα γλυκό love story για το τέλος, την κατάληξη αυτής της ιστορίας που χαρακτηρίζεται για το ελληνικό καλοκαίρι, το μοντέλο all inclusive και που στο τέλος τέλος, αυτό που μένει τελικά είναι η πραγματική επαφή με τον σύντροφό σου παρά οι ξέφρενες βραδιές. Κι όπου/όπως πάει; Όταν δύο άνθρωποι έχουν κοινή πορεία, όνειρα, επιδιώξεις, αγάπη κ.ο.κ. αρκεί; Το να είναι οι δυο τους, μαζί, μήπως είναι αρκετό;
Πολλά τα ερωτήματα, καθένας θα/ας δώσει τις δικές του απαντήσεις.