Ψηλά απ' τη γέφυρα

Ψηλά απ' τη γέφυρα

Είναι η δεύτερη φορά που βλέπω στο θέατρο αυτό το εξαιρετικό έργο και αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν η εντελώς διαφορετική προσέγγιση των δύο σκηνοθετών. Και οι δύο προσεγγίσεις μου άρεσαν και η κάθε μία εξυπηρετούσε με ωραίο αλλά διαφορετικό τρόπο το εν λόγω έργο. Θα σας πω αργότερα τι εννοώ. Ας περάσουμε όμως πρώτα στο ίδιο το έργο.

Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη, στη δεκαετία του 1950, σε μια φτωχική γειτονιά του Μπρούκλιν, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είναι Ιταλοί μετανάστες, που εργάζονται σε χειρωνακτικές δουλειές ως λιμενεργάτες ή ως οικοδόμοι. Ο Έντι Γκαρμπόνε ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα μαζί με τη γυναίκα του Μπεατρίς και την ορφανή ανιψιά της γυναίκας του (κόρη της αδελφής της) Κάθριν. Ο Έντι και η Μπεατρίς έχουν μεγαλώσει την Κάθριν ως κόρη τους και πλέον η τελευταία έχει τελειώσει το σχολείο και εκπαιδεύεται ως στενογράφος. Ο Έντι εργάζεται σκληρά ως λιμενεργάτης και το όνειρο του ζευγαριού είναι να δει την ανιψιά του να προοδεύσει και να βρει μια εργασία μακριά από την φτωχή γειτονιά του Μπρούκλιν, πέρα από τη γνωστή γέφυρα που ενώνει την φτωχή συνοικία με το Μανχάταν.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μπαίνουν παράνομα δύο ξαδέλφια της Μπεατρίς και το ζευγάρι αποφασίζει να τους βοηθήσει, παρέχοντάς τους στέγη και βοηθώντας τους να βρουν εργασία. Ο μεγαλύτερος ξάδελφος, ο Μάρκο, έχει αφήσει πίσω στην Ιταλία τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Ο σκοπός του είναι να εργαστεί για λίγα χρόνια στη Νέα Υόρκη, να κάνει ένα κομπόδεμα και να επιστρέψει πίσω στην οικογένειά του. Ο νεώτερος ξάδελφος, ο Ροδόλφο, είναι ανύπαντρος και επιθυμεί να μείνει για πάντα στην Αμερική. Πολύ γρήγορα θα αναπτυχθεί ένα φλερτ μεταξύ των δύο νέων, της Κάθριν και του Ροδόλφο, οι οποίοι θ' ανακαλύψουν ότι έχουν πολλά κοινά: τους αρέσει να χορεύουν, ν' ακούν μουσική, να πηγαίνουν στον κινηματογράφο, να κάνουν όνειρα μαζί για ένα ελπιδοφόρο μέλλον. Όλη αυτή η κατάσταση δεν βρίσκει σύμφωνο τον Έντι. Τα κίνητρά του δεν είναι η αυστηρότητα του κηδεμόνα –που πολύ βολικά κρύβεται από πίσω της– αλλά ένα ανομολόγητο πάθος για την ανιψιά του, που πλέον στο πρόσωπό της δεν βλέπει το παιδάκι που μεγάλωσε, αλλά μια όμορφη και νέα γυναίκα. Ο δικηγόρος Αλφιέρι, φίλος του Έντι, όπως και η σύζυγός του, θα καταλάβουν τα αισθήματά του. Και οι δύο θα τον προτρέψουν να λογικευτεί. Φυσικά, ο Έντι δεν θα τους ακούσει, όχι γιατί δεν τους σέβεται, όχι γιατί είναι κακός άνθρωπος, αλλά μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να κατασιγάσει το πάθος του. Και αυτό το πάθος θα συντρίψει τον Έντι αλλά και όλους τους δικούς του. Ο δικηγόρος Αλφιέρι, ο οποίος μας διηγείται όλη την ιστορία, κατά κάποιον τρόπο, λαμβάνει τον ρόλο του χορού της αρχαίας τραγωδίας. Και εμείς, οι θεατές, παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα γνωρίζοντας ότι έρχεται το αναπόφευκτο δράμα και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να βοηθήσουμε τους ήρωες.

Ο Άρθουρ Μίλερ έγραψε το «Ψηλά απ' τη γέφυρα» το 1955, εμπνευσμένος από μια αληθινή ιστορία που του την περιέγραψε ένας φίλος του δικηγόρος. Το έργο του εκτός από ένα κοινωνικό δράμα, είναι και μια γροθιά στο αμερικανικό κατεστημένο της εποχής, αφού καταδεικνύει το δράμα της φτώχειας και της αναγκαστικής μετανάστευσης στην δήθεν γη της επαγγελίας. Άνθρωποι που δεν βρίσκουν εργασία στον τόπο τους, αναγκάζονται να παρανομήσουν, να εισέλθουν παράνομα σε μια χώρα και να εργαστούν με μαύρη εργασία ανασφάλιστοι και ανήμποροι, με μοναδικό σκοπό να στείλουν λίγα δολάρια πίσω στις γυναίκες τους, στα παιδιά τους, στους ανήμπορους γονείς τους.

Ο Άρθουρ Μίλερ θεωρήθηκε εχθρός της πατρίδας του, την περίοδο του Μακαρθισμού, λόγω των έργων του που καταδείκνυαν τη σαθρότητα του συστήματος και την ηθική κατάπτωση της κοινωνίας. Για αυτόν το λόγο το «Ψηλά απ' τη γέφυρα» πρωτοπαίχτηκε ολοκληρωμένο σε δύο πράξεις (με την μορφή που έχει και σήμερα) το 1956 στο Λονδίνο και αμέσως μετά στο Παρίσι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά σχεδόν μετά από μια ολόκληρη δεκαετία, μόλις το 1965.

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη είναι αφαιρετική. Στη σκηνή υπάρχουν μόνο οι πρωταγωνιστές του δράματος. Κανένα σκηνικό παρά μόνο δυο τρεις καρέκλες, που οι ήρωες τις μετακινούν ανάλογα με τις σκηνές. Οι ήρωες είναι αντιμέτωποι μόνο με τον ίδιο τον εαυτό τους, με το κοινό και με έναν εξαιρετικό φωτισμό που έχει επιμεληθεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Όλο αυτό το ηθελημένο αφαιρετικό τοπίο, βοηθά στην ποιητικότητα της παράστασης. Το κυκλικό κέντρο της σκηνής κινείται, οι ήρωες βρίσκονται μέσα σε αυτό, δεν έχουν τη βοήθεια των σκηνικών, των ρούχων (αφού από την αρχή έως το τέλος της παράστασης δεν αλλάζουν ρούχα, ηθελημένα, αφού ο σκηνοθέτης δεν επιθυμεί να βλέπουμε τις αλλαγές στο ντύσιμό τους. Σημασία έχει να επικεντρωθούμε στα βλέμματα, στην γυμνή πραγματικότητα που εκπέμπουν).

Αυτό εννοούσα στην αρχή του κειμένου μου, όταν ανέφερα τη διαφορετικότητα της σκηνοθετικής προσέγγισης του ίδιου έργου. Την πρώτη φορά που είδα το «Ψηλά απ' τη γέφυρα» ήταν το 2010, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Βαλτινού, με τον ίδιο στον ρόλο του Έντι Γκαρμπόνε, τον Πέτρο Φυσσούν στον ρόλο του Αλφιέρι και την Μαριάννα Πολυχρονίδη στον ρόλο της Κάθριν. Η προσέγγιση του Βαλτινού ήταν εντελώς διαφορετική: είχε τοποθετήσει τους ήρωές του σε ένα πλούσιο σκηνικό, με πολλά έπιπλα, με ένα παράθυρο που φαινόταν από μακριά η γέφυρα του Μπρούκλιν σε φωτογραφία, με πλούσια ποικιλία ρούχων. Συνήθως στο θέατρο τα σκηνικά και τα κουστούμια βοηθάνε στην εκπλήρωση της ονειρικής ατμόσφαιρας, βοηθούν το κοινό να βρεθεί πιο εύκολα σε δωμάτια, σε δρόμους, σε μακρινά μέρη και τόπους. Όπως και τα κοστούμια, μας βοηθάνε να γνωρίσουμε καλύτερα τους χαρακτήρες.
Στην εν λόγω παράσταση, του Νανούρη, φέτος, η έλλειψη όλων αυτών μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα το δράμα που συντελείται μέσα στην ψυχή του Έντι Γκαρμπόνε, την απόγνωση του Μάρκο, τον έρωτα της Κάθριν και του Ροδόλφο, την βαθιά απογοήτευση της Μπεατρίς, την ανημπόρια του Αλφιέρι ν' αλλάξει την προκαθορισμένη πορεία. Είναι ειλικρινά από τις λίγες φορές που συμφωνώ με αυτή την τόσο αφαιρετική ματιά του σκηνοθέτη.

Ο Έντι Γκαρμπόνε, του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, είναι ένας απελπισμένος άνθρωπος, οργισμένος με τον ίδιο τον εαυτό του και με τη μοίρα του. Ο ηθοποιός καταφέρνει να μας το μεταδώσει αυτό σταδιακά, από σκηνή σε σκηνή. Η οργή του και η απελπισία του κλιμακώνονται όσο περνά η ώρα.
Δίπλα του η Ιωάννα Παππά είναι μια σχεδόν απελπισμένη Μπεατρίς, παλεύει εν γνώσει της για το ανέφικτο της νίκης της.
Η Ευγενία Ξυγκόρου είναι η Κάθριν. Μας προσφέρει μια φρέσκια, νέα κοπέλα που ερωτεύεται, που ξεκινά τη ζωή της, που αντιμετωπίζει αρχικά τουλάχιστον τα πάντα με αθωότητα.
Η χημεία της με τον Ροδόλφο, του Μιχάλη Πανάδη, είναι όμορφη σκηνικά: είναι όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι όταν χορεύουν μαζί στην μεγάλη σκηνή του θεάτρου Βεάκη, με τα φώτα να πέφτουν πάνω τους.
Ο Δημήτρης Καπετανάκος προσφέρει έναν στιβαρό Μάρκο, που χρησιμοποιεί τις σωματικές εκφράσεις για να αποδώσει την απελπισία του.
Τέλος, ο Δημήτρης Μαυρόπουλος, που ερμηνεύει τον Αλφιέρι, αποφεύγει την στιλιζαρισμένη πρόζα, η διήγησή του είναι φυσική και ρέει με ευκολία.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου