Ο Αγαμέμνων (Μέμος) Μακρής γεννήθηκε το 1913 στην Πάτρα. Φοίτησε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, από το 1934 έως το 1939, κοντά στους Θωμά Θωμόπουλο, Κώστα Δημητριάδη και Μιχάλη Τόμπρο. Σύντομα έγινε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Νέοι Πρωτοπόροι». Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν στο Αλβανικό Μέτωπο και αργότερα συμμετείχε στο κίνημα της αντίστασης. Διέφυγε με το πλοίο «Ματαρόα» από την Ελλάδα το 1945, μαζί με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους για την Γαλλία. Στο Παρίσι ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με τους καθηγητές Marcel Gimond και Henri Laurens. Στη συνέχεια συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, όπως στο Salon d' Automne, το Salon de la Jeune Sculpture, και στο Salon des Tuileries.
Γράφει το 1947: «Πάντως, δουλεύω όχι τόσο παραγωγικά, όσο αποθηκεύοντας γνώσεις. Τα γαλλικά μου, που είναι πολύ καλύτερα, με βοηθάνε να παίρνω μέρος στη γενικότερη πνευματική κίνηση της Γαλλίας. Κάθε μέρα κάτι καινούργιο ξανοίγεται μπροστά μου· όλα έχουν ένα καινούργιο ενδιαφέρον. Ο κυριότερος γλύπτης που βλέπω και που είναι πολύ καλός μαζί μου, πηγαίνω στο ατελιέ του τακτικά και καθόμαστε και του πάω πότε πότε δουλειά μου και βλέπει είναι ο Laurens.».
Το γεγονός ότι ο Μακρής πέρασε μόλις 5 χρόνια στο Παρίσι, και είχε εργαστεί με τον γλύπτη Θανάση Απάρτη, αυτή η περίοδος άφησε μια θεμελιώδη επιρροή στην τεχνοτροπική του εξέλιξη. Το 1950, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, οι γαλλικές Αρχές θα συλλάβουν και θα απελάσουν τον Μακρή λόγω της συμμετοχής του στο Συνέδριο της Ειρήνης και της γενικότερης πολιτικής του δράσης. Μαζί με τη σύζυγό του Ζιζή Σίρνιτς, ζήτησαν άσυλο στην Ουγγαρία, που τους πρόσφερε βίζα και άσυλο. Στην Βουδαπέστη αναδείχθηκε σε σημαντική φυσιογνωμία στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της χώρας ως ένας από τους γλύπτες που εξέφραζαν την επίσημη αισθητική του κράτους. Το 1964 του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, την οποία ανέκτησε πάλι το 1975, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Από το 1978 και μετά έζησε τόσο στην Ουγγαρία, όσο και στην Ελλάδα, και τελικά το 1990 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Το έργο του παρουσιάστηκε σε πολλές ατομικές και σημαντικές ομαδικές εκθέσεις στη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία και τη Ρωσία. Το 1978 έγινε αναδρομική έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη της Βουδαπέστης και το 1979 αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα. Το 1995, μετά το θάνατό του, αναδρομική έκθεση οργανώθηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη της Πάτρας.
Τα έργα τέχνης του Μέμου Μακρή κοσμούν εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους σε πολλές χώρες. Μερικά από τα μνημειώδη γλυπτά του είναι αφιερωμένα στα θύματα του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν στην Αυστρία, το μνημείο των Ούγγρων εθελοντών του Ισπανικού Εμφύλιου στη Βουδαπέστη, το μνημείο της Απελευθέρωσης στο Πετς και το Μνημείο για τον Νίκο Μπελογιάννη στη Βουδαπέστη. Στην Ελλάδα είναι πιο γνωστός για την προτομή του διακεκριμένου ιστορικού, καθηγητή Νίκου Σβορώνου σε νεαρή ηλικία. Η μεγάλων διαστάσεων σύνθεση με την μορφή του έχει στηθεί τιμητικά στο προαύλιο του ΕΜΠ εις μνήμην των αγωνιστών και των πεσόντων στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ενάντια στην Χούντα, το 1973. Η ιδέα της τοποθέτησης πραγματοποιήθηκε με ενέργειες του τότε Πρύτανη του Πολυτεχνείου και μέλους του ΚΚΕ, Γιώργου Βουδούρη, ο οποίος ήταν φίλος με τον Μέμο Μακρή.
Στις χάλκινες προτομές που δημιούργησε είναι εμφανής μια πρωτογονική διάθεση παραδοσιακού χαρακτήρα. Σε έργα που φιλοτέχνησε στη Βουδαπέστη ο κλασικισμός συνδυάζεται με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που αναμοχλεύει οπτικά τον ρεαλισμό της εργασίας που είχε ανθίσει στα τέλη του 19ου αιώνα, με απεικόνιση των προβλημάτων και των επιδιώξεων της εργατικής τάξης. Φορμαλιστικός αρχαϊσμός σε συνδυασμό με λιτό εξπρεσιονισμό, που ανταποκρίνεται σε ένα γεωμετρικοποιημένο ρεαλισμό με δυναμικά αφαιρετικά στοιχεία χαρακτηρίζει τον κύριο άξονα της δυναμικής έκφρασής του.
Τα τελευταία γλυπτά του Μακρή αποτελούνται από μια σειρά κάκτων, τα μόνα ίσως έργα του που δεν είναι αυστηρά ανθρωποκεντρικά.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Ανδρέα Φραγκιά: «Αυτή η σειρά είναι εντυπωσιακή. Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι ότι κατά τη χρήση του μορφολογικού υλικού αυτά τα παράξενα φυτά συνθέτουν έναν ολόκληρο κόσμο, χωρίς να παύουν να είναι κάκτοι, μεταφέρουν μορφές που είναι σαν τις ανθρώπινες εκφράσεις. Διατηρούν έτσι μια άμεση σχέση με την προηγούμενη δουλεία του καλλιτέχνη.».
Η σειρά αυτή εκτέθηκε το 1992 στην Γκαλερί Σκουφά.
Γράφει ο Άγγελος Δεληβοριάς στον κατάλογο της έκθεσης: «Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι οι κάκτοι του Μέμου Μακρή δεν είναι γεννήματα ανάπαυλας ή εκτονωτικές στιγμές κάποιου παροδικού παιχνιδιού, φανερώματα τυχαία και ασύνταχτα μέσα στη λογική συνέπεια της συνοχής που χαρακτηρίζει το σύνολο της δουλειάς του. Ότι δεν υποδηλώνουν μια μεταστροφή των ενδιαφερόντων του, των εντοπισμένων ως τώρα στην ευμετάβλητη δυναμική του έμψυχου κόσμου, ή μια τάση συνειδησιακής φυγής προς τη σιγουριά του άψυχου φυσικού περιβάλλοντος, αλλά τη συνειδητή συνέχιση του ίδιου πάντοτε αγώνα της έκφρασης, ο οποίος διεξάγεται με την ίδια πάντοτε ορμή της αντίστασης για την ύπαρξη και τη ζωή.».
Η σειρά εκτέθηκε και το 2016 στην P gallery / sculpture στην Αθήνα. Το 2017 διοργανώθηκε στο Μέγαρο Ευνάρδου η έκθεση «Μέμος Μακρής: Από την Αθήνα στο Παρίσι (1934-1950)» με σπάνια ανέκθετα σχέδια και γλυπτά.
Γενικά το έργο του Μέμου Μακρή είναι ως επί το πλείστον ανθρωπομορφικό και συνδυάζει στοιχεία της δυτικής ευρωπαϊκής ανθρωποκεντρικής τέχνης με στιλιστική έμφαση σε μοτίβα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής και ιδεολογικά πρότυπα ζωής και δράσης του υπαρκτού τότε σοσιαλιστικού κόσμου. Τα γλυπτά του Μακρή χαρακτηρίζονται συνάμα από λιτότητα και ισχυρή ευαισθησία. Τα συνθετικά του συμπλέγματα με αγωνιστές και δεσμώτες μαρτυρούν ότι παράμεινε πιστός στις αισθητικές ρίζες και τα κοινωνικοπολιτικά του οράματα.
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου