Κωνσταντίνας Ζαγάρη
Μαμά αγκαλιά.
Η Όλγα κρεμασμένη απ' το πόδι μου, επαναλαμβάνει μονότονα «μαμά αγκαλιά». Ξέρει ότι δεν μπορώ να την πάρω. Στο ένα χέρι το μπετόνι με το νερό. Για να το γεμίσω έφτασα στην άλλη άκρη της πόλης. Αν μπορεί κανείς να πει πόλη τα φαντάσματα των καρβουνιασμένων κτηρίων, τους σκαμμένους δρόμους, τα πυρπολημένα μαγαζιά. Δέκα μέρες χωρίς νερό στο σπίτι. Στο άλλο χέρι μια τσάντα με λαχανίδες κι ένα πακέτο ρύζι που κατάφερα να εξοικονομήσω.
— Λίγο ακόμα αγάπη μου.
Προσπαθώ να παρηγορήσω την κόρη μου.
— Θα μετρήσουμε μαζί μέχρι το δέκα και θα 'χουμε φτάσει σπίτι μας.
— Θέλω να πάμε στο δικό μας το σπίτι!
Υψώνει τη φωνή η Όλγα.
Έχει σταματήσει και χτυπάει το ποδαράκι της στο χώμα. Είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα, αλλά κρατιέται. Θέλω να την αγκαλιάσω. Να την παρηγορήσω. Να της πω ότι σύντομα όλα θα τελειώσουν και θα γυρίσουμε στο δικό μας σπίτι. Δεν έχω το κουράγιο. Είμαι τόσο κουρασμένη. Τις νύχτες δεν κλείνω μάτι. Η λάμψη των ρουκετών σχίζει το σκοτάδι. Ο ήχος των εκρήξεων ταρακουνάει ό,τι έχει μείνει από το κτήριο. Είμαστε οι μόνοι που μένουμε ακόμα εδώ. Ο πατέρας καθηλωμένος, αδύνατον να μετακινηθεί. Η μάνα στα πόδια της ακόμα, αδύνατο να τον αφήσει. Κι εγώ με την κόρη μου, πήραμε αντίθετα τον δρόμο της προσφυγιάς. Όταν όλοι εγκατέλειπαν την πόλη, εμείς επιστρέφαμε. Αδύνατο να τους αφήσω στο έλεος.
Μοιραζόμαστε όλοι το ίδιο δωμάτιο. Αυτό που ήταν το σαλόνι μας. Είναι το πιο ζεστό. Κοντεύει μήνας χωρίς ηλεκτρικό και θέρμανση. Για τρόφιμα ούτε λόγος. Ψάχνω με τις ώρες για το τίποτα.
Χθες η μάνα με τράβηξε παράμερα.
— Να πάρεις το παιδί και να φύγετε. Εμείς, έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε ζωή.
— Μην συνεχίζεις.
Την έκοψα.
— Δεν σας αφήνω. Είναι σα να σας σκοτώνω με τα ίδια μου τα χέρια.
— Άσε τον θάνατό μας στα δικά μας τα χέρια, μου λέει. Εσύ έχεις χρέος μόνο απέναντι στο παιδί σου.
Το βλέμμα της σκληρό. Αγέλαστη ήταν πάντα. Ο πατέρας ήταν ο τρυφερός απ' τους δυο τους.
Πήγα κοντά του. Η μυρωδιά των γηρατειών, της απλυσιάς και της κατάκλισης βαριά. Άνοιξε τα μάτια. Προσπάθησε να μου χαμογελάσει. Τα χείλη του σκασμένα και πληγιασμένα. Κατέληξε σε μορφασμό.
— Να φύγεις, μου ψιθύρισε. Άκουσέ την! Να φύγεις! Το παιδί...
Ξανάκλεισε τα μάτια κουρασμένος.
Τα χέρια του διάφανα απ' την αδυναμία. Μπορώ να μετρήσω μια μια τις μπλαβί φλέβες. Τα όμορφα χέρια του, με τα μακριά δάχτυλα που γλιστρούσαν στα πλήκτρα του πιάνου κι εμείς –ο Αντρέας, η Τάνια κι εγώ– να τραγουδάμε. Η μάνα, μουτρωμένη που δεν βρισκόμαστε στα κρεβάτια μας, τον τραβούσε από το μανίκι.
«Να δω ποιος θα τους ξυπνάει αύριο, για το σχολείο».
— Μαμά, δέκα!
Διέκοψε τις σκέψεις μου η Όλγα.
— Φτάσαμε!
Έτρεξε μ' όση δύναμη είχαν τα ταλαιπωρημένα ποδαράκια προς το άνοιγμα που είχε μείνει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Την ακολούθησα αποκαμωμένη. Έσπρωξα την πόρτα του διαμερίσματος και μπήκα σέρνοντας το μπετόνι.
Το πρώτο που είδα ήταν το μαξιλάρι, πάνω στο πρόσωπο του πατέρα. Η μάνα καθόταν στον καναπέ. Στην αιματοβαμμένη ποδιά της αφημένο το μαχαίρι της κουζίνας. Τα χέρια της δυο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Στο πρόσωπό της πρώτη φορά χαραγμένο ένα χαμόγελο.
Ήταν όμορφη.
Copyright © Κωνσταντίνα Ζαγάρη All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Ελευθερίας Παπαδόγιαννη