Πόλας Γιαννακοπούλου-Βακιρλή
Δίπλα σε ένα μικρό παράθυρο, στεκόταν καμαρωτό κι αναβόσβηνε τα φωτάκια του, νωρίς το βράδυ. Τα στολίδια του λιγοστά, κάποιες μπάλες τραυματισμένες σαν τη ζωή τους. Κρέμονταν όμως με πείσμα από τα κλαδιά του σαν να ήθελαν να γιορτάσουν το γεγονός της θείας γέννησης με ιδιαίτερη χαρά. Αφήνονταν στα χέρια των δυο μικρών παιδιών της οικογένειας, του Λιόσα και της Σάσα, στο χάδι τους, στην εύθραυστη συγκίνησή τους.
Παραμονή Χριστουγέννων, στη σκηνή της οικογένειας, πλάι στο βομβαρδισμένο και μισογκρεμισμένο σπίτι. Εκείνο που τυπικά δηλώθηκε από τον εχθρό ως παράπλευρη απώλεια. Από αυτές που αγγίζουν τα όρια του φρικτού και του παράλογου και δεν αιτιολογούνται από την πρόθεση του πολέμου. Όπως παράπλευρη επίσης ήταν η απώλεια της γιαγιάς Μαρίκας, την ώρα που σκάλιζε στον κήπο τα λαχανικά της. Εκεί που η μεγάλη βόμβα άνοιξε το στόμα της και την κατάπιε σαν τη Λερναία Ύδρα της μυθολογίας. Και στη θέση της άνοιξε μια μεγάλη μαύρη τρύπα για να φωλιάσει ο θάνατος.
Εκείνο το δέντρο το χριστουγεννιάτικο επιβίωσε από την καταστροφή μέσα στο κουτί του, άθικτο σχεδόν σαν από θαύμα. Και σε άλλα μικρότερα κουτιά τα παιχνίδια, οι μπάλες, τα αγγελάκια και τα άλλα, έτοιμα για τον φετινό στολισμό, με μικρές απώλειες. Στο μικρό υπόγειο του σπιτιού το βρήκε η μητέρα, ανάμεσα σε μπάζα και συντρίμμια. Το τράβηξε ευλαβικά κι αυτό και τα παιχνίδια, τα ξεσκόνισε με υπομονή, δοκίμασε τα φωτάκια για να δει αν άντεξαν στη λαίλαπα της καταστροφής. Και την παραμονή της γιορτής, το στόλισε μαζί με τα παιδιά της και το έστησε ορθό, πλάι στο μικρό τους παράθυρο. Δεν πειράζει, σκέφτηκε, που είμαστε στη σκηνή. Αυτό είναι το σπίτι μας τώρα. Αρκεί που έχουμε τα απαραίτητα για να επιβιώσουμε. Κι απορούσε με τον εαυτό της που βρήκε τη δύναμη να στολίσει και δέντρο. Το μόνο που σκεφτόταν η Ίλια ήταν αν θα είχαν ηλεκτρικό κάποιες ώρες, την άλλη μέρα των Χριστουγέννων, για να ανάψουν τα φωτάκια του. Τόσο απαραίτητο το βρήκε φέτος.
Γιατί τους έλειπε το φως από τη ζωή τους από τότε που σφύριζαν οι βόμβες πάνω από τα κεφάλια τους, έξι μήνες νωρίτερα. Από τότε και μετά, η Σάσα και ο Λιόσα, έχασαν την παιδική τους ξενοιασιά όπως όλα τα παιδιά του χωριού τους, έχασαν τον πατέρα τους που τον πήρε η πατρίδα για να πολεμήσει, όπως τους έλεγε η μάνα και ο δάσκαλος. Έχασαν το σχολείο τους που το κατάπιαν οι μαύρες φλόγες όπως και τα περισσότερα σπίτια τους. Ωρίμασαν απότομα, στα μάτια τους σχηματισμένη μηχανικά η απορία από τότε: ΓΙΑΤΙ;
Μια ακόμα παράπλευρη απώλεια θα την έλεγαν οι εχθροί, σαν αυτή της γιαγιάς ή όλων των θυμάτων του χωριού. Κι όσοι είχαν μείνει όρθιοι πάσχιζαν να στήσουν ξανά το σχολείο, έστω μέσα σε αντίσκηνα, για να βλέπουν τα παιδιά τους από τα μικρά παράθυρα το φως. Κι ο δάσκαλος, που είχε απομείνει, τους μίλαγε για τη λευτεριά που δεν θα αργούσε.
Κι ο Λιόσα και η Σάσα, όπως τα περισσότερα παιδιά του χωριού, περίμεναν με υπομονή πίσω από το μικρό παραθυράκι πότε θα άναβαν τα φωτάκια του δέντρου. Τότε φώτιζαν τα πρόσωπά τους και παρακαλούσαν το θείο βρέφος να τους φέρει γρήγορα πίσω τον πατέρα.
Copyright © Πόλα Γιαννακοπούλου-Βακιρλή All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Ελένης Αστερίου-Αστερόσκονη