Γιώργου Αναστασιάδη
12ος-13ος αιώνας. Η εποχή των μαγισσών, των αλχημιστών, η εποχή που η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια είχαν αξία λίγο μεγαλύτερη από τα πεπτικά υπολείμματα πρωτογενών θηλαστικών. Ανθρώπων που είχαν χάσει την πραγματική τους φύση και υπόσταση, αιώνες πριν, με την κατάρρευση του κλασσικού πολιτισμού και τον πνευματικό θάνατο, δια βίαιας λήθης, πεφωτισμένων διανοιών, μεγάλων φιλοσόφων και ερευνητών. Η εποχή της σάρκας και της αμαρτίας μέσω κάθε βδελυρότητας και βδελυγμίας, που κάθε κτηνώδης νους μπορούσε να υλοποιήσει. Η εποχή που οι αγνές και χριστιανικές αρχές, όπως ειπώθηκαν δια στόματος του ίδιου του Θεού, είχαν αμαυρωθεί και αλλοιωθεί από το λαμπερό, μα απατηλό χρώμα, του χρυσού και την εφήμερη δόξα κοσμικής εξουσίας πονηρών μυαλών επί των κεφαλών απαίδευτων δίποδων. Η εποχή που όταν οι ψυχές επέλεγαν να μετουσιωθούν σε σάρκα όφειλαν να ήταν αποφασισμένες να υποστούν ισχυρές δοκιμασίες στον δρόμο τους για τη θέωση και το αιώνιο φως. Η εποχή που πονηρά πνεύματα και δαίμονες της αποκαλύψεως χόρευαν παρέα με ανθρώπους σε αλληγορικά πανηγύρια, χαλκεύοντας τον λόγο και μπασταρδεύοντας την ουσία των τελευταίων σε σαρκικά όργια και λουτρά αίματος προς γελοιοποίηση του τελειότερου δημιουργήματος μπροστά ακριβώς στα μάτια του Δημιουργού του.
Κάπου εδώ γεννιέται ο ήρωάς μας, στην περιοχή της Béziers της Νότιας Γαλλίας. Αγνή μα ανώριμη ψυχή, μετέφερε μεγάλο φορτίο αιθέριας αύρας προγενέστερων δεινών. Τα χαρακτηριστικά του αντανακλούσαν την έμφυτη ευγένεια και καταβολή του προς την απόλυτη και καθαρή γνώση. Τα όπλα του ήταν η βαθιά σκέψη επί της ουσίας και η αναλυτική του εμμονή προς αναζήτηση της αιτίας των πραγμάτων.
Από τα παιδικά του χρόνια δεν μπορεί παρά να θυμηθεί ελάχιστα. Δεν ήταν δα η εποχή των πολλαπλών ερεθισμάτων και της απλόχερης παροχής πληροφορίας, αληθινής ή μη. Τα βιώματά του επαναλαμβανόμενα. Μια συνεχιζόμενη, μονότονη ακολουθία όμοιων καθημερινών στιγμών με επίπεδο και άχρωμο συναισθηματικό φορτίο. Ο νους του όμως έπρεπε ν' ασκηθεί διαβαίνοντας συχνά επικίνδυνα μονοπάτια ενώ η ψυχή του έπρεπε να μείνει αλώβητη σε όλη την πορεία. Στην παραμικρή αποτυχία ο κίνδυνος ακόμη και του ίδιου του του φυσικού θανάτου ήταν υπαρκτός και συνεχής. Έπρεπε ο ίδιος, από μικρό παιδί, να συνειδητοποιήσει τη βαρύτητα της κάθε του πράξης και να εμπεδώσει μέσα από οδυνηρές εμπειρίες τη διαφορά του καλού και του κακού. Γνώριζε... Κουβαλούσε πρότερη εμπειρία ζωής και συνείδηση υλικής υπόστασης. Έπρεπε μόνο να επιλέξει και να επιλεγεί από τους κατάλληλους, να αναζητήσει μόνος και απαίδευτος τους προσωπικούς του, ανιδιοτελείς και πεφωτισμένους, διδασκάλους ώστε να κατανοήσει την ίδια του την ύπαρξη και τον τελικό του προορισμό σε μια αέναη και προϊούσα άσκηση ψυχής, που ο ίδιος είχε επιλέξει, όντας ακόμα αναπόσπαστο κομμάτι του φωτός. Παλιές αμαρτίες; Παλιές σκέψεις; Παλιά ατοπήματα, που τον είχαν μετατρέψει σε πίθηκο, σκλάβο των παθών του; Ή όλα αυτά μαζί; Φαίνεται ο λογαριασμός ήταν παλιός και το τίμημα βαρύ. Η ουράνια αποταμίευση έπρεπε να γίνει προσταγή και σκοπός της ζωής του, αλλιώς ο πνευματικός θάνατος ήταν βέβαιος και η τιμωρία της αιώνιας λησμονιάς φάνταζε φρικτή.
Το μόνο που θυμόταν ήταν το μικρό, αναμαλλιασμένο κοριτσάκι ενδεδυμένο πάντα με το πεντακάθαρο και λευκό του φορεματάκι –ίδια κουκλίτσα– να τον κοιτάζει πάντα με σοβαρό βλέμμα που τον ακολουθούσε παντού. Τι κι αν έπαιζαν στις λάσπες ή πάνω στις γλιστερές πέτρες της αυλής του δίπλα από το βαθύ πηγάδι που πάντα τον τρόμαζε; Τι κι αν μηχανεύονταν κάθε λογής αστείου με μοναδική του πρόθεση να την κάνει να γελάσει; Το κοριτσάκι δεν γελούσε πολύ. Πάντα σοβαρό, μα πάντα προσηλωμένο πάνω του, κατάφερνε να τον ανακαλύπτει όπου κι αν αυτός είχε κρυφτεί. Ήταν μεγαλύτερος, δεν θυμάται πόσο. Μοναδικό του μέλημα η προστασία της από άμεσους και ορατούς κινδύνους, προβλέποντας ακόμα κι εκείνους που φαινομενικά δεν υπήρχαν. Άσκηση ενόρασης, δύναμη ψυχής και προστασία. Ίσως έβλεπε το φως της αγνότητας, που είχε λησμονήσει από τις πράξεις του παρελθόντος, ίσως έβλεπε πάντα το μοιραίο και το ζοφερό να ελλοχεύουν σε κάθε άτσαλο βήμα της παιδικότητάς της. Όταν εκείνη πληγώνονταν, εκείνος έκλαιγε. Έκλαιγε μέσα του ακόμη και όταν αυτή γελούσε. Το μικρό κοριτσάκι ήταν συνέχεια εκεί, μέσα στη σκέψη του, σε κάθε του βήμα, σε κάθε του πράξη. Ήθελε πάντα εκείνος να πράττει το καλό για να επιστρέφεται σε εκείνη. Ήθελε να την κάνει να νοιώθει πάντα σαν βασίλισσα γιατί, κακά τα ψέματα, βασίλισσα ήταν. Της είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Η ψυχή του κομματιάζονταν όταν εκείνη πονούσε κι έκλαιγε. Έκλαιγε; Τι ανοησίες. Ποτέ δεν έκλαιγε φανερά. Μπορεί εκείνος να μπορούσε να καταλάβει παρατηρώντας μέσα από τα παιδικά της ματάκια τον πόνο της ψυχής της, μα εκείνη ποτέ δεν φανέρωνε τα πραγματικά της αισθήματα. Ούτε καν σε εκείνον που την λάτρευε περισσότερο και από την ίδια τη ζωή του.
Μια φορά θυμάται, της είχε φτιάξει μια κουκλίτσα καμωμένη από μαλλί, που το είχε ντύσει με ένα κομμάτι πορφυρού βελούδου, που είχε «τυχαία» ανακαλύψει στο συρτάρι της μητρός του. Είχε μάλιστα κρύψει ένα χρυσό νόμισμα στη θέση της καρδιάς με την ελπίδα ότι κάποτε το κοριτσάκι του θα το βρει και θα καταλάβει. Από μικρός έκρυβε τα συναισθήματά του ή έτσι νόμιζε με το αθώο, παιδικό μυαλό του.
Μια φορά θυμάται, την είχε τραβήξει από τα μαλλιά για να την σώσει από έναν πελώριο, κατάμαυρο σκύλο που ήταν έτοιμος να την βλάψει. Έπρεπε να δράσει γρήγορα και ακαριαία πριν το κτήνος τής κάνει κακό. Αναγκάστηκε. Τα κατάφερε. Το κοριτσάκι απλά γύρισε και τον κοίταξε με εκείνα τα ματάκια που ποτέ δεν λέγανε ψέματα. Ούτε και τότε έκλαψε, ούτε καν διαμαρτυρήθηκε κόντρα στον πιο ισχυρό και έντονο πόνο. Ήξερε ότι εκείνος θα ήταν πάντα εκεί να την φροντίσει. Το ήξερε ακόμη κι όταν εκείνος έφυγε και πήγε μακρυά της. Η σκέψη του μικρού εκείνου κοριτσιού με το λευκό, λινό και πάντα καθαρό και άσπιλο φορεματάκι ήταν πλέον κομμάτι της ψυχής του, η πιο ισχυρή ανάμνηση που κουβαλούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η μόρφωσή του έγινε κατά το τυπικό της εποχής, ως εσώκλειστος σε μονή. Ήταν κάτι που ο ίδιος είχε επιλέξει. Από τα άγουρα ακόμη χρόνια, είχε μέσα του λίγο αλλά αρκετό ουράνιο φως, που είχε καταφέρει να αποταμιεύσει σε μέρος μυστικό κατά την έλευσή του στον κόσμο. Το φως μεν ελάχιστο σε έκταση και δύναμη σκέψης μα η φλόγα άσβεστη και διαρκής. Το μόνο που είχε πραγματική και απόλυτα συνειδητοποιημένη ανάγκη ήταν η αναζήτηση γνώσης και η άσκηση του πνεύματος επί της ύλης ώστε να μπορέσει να προσεγγίσει τις υψηλές αξίες και τα κλασσικά ιδανικά εγκράτειας, ανδρείας, ήθους, αλήθειας των οποίων ο σπόρος είχε φυτευτεί βαθιά μέσα στο κατάλληλο υπόστρωμα, πανέτοιμα να βλαστήσουν και ζωηρά ν' ανθοφορήσουν. Η γλυκιά ευωδία ήταν εκεί, κλεισμένη σε πολύτιμο σκεύος ως άλλο μύρο –βάλσαμο πληγών και φάρος επιρροής επί δυνατών και αδυνάτων. Το έαρ φάνταζε πολύ μακρινό μα μόνο στα μάτια των υλικών αισθήσεων. Ο τυφώνας που θα πυροδοτούσε και θα θέριευε τη φλόγα εμπεριέχονταν σε μια μόνο λέξη: Αγάπη. Αγάπη για μάθηση, αγάπη προς τους ανθρώπους, αγάπη αγνή, αγάπη ανόθευτη απαλλαγμένη από την σάρκα, αγάπη ως έκρηξη και φωτιά απ' άκρη σ' άκρη του αιθερικού κόσμου, αγάπη που είχε φυτευτεί μέσα του από τα μικράτα του.
Το μικρό, αναμαλλιασμένο κοριτσάκι...
Η κλίση του προς τις θετικές επιστήμες ήταν ολοφάνερη. Ο κόσμος των μηχανών τον είχε μαγέψει. Γνώρισε του Πυθαγόρειους και άρχισε να εμβαθύνει στους μυστικούς κώδικες που έδεναν αριθμούς με λέξεις. Η μυστική και αρχέγονη σημασία των συμβόλων μετουσιώθηκε στο πάθος του για κατανόηση και σωστή χρήση του τεκμηριωμένου λόγου. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο και τίποτα δεν ήταν μετέωρο. Από τα έργα του Ομήρου και τους αρχαίους κώδικες της ελληνικής γραμματείας και διανόησης μέχρι τα λατινικά και τις γλώσσες των βαρβάρων. Όλα αυτά υπό το πλαίσιο του χριστιανικού φωτός και της πρώτης μυστικής διδασκαλίας του Κυρίου προς τους μαθητές του. Ήθελε να μιλήσει τη γλώσσα των αγγέλων και όχι τη γλώσσα της συντριπτικής πλειονότητας του κλήρου, καμωμένη και φτιασιδωμένη μέσα από τη λαγνεία για κοσμική εξουσία προς εκμετάλλευση αδαών και απαίδευτων. Η θέλησή του για προσφορά «μεταφράστηκε» στη θέση του απλού κληρικού, πιστός πάντα και για μια αιωνιότητα στις αξίες του Χριστού. Τα κείμενα συνδυάστηκαν με την καλλιγραφία και τη ζωγραφική, τα γράμματα παντρεύτηκαν με τις εικόνες και τα χρώματα, μέσω των οποίων μπορούσε να κρυπτογραφήσει έννοιες παλιές, παλιότερες ακόμα και από τον ίδιο τον άνθρωπο όταν εκείνος αποφάσισε να περπατήσει στη γη. Οι Γρηγοριανοί Ύμνοι του γαλήνευαν την ψυχή και μέσα στο αβαείο γνώρισε τους πλέον εξαιρετικούς διδασκάλους. Εκείνοι ήταν οι καθοδηγητές του. Εκείνοι τον περιέβαλαν με αγάπη εξαιρετική και τον γαλούχησαν με την ιδέα του αλτρουισμού και της αυτοθυσίας. Εκείνοι έγιναν οι πιστοί του σύντροφοι που τον ακολούθησαν μέχρι το τέλος. Το Εγώ είχε δώσει την θέση του στο Εμείς. Η ύλη δεν είχε καμία μα καμία σημασία πλην του κινδύνου της πλάνης και της ώθησης προς την ανομία και τις έκτροπες πράξεις.
Ναΐτες, οι φτωχοί στρατιώτες του Θεού. Ναΐτες, οι φύλακες και προστάτες των ανυπεράσπιστων Χριστιανών στα ιερά εδάφη όπου υλοποιήθηκε στον κόσμο μας το θείο. Το κατεξοχήν γήινο πεδίο που θέριευαν και ακόμη μαίνονται οι τιτάνιες μάχες ανθρώπων και πνευμάτων. Ναΐτες, οι αγνοί ιππότες, απαλλαγμένοι από καθετί κοσμικό, αυτοί που ζούσαν με την ελεημοσύνη του κόσμου, δείχνοντας υπακοή σε τρομερό κώδικα τιμής και απαράβατους κανόνες, διατηρώντας ισχυρούς δεσμούς αδελφοσύνης μεταξύ τους με μοναδικά θεμέλια το ήθος και την αλήθεια. Είχε δει και ψηλαφίσει τη σφραγίδα τους. Είχε διαβάσει και τους είχε γνωρίσει νοερά μέσα από φωτεινές σκέψεις. Τους θεωρούσε αδερφούς του και αυτό ήταν. Η σκέψη δεν άργησε να γίνει πράξη και η πράξη ένα ατέλειωτο ταξίδι στα ιερά εδάφη, γεμάτο από κακουχίες και στερήσεις, που δεν θα μπορούσε να αντέξει μια αδούλευτη ψυχή. Η θέληση μπορεί να κινήσει βουνά και πραγματικά βουνά και όρη κίνησε.
Η πραγματικότητα δεν συμβάδισε με τις προσδοκίες του. Η πραγματικότητα πολλές φορές μας προδίδει και μας υποβιβάζει. Η πραγματικότητα είναι σκληρή, σκληρότερη ίσως και από ό,τι δεν μπορούμε καν να φανταστούμε γιατί δεν θέλουμε ή γιατί δεν μπορούμε. Για να παλέψεις για το φως, πρέπει συχνά να εκπέσεις στο σκότος. Κάτω στο ζοφερό και απόλυτο σκότος, στην κόλαση επί της γης, στον απόλυτο καταστροφέα ψυχών και σωμάτων.
Η τάξη των Ναϊτών είχε από καιρό αρχίσει να αποκτά δύναμη και χρυσάφι. Οι στρατιώτες του Θεού δεν ήταν πλέον οι άξιοι παρά οι κληρονόμοι μιας κάποιας υποτιθέμενης αρετής, προερχόμενοι κυρίως των τάξεων των ευγενών και του ανώτερου κλήρου. Η παπική εκκλησία είχε αρχίσει να βάζει βαθιά τα μιαρά της χέρια μέσα στην αρχική ιδέα, ξεριζώνοντας τον αρχικό σκοπό, μολύνοντάς τον. Το χρυσάφι άρχισε να περισσεύει και οι στρατιώτες του Θεού να μετατρέπονται σε τελώνες, μετρώντας αργύρια ατέλειωτες νύχτες, παίζοντας με πελώριους πύργους και στοιβάζοντας το φθονερό μέταλλο πάνω στα ξύλινα τραπέζια. Μετά, ήρθαν οι κραυγές...
Τα βράδια μέσα στους υγρούς διαδρόμους τίποτα δεν θύμιζε τη μυρωδιά του λιβανιού και της αγιοσύνης. Το λιβάνι είχε δώσει τη θέση του στο θειάφι. Εκεί που ήταν ο Σταυρός, τώρα την ίδια θέση κοσμούσε το είδωλο. Το είδωλο χρειάζονταν διακαώς συντήρηση και ο φόρος ήταν βαρύς.
Τα βράδια κρατούσε σταυρωμένα τα χέρια του μέσα στο σκοτεινό κελί του, με το μισολιωμένο του κεράκι να του φωτίζει έναν ξύλινο σταυρό. Προσεύχονταν από μέσα του δυνατά μα οι φωνές από έξω ηχούσαν απόκοσμες, σπηλαιώδεις και δυνατές. Το ελαφρύ μείγμα κρασιού και αλόης είχε δώσει τη θέση του στο φτηνό οινόπνευμα και σε άλλα ελιξήρια εμπειρικών αλχημιστών και θιασωτών απόκρυφων τεχνών. Η Θεία Ευχαριστία είχε μετατραπεί σε μαύρο αίμα κτηνών και ανθρώπων και το Σώμα Κυρίου σε αποσύνθεση και κουφάρια στοιβαγμένα, το ένα πάνω στο άλλο, πάνω εκεί που παλιά ήταν η Αγία Τράπεζα.
Τα βράδια δεν ήθελε πλέον να έρθουν. Οι αλυσίδες των βασανιστηρίων αθώων είχαν αρχίσει να σφίγγουν και την δική του νοερή αλυσίδα της αμαρτίας και των ελεεινών λογισμών που ένοιωθε μέρα με την ημέρα να τον τραβούν στην άβυσσο. Οι μέρες δεν υπήρχαν πια γιατί ο ήλιος είχε χαθεί.
Τα βράδια... Κάθε λογής ανομία... Οι περήφανοι και ανδρείοι πολεμιστές και στρατιώτες του Θεού είχαν πλέον μετατραπεί σε μαριονέτες στα χέρια του ειδώλου. Σοδομισμός, ομοφυλοφιλικές πράξεις, παιδεραστία και ατέλειωτα βασανιστήρια αλλόθρησκων αλλά και φτωχών Χριστιανών. Η θρησκεία πλέον δεν είχε καμία σημασία και όλα γίνονταν για την σάρκα, προσφορά στο θυσιαστήριο της ασχήμιας, που γιγαντώνονταν ολοένα και περισσότερο. Το είδωλο πεινούσε και διψούσε. Το είδωλο πάντα πεινάει και διψάει και θέλει διακαώς να υπογράφει συμβόλαια υποταγής με τους πιθήκους.
Τα βράδια αισθάνονταν το πρόσωπο του να τρίβεται βιαίως πάνω στις τραχιές πέτρες των διαδρόμων. Τα βράδια, η ψυχή που είχε καταφέρει να αποδράσει μέσα από το πλατωνικό σπήλαιο, είχε επιστρέψει, μα οι δεσμώτες είχαν γίνει πλέον δεσμοφύλακες και η γήινη μυρωδιά είχε δώσει τη θέση της σε μια φρικτή δυσωδία ανακατεμένη με τη βρόμα του οινοπνεύματος, του σπέρματος και του αίματος. Η φωτιά, που έκαιγε πίσω από τους ανθρώπους, έκαιγε τους ίδιους τους ανθρώπους και τα αγαθά που μετέφεραν οι δαίμονες είχαν μετατραπεί από φαντασία και σκιές σε ασήκωτους τόνους ματωμένου χρυσού πάνω σε πληγωμένο θώρακα στερώντας την ανάσα και κόβοντας ασφυκτικά το οξυγόνο, όχι της γνώσης μα της ίδιας της ζωής.
Τα βράδια, η άλυσος γύρω από τον λαιμό του τον τραβούσε σαν άγκυρα προς την άβυσσο. Οι κραυγές... άρχισε να τις συνηθίζει. Τα όργια και η διαφθορά άρχισαν να τρυπώνουν στο μυαλό του, που συνέχιζε όμως να αντιστέκεται σθεναρά σε έναν άνισο αγώνα. Παντού γύρω του ο θάνατος. Παντού γύρω του η κόλαση επί της γης. Παιδικές κραυγές. Άρχιζαν σαν κλάμα νεογέννητου μωρού καταλήγοντας σε τσιρίδες και ουρλιαχτά και μετά η απότομη σιωπή του θανάτου. Άρχισε πλέον να μπερδεύει το πραγματικό με το ονειρικό. Ν' αναμειγνύει φαντασίωση με πραγματικότητα. Άρχισε να χάνει τον χρόνο. Άρχισε να χάνει την ανθρώπινη υπόσταση, την ίδια του τη φύση.
Το αναμαλλιασμένο κοριτσάκι...
Ξύπνησε ωσάν από αιώνιο λήθαργο. Ξύπνησε ωσάν νεκρός που αναστήθηκε. Ξύπνησε με τρόπο αναπάντεχο και τρομακτικό. Είδε την κόλαση. Κατέβηκε στην κόλαση. Έγινε ένα με την κόλαση. Τώρα έπρεπε να δραπετεύσει. Έπρεπε να ανέβει την κλίμακα του Ιακώβ και υπομένοντας τις δοκιμασίες του Ιώβ, ν' αναμετρηθεί με τα τελώνια που αφρίζοντας προσπαθούσαν να του πάρουν ό,τι πιο ιερό και τίμιο διέθετε. Έπρεπε να τα περάσει και να τα γνωρίσει όλα, μέχρι ν' ανέβει και να συναντήσει τα δικά του Χερουβείμ, ΟΧΙ μπροστά στις πύλες του παραδείσου αλλά πίσω στην πραγματική του ζωή, εκεί όπου ανήκε. Έπρεπε να ξαναβρεί και να παλέψει ώστε να κερδίσει πίσω την ανθρώπινή του φύση.
Το αναμαλλιασμένο κοριτσάκι...
Η απόφαση είχε ήδη σφραγίσει μέσα στον ταραγμένο του εγκέφαλο με την αγγελική σφραγίδα. Δραπέτευσε από το κολαστήριο ακολουθούμενος από δύο τρεις πιστούς του ιππότες, πραγματικούς αδερφούς του, αλώβητους από το είδωλο και τα φαιδρά του έργα. Δεν υπήρχε καταφύγιο παρά το Αbbaye Benedictine Saint-Martial της Limoges μέσα στο οποίο είχε γνωρίσει τους πεφωτισμένους διδασκάλους του. Ήξερε ότι εκεί θα έβρισκε την παρηγοριά που αναζητούσε διακαώς. Την βρήκε. Έπρεπε να εξομολογηθεί. Έπρεπε να βγάλει με κάποιο τρόπο όλο αυτό το βαρύ φορτίο αμαρτίας που είχε βιώσει στη γη που ακόμη και τώρα συγκρούονται θεοί και δαίμονες. Έπρεπε να εκμυστηρευτεί τον βόρβορο που είχε νιώσει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έπρεπε να βρει κάποιον που θα είχε το κουράγιο να τον αφουγκραστεί και να τον καθοδηγήσει. Ο άνθρωπος υπήρχε και τον βρήκε. Ο βασιλεύς της Aragon (σημερινή Βαρκελώνη) James II. Αποφάσισε να του γράψει ένα ολέθριο γράμμα (1308). Περισσότερο ως εξορκισμός φάνταζε παρά ως εξομολόγηση. Η φοβία και ο τρόμος κατακυρίευσαν τον εξομολογητή. Μήπως τελικά δεν ήταν ο κατάλληλος; Ο εγκλεισμός μέσα σε υγρή φυλακή δεν άργησε να έρθει και η προδοσία από τον άνθρωπο που του είχε εμπιστευτεί όλες τις μαύρες πτυχές της πληγωμένης του ψυχής για να τον βοηθήσει, μετέτρεπε την ποινή του σε Συσίφια τιμωρία. Το «ψωμί του πόνου και το νερό της θλίψης» θα ήταν τα μόνα υλικά αγαθά που θα τον συντηρούσαν μέσα σε αργό και βουβό πόνο μέχρι την τελική εκτέλεση της ποινής: Θάνατος στον αποστάτη. Αυτό πρόσταζαν το τυπικό και οι κανόνες. Μαζί του οδηγήθηκαν στο κελί και οι πιστοί του σύντροφοι Guillaume Robert, Bernard Pelet και Gérard de Boyzol.
Το υγρό και σκοτεινό κελί ήταν ο τάφος του σώματος και της ψυχής του. Ο χρόνος λες και είχε σταματήσει περιπαικτικά, ίσα ίσα για τον κρατάει σε μεγαλύτερη αγωνία. Το σκοτεινό φως γινόταν ένα με τις σκιές. Τις ίδιες σκιές που είχε γνωρίσει εκεί. Το είδωλο φαινόταν να ξαναζωντανεύει μέσα του κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμη πιο βαριά και η μυρωδιά της μούχλας μπερδεύονταν με το θειάφι. Τα μαύρα νύχια του ειδώλου είχαν ξεσκίσει την καρδιά του προσπαθώντας να ρουφήξουν την ζωική ενέργεια σβήνοντας το αιώνιο φως που ακόμη σιγόκαιγε μέσα του. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα φυγής και ένας γρήγορος και ξαφνικός θάνατος φάνταζε ευλογία και λύτρωση. Το όνειρο διαδέχονταν το συνειδητό και οι αναμνήσεις, παλιές και νέες, ήταν η μόνη του παρηγοριά. Μονολογούσε συνεχώς και αναζητούσε την μοναδική ελπίδα που ήταν ικανή να του δώσει μια ψευδαίσθηση παρηγοριάς.
Το αναμαλλιασμένο κοριτσάκι...
Έρχονταν ξανά και ξανά με την φωτεινή του παρουσία να γεμίζει τους σάπιους τοίχους και να του γαληνεύει την ψυχή. Ήταν η γέφυρα που τον κρατούσε ανάμεσα σε δυο κόσμους, ζώντων και νεκρών. Τότε, την προστάτευε. Πού να ήταν άραγε; Μπορούσε να τον θυμάται ακόμη; Την είχε αφήσει πίσω για καιρό. Οι παραστάσεις που είχε βιώσει λες και στόχευαν εκείνη. Εκείνες τις γλυκές εικόνες της παιδικότητάς του ικανές να διαλύσουν ακόμη και την κόλαση, μετατρέποντας ακόμη και τους ρυπαρούς λίθους της φυλακής σε εκείνους τους γλιστερούς, πανέμορφα λαξευμένους της αυλής των παιδικών του χρόνων. Το πηγάδι. Πάντα το φοβόταν. Τώρα κατάλαβε τον λόγο. Το σκότος του πηγαδιού, ίδιο με αυτά που είχε ζήσει. Το κοριτσάκι είχε βρει το χρυσό νόμισμα που της είχε κρύψει στην καρδιά. Το είχε βρει και του έδινε, λίγο λίγο, λάμψη στην καρδιά και στον ταραγμένο του νου ως φάρμακο ζωής και ανάσα ελπίδας.
Τα νέα έφτασαν στον Πάπα Clément V. Δεν ήταν δα και καθημερινό φαινόμενο η σύλληψη ενός έκπτωτου. Τα αισιόδοξα και ευχάριστα μηνύματα διαδίδονται γρήγορα. Τα θλιβερά και άσχημα ακόμη γρηγορότερα. Η μαριονέτα του Philippe IV le Bel είχε εκπαιδευτεί καλά. Καλύτερα και από τη δημοφιλή ατραξιόν της εποχής σε λαϊκά πανηγύρια, εκείνη της μαϊμούς που χόρευε αλυσοδεμένη στα χέρια του αφέντη-βασανιστή της. Όλοι έβλεπαν τον χορό και διασκέδαζαν χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν το παραμικρό από το παρασκήνιο και το θέατρο του πόνου και της εξαθλίωσης. Ο νους του φυλακισμένου είχε διαταραχθεί. Το φως φάνταζε κάτι πολύ μακρινό μα ταυτόχρονα τόσο μα τόσο εκτυφλωτικό.
Καμιά φορά τα ονόματα μαρτυρούν κάποιο χαρακτηριστικό ή κάθονται σαν δαιμόνια, ειρωνικά επάνω στους ανθρώπους καταδεικνύοντας την ασχήμια της ψυχής τους. Η επίσκεψη του ίδιου του ανώτατου άρχοντα στο μυστικό κελί, μπορούσε να σημαίνει πολλά. Ο δόλος και η διαβολή ταίριαζαν ως περίτεχνος χιτώνας στην ψυχή του διεστραμμένου άρχοντα. Η δολερή υπόσχεση της ελευθερίας, που του δόθηκε, καλλωπίστηκε από τη φρούδα του σκέψη για ζωή. Θα έπρεπε να δοθεί ένα μάθημα τιμής στους Μέγιστους Μάγιστρους του τάγματος ώστε να μπορέσουν να επανέλθουν στον δρόμο του Θεού και τους αρχικούς ιδρυτικούς του κανόνες. Δεν θα υπήρχε κανένα κακό και καμία επίπτωση παρά νουθεσία. Η εγγύηση που του δόθηκε ήταν η παρουσία του ίδιου του Πάπα και τα μέλη των ιεροεξεταστών είχαν συγγενικούς δεσμούς με την κορυφή της εξουσίας.
Το τραπεζικό σύστημα, που οι Ναΐτες είχαν εγκαθιδρύσει στην Ευρώπη, είχε ενοχλήσει την ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, καθώς πολλοί ευγενείς υποστήριζαν τους Ναΐτες με τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία θα μπορούσαν να κατέληγαν στα ταμεία της Εκκλησίας αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Τα τριάντα αργύρια οδήγησαν τον Κύριό μας στον σταυρικό θάνατο, το χρυσάφι ήταν η αιτία της προδοσίας. Ο φυλακισμένος ήρωας απελευθερώνεται και τίθεται επικεφαλής της ομάδας που θα συνελάμβανε τους ηγέτες του τάγματος.
Η εκτέλεση στη πυρά του Μεγάλου Μαγίστρου, των Μαγίστρων της Duche d'Aquitaine και της Normandie και του Μεγάλου Επιθεωρητή του Τάγματος διατάχθηκαν με προσωπική παρέμβαση του Βασιλέως της Γαλλίας Philippe IV le Bel και εκτελέστηκαν στις 11 Μαρτίου (ή 18 Μαρτίου), ημέρα Δευτέρα, το 1314, στο Παρίσι την ίδια ημέρα που καταδικάστηκαν σε «ισόβια φυλάκιση», μετά την αναίρεση των απολογιών τους καταγγέλλοντας δημόσια ότι αυτές είχαν αποσπαστεί με απάτες και βασανισμούς.
Συγκεκριμένα το πρωί της ημέρας αυτής στον ανοικτό χώρο μπροστά από τον μητροπολιτικό ναό της Παναγίας των Παρισίων, επί της νήσου Île de la Cité, είχε στηθεί ειδική εξέδρα προ της οποίας είχαν λάβει θέση ιεροδικαστές της Ιεροεξεταστικής Επιτροπής ενώ γύρω από τον χώρο είχε συρρεύσει πλήθος κόσμου για να παρακολουθήσει τη δημόσια καταδίκη των μεγάλων αξιωματούχων του Τάγματος του Ναού. Σκοπός της επιτροπής ήταν η δημόσια απαγγελία του κατηγορητηρίου μετά την απόσπαση της τελευταίας δημόσιας ομολογίας των Ναϊτών και στη συνέχεια η καταδίκη. Την επιτροπή αυτή αποτελούσαν ο Arnaud de Fargé (ανιψιός του Πάπα Clément V), ο Arnaud de Norveile (παπικός τοποτηρητής της Γαλλίας), ο Nicola de Frovile (εξομολογητής και μυστικοσύμβουλος του Βασιλέως) και ο Philippe de Marigny (αρχιεπίσκοπος της Sens, ως βασιλικός και παπικός επίτροπος, ουσιαστικά πρόεδρος).
Γύρω στις δέκα οι αξιωματούχοι Ναΐτες, που βρίσκονταν φυλακισμένοι στον μεγάλο Πύργο του Ναού –Château de Gisors–, πρώην ιδιοκτησία τους που τους είχε κατασχεθεί, μεταφέρθηκαν στον χώρο αλυσοδεμένοι πάνω σε κάρο όπου και τους ανέβασαν στην εξέδρα, υποχρεώνοντάς τους να γονατίσουν μπρος στην επιτροπή. Στη συνέχεια λαμβάνοντας τον λόγο κάποιος καρδινάλιος, διαβάζοντας και ολοκληρώνοντας το κατηγορητήριο, διέκοψε για να απαγγείλει την καταδικαστική απόφαση που ήταν: «Ισόβια φυλάκιση, με μοναδική τροφή το ψωμί του πόνου και το νερό της θλίψης.».
Η απόφαση αυτή, αντί της αναμενόμενης καταδίκης σε θάνατο, προκάλεσε την έκπληξη των αντιπροσώπων του Βασιλέως. Ο καρδινάλιος πρόσθεσε ότι τους δόθηκε χάρη «επειδή ομολόγησαν ταπεινά τα λάθη τους». Στο σημείο αυτό ο Jacques de Molay και ο Geoffroy de Charnay σηκώθηκαν όρθιοι και απευθυνόμενοι προς τους ιεροεξεταστές, αλλά κυρίως προς το πλήθος που παρακολουθούσε, διακόπτοντας τον καρδινάλιο και με δυνατή φωνή άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομολογίες είναι ψευδείς και όλα τα στοιχεία του κατηγορητηρίου είναι ανυπόστατα, δηλώνοντας ακόμα πως τόσο ο Βασιλεύς όσο και ο Πάπας τους είχαν υποσχεθεί πως αν ομολογούσαν αυτά που ήθελαν θα τους άφηναν ελεύθερους και μάλιστα καταδεικνύοντας με το χέρι τον εκπρόσωπο του Βασιλέως και του Πάπα καταγγέλλοντάς τον ως απατεώνα. Συγκεκριμένα ο Μέγας Μάγιστρος de Molay φέρεται να δήλωσε με βροντώδη φωνή: «Ο αδελφός μου και εγώ, διαμαρτυρόμαστε για τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι ιεροεξεταστές τα λόγια μας. Αυτά ειπώθηκαν μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες του Βασιλέως της Γαλλίας και του Πάπα. Αναγνωρίσαμε σφάλματα μόνο και μόνο για να τους ευχαριστήσουμε και να αποδείξουμε την υπακοή μας σ' αυτούς. Αν θα πρέπει τώρα, μετά απ' αυτά, να κλειστούμε ισόβια σε μια φυλακή καλούμε και τον Πάπα και τον Βασιλέα να ορκιστούν δημόσια πως δεν χρησιμοποιήθηκε βία ούτε απάτη για να αποσπαστούν οι ομολογίες μας. Και επειδή ποτέ δεν θα μπορέσουν να πάρουν δημόσια τέτοιον όρκο, δηλώνουμε δημόσια πως οι ομολογίες μας είναι προϊόντα βασανιστηρίων, δόλου και απάτης και δεν τις αναγνωρίζουμε για αληθινές...».
Η σύγχυση που προκλήθηκε μετά από αυτές τις καταγγελίες πράγματι υπήρξε μεγάλη όταν έξαλλος ο αντιπρόσωπος Philippe de Marigny διέταξε τον διοικητή της φρουράς να τους παραλάβει και να τους μεταφέρει πίσω στη φυλακή όπου και θα ακολουθούσε ποινή θανάτου. Ο βασιλεύς Philippe IV le Bel (ο επιλεγόμενος και Ωραίος) μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός συγκάλεσε άμεσα το συμβούλιό του χωρίς την παρουσία εκκλησιαστικού αντιπροσώπου όπου και αποφασίστηκε μέχρι το ίδιο βράδυ ο Μέγας Μάγιστρος και ο Μάγιστρος της Νορμανδίας να έχουν παραδοθεί στη φωτιά και μάλιστα «σε σιγανή». Τόπος εκτέλεσης ορίστηκε η μικρή νησίδα Mémorial des Martyrs de la Déportation (των Εβραίων) που βρίσκεται στο άκρο της Île de la Cité απέναντι από το ανάκτορο ώστε να είναι ορατή η εκτέλεση απ' αυτό, επιβεβαιώνοντας έτσι τις καταγγελίες του Jacques de Molay. Το απόγευμα ήταν όλα έτοιμα για τη διπλή εκτέλεση. Δύο κέδρινοι στύλοι καρφωμένοι στο έδαφος, στη νησίδα των Εβραίων, μουσκεμένοι για καιρό στο νερό του Σηκουάνα για πυραντοχή, αλυσίδες, δεσμά, σωροί ξύλων για την πυρά και αναμμένοι πυρσοί.
Από νωρίς οι καμπάνες της Παναγίας των Παρισίων κτυπούν αργά, πένθιμα προσκαλώντας έτσι το πλήθος που έχει κατακλύσει και τις δύο έναντι ακτές του Σηκουάνα, όταν τελικά φθάνει στη δεξιά όχθη η συνοδεία, με προπομπό ίλης ιππικού, την οποία ακολουθεί ο φρούραρχος του Παρισιού με μια δύναμη πεζών οπλοφόρων ανάμεσα στους οποίους ένα άλογο σέρνει το κάρο με τους δύο αλυσοδεμένους αξιωματούχους Ναΐτες Jacques de Molay και Geoffroy de Charnay, που άγουν περίπου το 70ό έτος της ηλικίας τους. Την πομπή κλίνει μια μικρή ομάδα έφιππων οπλοφόρων. Φθάνοντας στην όχθη κατεβάζουν τους κατάδικους από το κάρο και τους επιβιβάζουν σε μικρή λέμβο που τους μεταφέρει στη νησίδα εκτέλεσης, όπου τους περιμένει ο δήμιος με τους βοηθούς του. Την όλη σκηνή παρακολουθεί από παράθυρο του έναντι ανακτόρου ο Philippe IV le Bel ο οποίος με την ολοκλήρωση της πρόσδεσης των καταδίκων σε όρθια στάση και την τοποθέτηση σωρών ξύλων μέχρι τα γόνατά τους κάνει νεύμα στο δήμιο. Τότε ένας σαλπιγκτής δίνει το παράγγελμα της αφής των ξύλων και οι βοηθοί βάζουν φωτιά. Η φωτιά αρχίζει σιγά σιγά να φουντώνει και ενώ το πλήθος παρακολουθεί περιμένοντας ν' ακούσει τα βογγητά πόνου ανάμεσα στα τριξίματα των ξερών ξύλων που καίγονταν, ακούγεται η βροντερή φωνή του Jacques de Molay με τις θρυλικές επικλήσεις στη Θεία Δικαιοσύνη.
«Εσύ Κλήμη και εσύ Φίλιππε... Καταπατήσατε τον όρκο σας... Είστε προδότες... Σας κατηγορώ και τους δύο ενώπιον της Θείας Δικαιοσύνης! Σας καλώ ενώπιόν της... τρις και τρις... Και θα κληθείτε εμπρός της... Εσύ Κλήμη μέσα σε σαράντα ημέρες... Και εσύ Φίλιππε μέσα σ' έναν χρόνο... και όσοι ενεπλάκησαν σε αυτήν την σκευωρία θα βασανιστούν για γενεές δεκατρείς...»
Η φωνή, που ηχούσε στα αφτιά του, ανέσυρε άσχημες αναμνήσεις. Ο ουρανός είχε γίνει μαύρος και το σκότος άρχισε να απλώνει τα μουντά του χρώματα παντού. Το είδωλο είχε ξυπνήσει για άλλη μια φορά διψώντας για θύματα. Τα σύννεφα, που μαζεύτηκαν πάνω από τα κεφάλια του κοινού, είχαν αλλόκοτες μορφές. Το ηλιόλουστο πρωινό διαδέχεται η απόκοσμη εικόνα του σκοτεινού. Παντού ησυχία και το μόνο που ακούγονταν ήταν η βροντερή και σπηλαιώδης φωνή του Jacques de Molay και οι φοβερές κατάρες. Σε λίγη ώρα η φωτιά είχε φουντώσει. Οι ανθρώπινες μορφές μεταβάλλονται σε κάρβουνο. Ο καπνός σκορπάει γύρω τη μυρωδιά της καμμένης σάρκας και του θειαφιού.[1]
~ Η ψυχή βασανίζεται ~
Η προδοσία είχε τελεστεί για δεύτερη φορά. Κατάλαβε ότι και ο δικός του θάνατος δεν θα αργούσε να έρθει και μάλιστα από τα χέρια του ίδιου του Βασιλιά. Τρέχοντας να εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος, που ήδη είχε αρχίσει να ταράζεται, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο παρά τον βαθύ και απόκοσμο ήχο από τις κατάρες του Jacques de Molay. Η αρετή είχε δώσει τη θέση της στην κατάρα, το ήθος στη διαφθορά και όλα φαίνονταν τόσο μακρινά σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Το είδωλο τού γελούσε κοροϊδευτικά, επικυρώνοντας τον θρίαμβο πάνω σε φρέσκο πτώμα.
Το αναμαλλιασμένο κοριτσάκι...
Φάνταζε ως καρικατούρα. Μια φανταστική ιστορία που ο ίδιος είχε επινοήσει για να μπορέσει να κρατηθεί στη φυλακή, στο κολαστήριο που είχε ζήσει. Ήταν πραγματικό; Υπήρξε; Το μίσος και το πάθος του για αίμα και εκδίκηση είχαν φωλιάσει πια στην καρδιά του. Το είδωλο τον είχε αγγίξει. Είχε καταφέρει ν' αποκτήσει το τελευταίο του θύμα. Εκείνον που του αντιστάθηκε. Εκείνον που δεν μπόρεσε. Το γέλιο συνέχιζε τσιριχτό να του τρυπάει το μυαλό διαλύοντας αρχές και συνείδηση. Είχε πλέον εκπέσει οριστικά και η πτώση του ήταν μονόδρομος. Ο θρύλος μπλέκεται με την πραγματικότητα και η ιστορία καμία φορά αποτελεί κίβδηλο προϊόν σοφά οργανωμένου σχεδίου. Φόνοι και ανόσιες πράξεις οδηγούν την ψυχή στην τρέλα. Ο δήμιος εκδικητής καταλήγει να χάσει τον αρχικό σκοπό και να καταντήσει ο ίδιος θύμα των παθών και προσωπικών δαιμόνων του. Η δίψα για αίμα είναι ακόρεστη και ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρει πουθενά παρηγοριά. Ο προορισμός φαίνεται να είναι χαμένος και όλα φαίνονται ψεύτικα σαν γκροτέσκες κούκλες θεάτρου όπου οι θεατές περιμένουν το μεγάλο φινάλε με το πάθος ενός διεστραμμένου που γλύφεται πάνω από τις διαστροφές του.
Το αναμαλλιασμένο κοριτσάκι...
Ήταν το τελευταίο του καταφύγιο. Χτυπώντας την εξώθυρα του σπιτιού των παιδικών του ονείρων. Αυτή ήταν εκεί για να του ανοίξει. Οι στεντόρειες κραυγές του οργισμένου πλήθους, αρχόντων και παρακατιανών, τον έκαναν να τρέμει. Σκιές και άνθρωποι είχαν γίνει ένα. Η βαριά ξύλινη εξώθυρα έτριξε κάνοντας τους σκουριασμένους, τεράστιους αρμούς πάνω στην ατόφια, κρύα πέτρα, να βογκάν. Ο φόβος των τελευταίων στιγμών μεγάλωνε ανυπόφορα κάθε βαρύ δευτερόλεπτο ενός χρόνου που φαινόταν το ίδιο παγωμένος σαν το υγρό κελί που τον είχανε πετάξει. Ο χρόνος μερικές φορές αρέσκεται να κοροϊδεύει τους ανθρώπους, κυλώντας με ρυθμούς που εκείνος επιλέγει. Είναι μια από τις τελικές δοκιμασίες που κάθε ψυχή πρέπει να υπομείνει πριν την μετάβασή της. Οι έχοντες να σηκώσουν βαρύ φορτίο βαδίζουν πιο αργά. Ο πόνος ενισχύεται από τον χρόνο και το αντίθετο. Ο χρόνος πάντα κοροϊδεύει ως τελικός κριτής και μέγας γελωτοποιός της αμαρτίας. Οι κραυγές και οι βρισιές ακούγονταν ολοένα και δυνατότερα.
Το αναμαλλιασμένο κοριτσάκι ήταν πλέον μια κατάλευκη και φωτεινή αρχόντισσα. Το κοριτσάκι των παιδικών του ονείρων, εκείνο που πάντα φρόντιζε να σκεπάζει με την ζεστή του αύρα, εκείνο που πάντα ήθελε να προστατεύσει από κάθε λογής κίνδυνο ορατό ή αόρατο, είχε γίνει το ίδιο η ασπίδα του. Το κοριτσάκι δεν ήταν πλέον κοριτσάκι. Ήταν ο υπέρλαμπρος άγγελός του, που έφτασε επί γης ως παρηγοριά της τελικής στιγμής. Του άπλωσε το ζεστό της χέρι και τον έπιασε απαλά όπως σε ένα νεογέννητο μωράκι. Του έπιασε το χέρι στοργικά μεταδίδοντας όση αγάπη είχε μπορέσει να αποταμιεύσει επί γης και ουρανού. Ο τσιριχτός ήχος του φονικού όπλου έσκισε το πέπλο της νύχτας, και ο ξερός γδούπος ενός στέρνου που τσακίζεται σκορπώντας το μαύρο αίμα, επισκίασε την οχλοβοή του αγριεμένου πλήθους. Διαλύοντας την αχλή των ψευδαισθήσεων και της ύλης, διαβαίνοντας προς το τελευταίο του σύνορο, δεν ένοιωσε κανέναν πόνο. Η πολύτιμη λάμψη των χρωμάτων που αντίκρισε τον εξύψωσε ψηλά στον πάναστρο ουρανό, πολύ ψηλά και πάνω από τα αστέρια. Το ίδιο ζεστό χεράκι που τον έπιανε όταν ήταν παιδάκι.
Το όνομα αυτού...
Καλή αντάμωση ξανά γλυκιά, αγαπημένη μου κυρά των Σμαραγδιών.
Copyright © Γιώργος Αναστασιάδης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Οι επιλογές του τρόπου γραφής των κύριων ονομάτων του δημιουργού έχουν διατηρηθεί ως έχουν στο χειρόγραφο
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο του ίδιου (Ψυχή)
[1] Σημείωση δημιουργού: Ο πάπας Clément V πέθανε στις 20 Απριλίου 1314 (κάηκε σε πυρκαγιά μέσα στην εκκλησία) και ο Philippe IV le Bel στις 29 Νοεμβρίου 1314 (από εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια του κυνηγιού)