Θοδωρή Κουτσοδήμα
¬
ΠΡΑΞΗ Α': «Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς, δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται».
ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ την ασκήτεψε καιρό πριν
την επιτολή της τραμουντάνας
μικρής νταρντάνας
μακρά από τον κακοδαίμονα εσμό
μ' ασίγαστο δεσμό
κοντά στον θάμβο των νουφάρων
στο θαλασσί το γιασεμί
μοσκοβολώντας στα ουρανοθέμελα
τα στιπλνά της σγουρομάλλια.
Με μιαν ανάσα βαριά,
και δυο φιλιά μισεμένα μαζί
δίδει πνοή στις φυλλωσόστρωτες αυλές,
στο ρημοκλήσι
με τον κοβαλτισμένο τρούλο που δακρύζει
και ο τέττιξ τερετίζει
κάτι στα ξένα.
ΠΡΑΞΗ Β': «Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή».
ΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ του εχίνου
του μαύρου 'κείνου
ακόμα την πονούν
το καλοκαίρι που θέλησε τα πόδια της γερά
να βουτήξει σε άγνωρα νερά
Στη φτενή άμμο άδειασε απάνω
αθώα κι αψέλλιτα μυστικά
με το αποσπερνό αντιβούισμα των ανέμων
χορεύει στο αντιμάμαλο απάνω
μπαλάντες ρυθμικά.
ΠΡΑΞΗ Γ': «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ».
ΤΙΣ ΤΣΑΚΜΑΚΟΠΕΤΡΕΣ που της αποκρύψαν
και δε της 'δείξαν
ψάχνει σε ανάερα, στενοσυννεφιασμένα, μονοπάτια
ν' ανάψει τη δάδα εκείνη
που σελαγίζει τη σαγήνη
σε καιρούς δύσκολους, στα μεγάλα κεσάτια
Σκάβει βαθιά επίμονα στα αρχαία χώματα
να έβρει τα γενναία χρώματα
στη νέα ουτοπία να ζωγραφίσει ένα μικρό παραθύρι
κι ένα σταχτί γιοφύρι
Ήταν το κύμα κι ο παγερός Βοριάς
που φούντωσαν της ψυχής της αιμασιάς
την όψη
στης πορφυρογέννητης καρδιάς
την κόψη
βαδίζει ανωφερώς.
ΠΡΑΞΗ Δ': «Τὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖν θεοὶ δοῖεν».
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ την αχείμαντη σα ρίχτηκε
βγήκε με μια ζωγραφισμένη ταραχή
μα δεν πλήχτηκε
πριν καλά καλά βραχεί,
δερματοστιξία από τα ζωηρά δελφίνια
αναβλύζει τη χαμένη της αθωότητα
Σα φύκι οι πόθοι της αλατοποτισμένοι
κι η θάλασσα αρχαία, ταλαντευμένη
τους παρασέρνει
άλλοτε αγέρας να τους σέρνει
κι άλλοτε πάλι να γίνονται άθυρμα χεριών
ξένων και τρεχάμενων παιδιών
ΠΡΑΞΗ Ε': «Μή ἀντιστήναι τῷ πονηρώ».
ΘΝΗΤΕΣ και αδάμαστες έρχονται,
αδαμιαίες της πρωτινής της στράτας
νυχτοφορεμένες παπαδιόλες που έλκονται
από ημίφως μύχιας σονάτας·
μα αυτή δε της πρέπει να μιλά.
Στο παραθύρι το μικρό με τις ξεθωριασμένες κουρτίνες στέκει,
κοιτάζει εξώτερα στα φλογερά περιαύλια
τις κοκκινελίδες τις κρυφές με το πουά γελέκι,
τους περαστικούς με τα φοβερά σουραύλια,
στα πρασινοφορεμένα δάση με τα γυμνά στήθη στους ώμους
σα ντουφέκια κρεμασμένα τ' όνειρα.
ΠΡΑΞΗ ΣΤ': «Λέκτρα δ᾽ ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασιν».
ΜΕ ΤΗ ΜΙΚΡΗ άκατο σεργιανά
σε μακρινά αστέρια που 'σβησαν σε ανένταχτες ευχές
στις αταξίδευτες οξύληκτες σανίδες
καρκινοβατεί στα ακριανά
ξορκίζοντας την παγιδευμένη κατάρα με οσίες προσευχές.
Έξις φορτική ή κάθε αρχή
σε υδροσταλίδα μενεξεδένια αφήνεται
θραύονται τα παλιά κιτάπια που σκάλισε στο σεληνόφως
σε καινές ρομάντζες κανοναρχεί
και σε μονόπραχτα δράματα ξέρει να ξεχύνεται.
ΠΡΑΞΗ Ζ': «Χάριν δοῦναι θελήσας, ὀφλημάτων ἀρχαίων, ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι᾿ ἑαυτοῦ, πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος».
ΜΙΑ ΧΛΑΛΟΗ των χρυσοποίκιλτων μαλλιών
δίνουν τον πρώτο ρυθμό
φέγγουν τα όστρακα που ζυμώθηκαν στα μαλλιά σα τοπάζι
η λάμψη τα ξένα πνεύματα ταράζει
στης άνοιξης και στου καλοκαιριού τον ισθμό.
Μια νότα Σι που τραγουδά
το σισιτό της φθινοπωρινής βροχής,
σίεται η σκέψη με έναν κούφιο λογισμό
και με έναν βόμβο μέλισσας πτωχής
Στις ανειρήνευτες ακρογιαλιές ακόμα η Σι σιγοτραγουδά
Και φέρνει ο νους της κάλυκες
και τα ψιμυθευτά στιλπνά μαχαίρια,
αγρίμια με χαίτες άλικες και δόρατα στα χέρια
Σε μιας πατρίδας πρόωρης καταδίκης
εκείνη φορά ξανά τα φτερά της θείας Νίκης.
🌰
Copyright © Θοδωρής Κουστοδήμας All rights reserved
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Rene Magritte (Untitled, 1925)
Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή του «Ξυλάρμενες ελπίδες», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θερμαϊκός