Χριστίνας Κρητικού
θυμάσαι;
Όνειρα, σχέδια μυστικά, σπουδαία πλάνα, μοναδικά,
για περιπέτειες τρελές, πολλές αξέχαστες στιγμές…
θυμάσαι;
Τις νύχτες του καλοκαιριού, γέλια κι αστεία ως το πρωί,
στην κατασκήνωση μαζί, με ρώταγες:
Μαζί στις βόλτες, στις γιορτές, μαζί, παντού, σε όλα
μαζί στις μπόρες, στις βροχές, σε κάθε ανηφόρα, με ρώταγες:
«φοβάσαι;»
Κι έτσι περνούσαν οι εποχές, οι τάξεις μας
και οι χρονιές... στην αποφοίτηση μαζί,
θυμάσαι;
Μπουγέλα, φάρσες, παγωτά, όλα τριγύρω γιορτινά.
Κι εγώ να νιώθω έναν καημό που φεύγω απ' το Δημοτικό…
Κι εσύ, μια ανοιχτή αγκαλιά,
βραδάκια στην ακρογιαλιά, να με ρωτάς
«λυπάσαι;»
Κι έτσι, εντελώς στα ξαφνικά, σαν θύελλα στην ξαστεριά,
ήμασταν πια «Μεγάλοι»
Λες κι έγινε σε μια στιγμή! Ήταν ντροπή να 'σαι παιδί!
Έπρεπε να 'σαι τολμηρός, γενναίος, μάγκας, αρχηγός.
Μπερδεύτηκα με όλα αυτά… σαν να 'χα γύρω μου βουνά.
Κι ούτε φωνή από πουθενά, να με ρωτάει
«φοβάσαι;»
Μα εσύ, OK, μια χαρά, άνετος, cool, με τα «παιδιά»
Σε έπεισαν για τα καλά και σε 'βαλαν σ' ένα κλοιό
που, μέσα, δεν χωρούσα εγώ…
Μ' απέφευγες στα φανερά, δεν ήθελες πολλά πολλά.
Ένα ατελείωτο «γιατί»… τι σου 'κανα; τι έχω πει;
Γιατί να είναι πρόβλημα που είμαστε διαφορετικοί;
Εγώ κοντός, εσύ ψηλός, εγώ στ' αθλήματα φρικτός
με τα κορίτσια, ντροπαλός.
Λίγο τα σιδεράκια μου και λίγο τα γυαλιά μου
και ακόμα λίγο οι φόβοι μου, που σκίζουν την καρδιά μου,
όλους του απομάκρυναν, ζούσα στη μοναξιά μου:
εγώ, το χτυποκάρδι μου και τα μαθήματά μου.
Όποτε σε πλησίαζα, με φόβο και μ' ελπίδα
σου 'λεγα«φίλε πρόσεχε, σε ρίχνουν σε παγίδα»
όμως εσύ κορόιδευες:
«έλα μωρέ, ξεκόλλα, Γυμνάσιο είσαι πια, προχώρα!»
Μέσα στην τάξη, βάσανο… πειράγματα, βρισιές,
μου κλέβανε τα πράγματα, τετράδια, μπογιές
μου κλέβανε την όρεξη, το γέλιο, τη χαρά,
όλοι οι καινούριοι φίλοι σου: νταήδες στη σειρά.
Ό,τι έκανα, ό,τι έλεγα, για σας ήταν γελοίο
κράταγα την ανάσα μου για να μην φάω ξύλο
Αν είχα μόνο μια ευχή, θα'ταν να φύγω από τη γη!
Να μην υπάρχω πουθενά, να ζω μαζί με τα πουλιά…
Ξημέρωνε… σκεφτόμουνα: «δε θέλω… δεν μπορώ»
Μα στη μαμά μου πάλι, τι δικαιολογία να πω;
Είναι κι αυτή στον κόσμο της: social, καφέ και ψώνια
κι όταν μιλάω σκέφτεται… κάποια ακριβή κολόνια!
Όταν προσπάθησα να πω, πως πνίγομαι σε ωκεανό,
δε βρήκα ένα σωσίβιο, δε βρήκα γιατρικό:
«έλα αγόρι μου καλό, άσε τα ψέματά σου…
πάλι λοιπόν δεν θες να πας; πάλι πονά η κοιλιά σου;»
Για να μην πω για τον μπαμπά: όλα τα βράδια στη δουλειά.
Κι όταν ζητούσα ένα λεπτό, ένα παράπονο να πω:
«έλα, λέγε γρήγορα, έχω πολλή δουλειά! Τι θέλεις πάλι, θες λεφτά;»
ΟΧΙ! Όχι, δεν θέλω άλλα λεφτά, tablet, παιχνίδια, ή κινητά.
Θέλω μονάχα μια αγκαλιά… και ένα φως στα σκοτεινά.
Πνίγομαι, μα δεν μιλώ, κρατάω το στόμα μου κλειστό.
Μόνο τα βράδια, στα όνειρά μου, τολμώ βοήθεια να ζητώ…
«Και πού 'σαι σπασικλάκι, μην τρέξεις στη μαμά σου να τα πεις
γιατί, σίγουρα, δεν θα την ξαναδείς…»
Ξέρεις τι είναι χειρότερο μέσα σε όλα αυτά;
Πως κάπου εκεί είσαι κι εσύ και με κοιτάζεις παγερά,
με ένα βλέμμα απόμακρο, υποτιμητικό
σε όλους λες πως δεν με ξέρεις
και συμμετέχεις στο κακό.
Σέρνω την τσάντα ως το σχολείο, μάτια πρησμένα και θολά
χείλη σφιγμένα και βουβά.
Εκεί, στη σκάλα με στριμώχνει ο καινούριος κολλητός σου
κι εσύ κοιτάς από μακριά
«άκουσε, άχρηστε, θέλω λεφτά. Δώσε αμέσως ό,τι έχεις,
αλλιώς θα μετανιώσεις πικρά. Και τότε θα 'ναι πια αργά.»
Αρχίζω να τρέχω, τρέχω μακριά.
Το βάζω στα πόδια, για άλλη μια φορά.
Τρέχω σαν άνεμος δεν σταματάω
Δεν έχω ιδέα πού να κρυφτώ και πού να πάω.
Την άλλη μέρα, μια επιστολή:
«αν ο γιος σας ξαναλείψει, θα αποβληθεί»
Πώς να τα πω, τι να εξηγήσω στον διευθυντή;
Στημένη μου την είχατε όλη η συμμορία
πως αν μιλήσω, σύντομα, θα γίνω «ιστορία»…
Στην πίσω αυλή, στην τουαλέτα, όλη η ζωή μου μια ρουλέτα
κάθε μου ανάσα, μια κλωστή, κάθε γροθιά σας, μια ρωγμή
δεν άντεχα, δεν ήθελα τον εξευτελισμό
δεν άντεχα, μα υπέμενα κάθε τι ντροπιαστικό…
Έτσι περνούσε ο καιρός, ρίζωνε ο φόβος και ο πανικός
κι εγώ γινόμουνα μικρός, όλο και πιο πολύ μικρός,
ασήμαντος μα και δειλός.
Κι ήρθε κάποτε αυτή, η μοιραία, αυτή, Στιγμή…
ήρθε απρόσκλητη, χωρίς ντροπή
ήρθε, θρονιάστηκε μες στο μυαλό μου
κι έκανε εχθρό τον εαυτό μου…
Μια μέρα γκρίζα, συννεφιασμένη, όπως οι σκέψεις μου,
όπως κι εσύ.
Μαύρα τα σύννεφα, μαύρο το βλέμμα σου,
λες και πρόδιδε τι θα συμβεί.
«Φίλε, είσαι looser, είσαι ένα τίποτα,
είσαι μαμμόθρεφτος και μαλθακός! Έχεις τα κότσια;
Παίξε την πρόκληση! Ανέβα και πήδα!
Πήδα και γίνε, επιτέλους, Σημαντικός!»
Ήταν λοιπόν αυτή η στιγμή, αυτή η απρόσκλητη, η εθιστική,
που σφήνωσε στον νου μου, σαν καρφί.
Που ανέβαινα σκαλί σκαλί, μέχρι να φτάσω στο χαμό μου
να κάνω εχθρό τον εαυτό μου.
Μπορεί όμως έτσι να γίνω αποδεκτός.
Μπορεί να γίνω θαρραλέος, ήρωας σωστός.
Μπορεί όλοι να μιλούν για μένα,
μπορεί να ξαναβρώ ακόμα και σένα!
Μπορεί το κενό να μου ανοίξει μια αγκαλιά,
μπορεί και να μην πονάω πια.
Μπορεί…
Μια βουτιά στο κενό, στο πουθενά
δεν βλέπω κάτω, μόνο ευθεία μπροστά.
Δεν με κρατάει τίποτα, ανοίγω φτερά.
Μια βουτιά στο κενό, μοιάζει τόσο απλό:
δεν κοιτάζω κάτω, δεν μπορώ,
δεν σκέφτομαι, μόνο εκτελώ.
Κλείνω τα μάτια μου, βουτάω στη στιγμή
μια αιώνια, εκκωφαντική στιγμή,
που αφήνω πίσω μου ό,τι λέγεται Ζωή
Μα το κενό δε συγχωρεί.
Άλλαξα γνώμη, τώρα φοβάμαι
άλλαξα γνώμη… ποσό λυπάμαι.
Θέλω να Ζήσω! Θέλω να Ζήσω!
Να μπορώ να Γελάω,
να Ευτυχήσω.
Άλλαξα γνώμη, μα δε γυρίζει Πίσω.
Mόνο σκηνές, πολλές και γρήγορες εναλλαγές:
αγάπη, γέλια, μαμά, εκδρομές,
φίλοι, παιχνίδια στις αυλές.
Κενό.
-------------------------------------------------------
Είχα τα μάτια μου κλειστά… αιώνες… ή λίγα λεπτά;
Με τη μαμά μου αγκαλιά, με γύψους και αναλγητικά
Επέστρεψα απ' το Πουθενά.
Μα δες με, Ζω! Πονάω, ζαλίζομαι, όμως Ζω!
Αναπνέω και είμαι Εδώ!
Ακούω στο βάθος τη γλυκιά της φωνή:
«θ' αλλάξουν όλα αν χρειαστεί, σπίτι, σχολείο, πόλη, ζωή
αρκεί να 'σαι καλά Εσύ!»
Θα τη βρω την Ευτυχία, θα ψάξω βαθιά:
θα ξεριζώσω τον Φόβο, που της κλέβει πάντα τη σειρά
είναι κάπου μέσα μου, περιμένει υπομονετικά.
Θα τη βρω την Ευτυχία. Ζω κι αυτό έχει, μόνο, σημασία.
Πίσω απ' το τζάμι… βλέπω καλά;
ψελλίζεις κάτι σαν συγγνώμη και χάνεσαι σαν μια σκιά…
Δεν με αγγίζεις, δεν σε γνωρίζω,
στρίβω την πλάτη μου και προχωρώ.
Αγαπώ τον Εαυτό μου και γίνομαι ξανά Εγώ.
🌰
Copyright © Χριστίνα Κρητικού All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Henri Matisse (Trivaux Pond, 1916)