Παγωμένη θάλασσα

Δημήτρη Βογιαζόγλου (έκθεση με τίτλο «Θάλασσα αλμύρα»)

Όταν το καράβι μου αναδύθηκε από τους πιο σκοτεινούς ωκεανούς ήταν ολοφάνερο πως είχα χάσει το πιο σημαντικό που είχα, ακόμα και από τη ζωή μου. Εκείνη.
Δεν ήταν μόνο το πλοίο μου που βολόδερνε στις άγριες σκοτεινές θάλασσες μέσα στις σκιές της αβύσσου, που απλώνονταν σαν πλοκάμια γύρω μου, αλλά μαζί με αυτά υπήρχε και η κατάρα μου να την βρω. Με είχε ακολουθήσει σαν συνταξιδιώτης στο κατάστρωμα κάνοντας το τοπίο να μοιάζει βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες καθώς εγώ και το ταλαιπωρημένο μου σκαρί περιπλανιόμασταν μέσα σε μια θάλασσα ματαιότητας. Οι άνεμοι σφυροκοπούσαν χωρίς έλεος και η ελπίδα δεν έδινε αέρα στα πανιά μου. Στη σκέψη μου είχα μόνο τη μορφή της να με οδηγεί μέσα στις τρικυμίες και τον χαλασμό. Ενός άστρου που άφηνε τα χνάρια του σαν λάμψη στη σκοτεινή ψυχή μου.
Η μορφή της ήταν κάτι σαν θρύλος, ένα ποίημα που έλεγαν οι ναυτικοί και μετέδιδαν από γενιά σε γενιά. Κι εγώ βαθιά μέσα μου ήξερα πολύ καλά ότι υπήρχε. Ένιωθα να λάμπει σαν μαργαριταρένιο στολίδι, να μου δείχνει τον δρόμο για να τη βρω μέσα από μια απέραντη μαύρη θάλασσα. Για μια στιγμή σκέφτηκα πόσο όμορφο θα ήταν εκείνο το μαργαριτάρι να γινόταν κόσμημα ώστε να την έχω πάντα μαζί μου!
Σαν ευχή που ολοκληρώθηκε την κράταγα πραγματικά στα χέρια μου καθώς ένιωθα ότι εκείνη και το κόσμημα ήταν σαν ένα κράμα ενωμένα. Κατοικούσε στην ύπαρξή μου και την είχα πάντα μαζί μου σαν δεύτερη πυξίδα. Ζούσε μέσα στις σκέψεις μου όπως όταν χτυπούσε η καρδιά μου σαν χαρμόσυνη καμπάνα και στόλιζε το στήθος μου πάντα με μια χρυσή αλυσίδα. Όμως ένα πρωινό ξύπνησα και την είχα χάσει. Κανένα βάρος να τραβά την ψυχή μου σε εκείνη πια. Αναρωτήθηκα τι θα έκανα χωρίς την στοιχειωμένη μορφή της και όσο το σκεφτόμουν συνειδητοποιούσα ότι και ο χρόνος χανόταν όλο και πιο γρήγορα σαν βαρίδι στον ωκεανό.

Πάνω στο κατάστρωμα είχα μείνει να κοιτώ την απόγνωση μου, να πιστεύω ότι θα πεθάνω χωρίς εκείνη μόνος. Να μην της κρατώ το χέρι, να μην έχω νιώσει το βλέμμα της να με κοιτά με προσμονή στα όνειρά μου. Τα μάτια μου ήταν ανοιχτά μα αυτό που έβλεπα ήταν ένας ορίζοντας απόγνωσης που γινόταν όλο και πιο σκούρος. Πέρα μακρυά φάνηκε ένα παγόβουνο μα το αγνόησα καθώς σκέφτηκα ότι δεν ήταν τίποτα παρά μόνο οι ελπίδες μου οι χαμένες βυθισμένες και ήταν τότε που ένιωσα τον αέρα να γίνεται ακόμα πιο κρύος.
Η καταιγίδα κρύωσε το τοπίο σε τέτοιο βαθμό που πάγωσαν όλα γύρω μου, ακόμα και η θάλασσα. Τα κύματα έφτασαν στο αποκορύφωμά τους και κρυστάλλωσαν στον αέρα. Γύρω μου το νερό κρυστάλλωσε δημιουργώντας παντού στεριά. Χέρια από πάγο που είχαν εισβάλλει από κάτω κράτησαν όμηρο το πλοίο μου. Εγκλωβισμένο όπως ήταν το άκουγα να συνθλίβεται ανήμπορο να απελευθερωθεί από τον πάγο που το έτρωγε αργά σαν τεράστια δόντια ενός μυθικού τέρατος που ξύπνησε από τα βάθη της παγωμένης αβύσσου.
Αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τα πάντα καθώς το πλοίο μου βυθιζόταν στον σκοτεινό πυθμένα μιας άγνωστης αβύσσου.
Περιπλανήθηκα σε σημείο που το καράβι μου δεν φαινόταν πια στον ορίζοντα και όταν έφτασα στο χείλος της μακρινής στεριάς ανακάλυψα τον εαυτό μου σαν ελπίδα να σιγοσβήνει μέσα στον κρύο χειμώνα. Επιτέλους, λίγο πιο κάτω, φώτα μικρά άρχισαν να φαίνονται δειλά. Βρέθηκα στην άκρη μιας πόλης τυλιγμένης στο χιόνι. Μικρά σπιτάκια έμοιαζαν να παίζουν κρυφτό θαμμένα μέσα το χιόνι ενός κεντρικού δρόμου που οδηγούσε σε ένα και μοναδικό σπίτι. Μπορούσα να διακρίνω μόνο τα μισά παράθυρα και τις πόρτες που το χιόνι άρχιζε να καλύπτει σε μεγάλο βαθμό. Όλες, εκτός από μία.

Επιτάχυνα το βήμα μου και έπιασα το κρύο χερούλι της πόρτας γυρίζοντάς το με λαχτάρα. Δεν ξέρω γιατί το έκανα μα ένιωθα ότι εκεί ήταν ο προορισμός μου. Σκέφτηκα το μαύρο χέρι του σκοταδιού να με τραβά να πάω πίσω στο σημείο που βρισκόταν το καράβι μου, που πιθανόν τώρα να είχε μείνει μια σκοτεινή τρύπα, που καλυπτόταν από πάγο.
«Το λιμάνι μου ήταν εδώ σε εσένα που κατέληξα», είπα αντικρίζοντας το πολύτιμο κόσμημα στα χέρια μου. «Εδώ ανήκεις», είπα και όσο το έσφιγγα εκείνο μου αντιμίλησε με μία μικρή αντανάκλαση φωτός μέσα στα μάτια μου.
Εκείνη τη στιγμή μια κοπέλα μου μίλησε βγαίνοντας από το σκοτάδι. Δεν φοβήθηκα γιατί στα μάτια της είδα τη μία και μοναδική ψυχή που συνόδευε την άμοιρη ψυχή μου όταν βρισκόμουν στο κατάστρωμα και που για όλη μου τη ζωή, την είχα μαζί μου. Ακόμα και όταν η δική της ζωή τελείωσε εγώ έκανα τα πάντα για να την έχω λίγο ακόμα σπάζοντας τους κανόνες της φύσης, της ζωής και του θανάτου. Πίστεψα τόσο πολύ σε αυτό το απίθανο επίτευγμα που όλοι στη στεριά με έλεγαν τρελό. Πώς να μην ήμουν; Αφού μπορούσα και την έβλεπα μπροστά μου ακόμα και όταν εκείνη είχε πεθάνει!
Τώρα έχοντας φτάσει εδώ, στο τελευταίο μέρος του κόσμου, ανήμπορος και ταλαιπωρημένος, ένιωσα πως έφτασε το τέλος της ζωής μου. Μέχρι που αντίκρισα τα μάτια της να με κοιτούν. και «Ναι! Ήταν εκείνη!», η δική μου κατάρα, που ήταν ζωντανή…


Η θάλασσα στα μάτια του...



Εκείνη η στιγμή φαινόταν παντοτινή. Παραμιλούσε όρθιος κοιτώντας το σχεδόν άψυχο πετράδι στα χέρια του. Σαν να ήξερε κάτι παραπάνω από τη φύση του απίθανα όμορφου χειροποίητου κοσμήματος που κρατούσε με λαχτάρα. Όπως το κοιτούσε ήταν σαν να αντίκριζε κάτι που είχε ζωή, έναν άλλο άνθρωπο και όχι ένα πράγμα άψυχο. Μίλαγε στο κενό σαν να ήταν μαγεμένος από κάποιο ξόρκι για εκείνη που άστραφτε μπροστά του. Αυτό το «εκείνη» το συμπεραίνω γιατί ανάμεσα από τα λόγια του, που ψέλλισε αμυδρά, νομίζω πως άκουσα να αναφέρει χαμηλόφωνα το όνομά της.
«Η καρδιά της», είπε ο τύπος που είχε εισβάλλει βιαστικά μέσα στο μαγαζί φανερώνοντας την μυστηριώδη αλλά και περιπετειώδη υπόστασή του. Σαν κλέφτης με τρεμάμενα χέρια κρατούσε τώρα το κόσμημα στα χέρια του για να το παρατήσει την επόμενη στιγμή στον πάγκο του σαν κάτι καταραμένο. Έπειτα με κοίταξε για μια στιγμή και μέσα στα μάτια του είδα κάτι σαν τρέλα να υπάρχει. Μα όσο και τρελός να είναι κάποιος σκέφτηκα ότι δεν του αξίζει τέτοιος θάνατος. Να βγει έξω στον ανελέητο παγετώνα που άρχιζε να σκεπάζει τα πάντα στο πέρασμά του.
Μόνο αφού έφυγε έξω έκλεισε την πόρτα με μια μικρή απροθυμία. Έπειτα κοίταξε πίσω σαν να έλεγε ένα τελευταίο πικρό αντίο και τότε κατάλαβα πως κάτι πολύ βαθύ και σκοτεινό τον απασχολούσε. Τι κρίμα που δεν το πήρε μαζί του και προτίμησε να βγει έξω στον καταστροφικό παλιόκαιρο. Πόσο ταίριαζε ο καιρός με το παγωμένο σκοτεινό βλέμμα του! Θλιμμένα σύννεφα με μικρά δάκρυα να πέφτουν από τον σκοτεινό ουρανό και οι άνεμοι να ουρλιάζουν χωρίς οίκτο για εκείνον τον άνθρωπο που πήγαινε κατά πάνω τους.
Κοίταξα μέσα από το μισοχιονισμένο παράθυρο και είδα τη μορφή του να απομακρύνεται όπως και η ζωή του από τη δική μου ενώ το άγνωστο τον κατάπινε αργά και σταθερά.
«Θεέ μου, θα πεθάνει», σκέφτηκα και βγήκα έξω να τον ψάξω, να του πω να γυρίσει πίσω, μα εκείνος είχε χαθεί μέσα στη χιονοθύελλα ενώ εγώ στεκόμουν μόνη να τον φωνάζω σε ένα κόσμο που τον είχε κρύψει για τα καλά με τα χιονισμένα χέρια του.
Γύρισα πίσω απογοητευμένη. Μια ελπίδα σαν φλόγα κεριού φώτιζε τα μαύρα σκοτάδια μου καθώς έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Μόνη στον ασφαλή σκοτεινό χώρο με το κόσμημα για παρέα, εγώ και εκείνο να υπάρχουμε.
Ο χώρος είχε πια παγώσει μέσα στον χαμό της θύελλας. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να τον έβλεπα πάλι το επόμενο πρωί και όσο κοιτούσα εκείνο το κόσμημα στη βιτρίνα δεν ήθελα να το αγοράσει κανένας. Ένιωθα ότι εκεί μέσα, στην όμορφη άσπρη γυαλιστερή επιφάνειά του, είχαν χαθεί τα συναισθήματά του και συνάμα τα δικά μου για κάποιο περίεργο λόγο, φυλακίστηκαν μαζί του.
Κάποιες φορές τύλιγα με λεπτά φύλλα χρυσού το κόσμημα. Το είχα σαν φυλαχτό, σαν να ήθελα εγωιστικά να κλέψω κι εγώ λίγο από τη δόξα αυτή. Να ζήσω μέσα από αυτά τα συναισθήματα την δική του πραγματικότητα. Να στέκομαι σχεδόν ακίνητη καθώς οι αισθήσεις αυτές διαχέονταν από εκείνον σαν αύρα γύρω από το σώμα του όταν ήταν εδώ. Ν' αναρωτιέμαι αν με είχε αγγίξει κάποτε. Αν υπήρχα τουλάχιστον στα όνειρά του ή το είχα φτιάξει σαν ιστορία όλο αυτό στο μυαλό μου.
Η ανάμνηση που αναδύθηκε όταν με κοίταξε λίγο πριν φύγει... Αντίκρισα έναν φόβο, μια ατολμία στα δικά του μάτια, κάτι ανεκπλήρωτο. Μα μέσα σε αυτό ένιωσα την πίκρα, την αγάπη, πράγματα απ' τα οποία πάσχιζε να ξεφύγει αλλά και τη νοσταλγία για εκείνη που είχε πάρει την πνοή του. Η διαίσθησή μου δεν με ξεγελούσε για το τι ένιωθα και όσο το σκεφτόμουν η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή.
Όλα αυτά συνέθεταν μια γνώριμη φιγούρα στη μνήμη μου, σχεδόν σαν να τον ήξερα πραγματικά. Με κοιτούσε από ένα άλλο σύμπαν σαν να ήμουν εγώ εκείνη η μορφή. Σκέφτηκα ότι το κόσμημα μας ανήκε και ήταν φτιαγμένο από τα όνειρά μας. Ανάμεσα από τις θάλασσες του χρόνου, που περνάει, να έρχεται πάντα εκείνος να το αντικρίζει μέσα από τα δικά μου χέρια.
Έφυγες μακρυά αγαπημένε μου, έγινες ένα με την καταιγίδα γιατί μέσα σου δεν καταστάλαξες ποτέ. Ταξίδευες σε ονειρικά πελάγη για να με βρεις μα τότε μου έφερες το μαργαριτάρι σαν θησαυρό της ψυχής σου καθώς το καράβι σου βούλιαζε στον βαθύ πυθμένα.


Το κόσμημα του χειμώνα



Στιγμές ενός χειμώνα που φώλιαζε μέσα στον κόσμο ενός κοσμήματος. Μέρη ενός τοπίου που συμπλήρωνε το ένα το άλλο. Γινόσουν θάλασσα και εγώ ήμουν ο καπετάνιος στο καράβι που έπλεε πάνω στα κύματά σου.
Ταξίδεψα σε όλα τα πλάτη και μήκη του κόσμου μήπως σε βρω, να σε αντικρίσω. Ρώτησα κάθε άνθρωπο, που έβρισκα μπροστά μου, μα όλοι με κοιτούσαν με το κενό βλέμμα τους αναρωτώμενοι αν είχα χάσει τα λογικά μου.
«Πώς ήταν δυνατόν», μια μέρα μου είπε κάποιος, «ν' αναζητάς έναν θρύλο; Μήπως είσαι τρελός»;
Τον κοίταξα, δεν μίλησα γιατί ήξερα ότι υπήρχε μόνο μια αλήθεια, εκείνη που γνώριζα εγώ και ήταν πράγματι αληθινή η ιστορία. Δεν υπήρχε κανένας θρύλος. Μπορώ να το επιβεβαιώσω καθώς εγώ ο ίδιος το έζησα.

Όλα άρχισαν με εκείνη τη φράση που υπονοούσαν τα λεγόμενά του και η ματιά του. «Δεν θα τη βρεις ποτέ...»
Μόνο εγώ ήξερα τον χαλασμό μέσα στον οποίο βρισκόμουν. Είχα αναγνωρίσει την κατάσταση στην οποία χανόμουν. Γνώριζα τη δύναμη, την ορμή των κυμάτων που χτυπούσαν ανελέητα το πλοίο μου ενώ η προσπάθεια να παραμείνω στη ζωή σώος και να μην πνιγώ ήταν τεράστια καθώς οι ξέρες και τα κοφτερά βράχια καραδοκούσαν στα σκοτεινά νερά. Μέσα από τον χαλασμό και τα σκισμένα πανιά του καραβιού πάσχιζα να κατευθύνω το βαρύ σκαρί ενώ σκοτάδι είχε απλωθεί παντού και το φεγγάρι δεν υπήρχε να φωτίσει έστω το παραμικρό. Μέχρι που άκουσα τη φωνή της ανάμεσα από τον αέρα που διέλυε τα κύματα.
Κάτι προέβαλλε σαν κάποιο σκοτεινό πέπλο στον ουρανό και έπειτα όπως το ταξίδευε ο άνεμος άρχισε να παίρνει μορφή. Η θάλασσα είχε ξαφνικά καλμάρει και όλα είχαν σταματήσει γύρω μου. Τότε είδα τη μορφή της να αιωρείται. Το μαύρο πέπλο που φορούσε ερχόταν σε αντίθεση με τα κάτασπρα γυαλιστερά μάτια της, που με κοιτούσαν, και το σκούρο μπλε φόντο των θαλασσών εκτεινόταν πίσω της.
Έκανα το λάθος και την κοίταξα κι εγώ. Ένιωθα ότι δεν είχα τίποτ' άλλο να χάσω από την άμοιρη μικρή ζωή μου και κατά κάποιο τρόπο την είχα ερωτευτεί. Τα μάτια της αντικατόπτρισαν το δικό μου ηλιοβασίλεμα κλείνοντάς το μέσα σε ένα βαθύ σκοτάδι.
Εκείνη, με ένα της άγγιγμα, με παρέσυρε μαζί της μέσα στο παγωμένο νερό, στον πάτο της αβύσσου, και όταν μου τελείωσε το οξυγόνο με φίλησε γεμίζοντάς με με μια περίεργη πνοή. Κάτι που μου επέτρεπε να παραμένω στα βάθη της αβύσσου μαζί της.
Είναι περίεργο, εδώ κάτω που βρίσκομαι, ο βυθός μοιάζει με έναν άλλο κόσμο. Αργοκίνητος, χωρίς ήχο, περπατώ σε ένα έδαφος βουλιάζοντας σε κάθε βήμα μου. Μα κάπου εκεί στο βάθος, κοιτώ και αναγνωρίζω το καράβι μου να κείτεται διαλυμένο.
Κάτι γυάλισε ανάμεσα από τα διαλυμένα κατάρτια και το γεμάτο τρύπες σκαρί και το αναγνώρισα. Ήταν το κόσμημα εκείνο. Έλαμπε ανάμεσα από τα θολά νερά σαν ήλιος που χανόταν.
Μέχρι τη μέση με είχε καταπιεί ο πυθμένας και λίγο πριν με εξαφανίσει ολόκληρο την είδα επάνω στο πλοίο να τριγυρνά. Με πλησίασε τραβώντας με επάνω και, καθώς ένιωθα το παγωμένο χέρι της να με αγγίζει, η παλάμη μου γέμισε με κάτι. Όμορφο, στρογγυλό, μικρό και χρυσό, εκείνο έλαμψε και καθώς σήκωσα το βλέμμα μου παρατήρησα ότι στεκόμουν όρθιος στο κατάστρωμα και το πλοίο μου είχε αναδυθεί. Μπροστά βρισκόταν εκείνη και τα μαλλιά της ανέμιζαν στον καθαρό αέρα.
Ο κόσμος γύρω μας είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια ο ίδιος με αυτόν που είχα αφήσει πίσω. Μαύρα σύννεφα κυριαρχούσαν ενώ το πλοίο σαλπάριζε στην παγωμένη θάλασσα.
Καθώς άκουγα το σκαρί του πλοίου να σκίζεται από τις κοφτερές λεπίδες των κυμάτων αυτού του κόσμου δεν ανησυχούσα μήπως βουλιάξουμε. Άφησα τις έγνοιες μου και πήγα κοντά της. Της κράτησα το χέρι και της έδωσα το κόσμημα που μου είχε δώσει πιο πριν.
Τότε μπόρεσα να βρεθώ μαζί της. Ν' αναδυθώ μαζί με τον ήλιο που ταξίδευε σε κάθε κόσμο. Κι εκείνη με κοίταξε με τα σκοτεινά της μάτια.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Δημήτρη Βογιαζόγλου (έκθεση με τίτλο «Θάλασσα αλμύρα»)