Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη

Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη, Βασίλη Μαραγκού

Ένα ιδιαίτερο, ξεχωριστό βιβλίο με διαχρονικές υφές, που έρχεται από ένα εκλεπτυσμένο «σύμπαν» ειδικού βάρους και περιέχει κλασικότροπες ιδέες αποτελεί η ποιητική συλλογή του Βασίλη Μαραγκού, Ἡ γυναίκα μέ τή λεοπάρδαλη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Ο δημιουργός του βιβλίου, ως καλός αφηγητής με πλούσιο λεξιλόγιο, καλοδουλεμένες εικόνες και πολυτονικό ιδίωμα (η επιλογή ταιριάζει στην ποίηση καθώς αναδεικνύει καλύτερα το μέτρο, τον τονισμό και τη μουσικότητα του στίχου) θέτει θεμέλια ερωτήματα, κάνει τους προσδιορισμούς του και χρησιμοποιεί μεταφορές κι αλληγορίες με προεκτάσεις.
Ο λόγος του είναι αισθαντικός, συναισθηματικός και βαθύς. Η όμορφη ροή των στίχων διαθέτει μια ιδανική γλύκα (ούτε υπερβολή, ούτε έλλειψη) ενώ διάφορες αναμνήσεις προβάλλονται.
Η ατομική ζωή είναι μια χίμαιρα·
είμαστε όλοι ένα
Ο κύριος Μαραγκός έχει πάντα κατά νου το ποίημα και τον ποιητή, και οι αναφορές σε αυτά είναι συχνές και ζωτικές, όμως αν θέλουμε να ανιχνεύσουμε τους κεντρικούς άξονες των κειμένων πρέπει να μιλήσουμε για τον χρόνο σε συνδυασμό με την αιωνιότητα (το αέναο), για την ομορφιά και τη ζωή, τον Κύριο και γενικά τον θεό, την Ελλάδα και τους Έλληνες, την Ιστορία, τη Μυθολογία, την αρχαιότητα και τα ομηρικά έπη...
Χαρακτηριστικό της διάθεσης του δημιουργού είναι η θετικότητα. Υπάρχει μια διάχυτη θετική ματιά ή έστω μια διάθεση να εστιάσει στην όμορφη πλευρά έναντι της άλλης. Έτσι, οι αναπολήσεις –για παράδειγμα– αφορούν κυρίως ευχάριστες στιγμές και θα προτιμήσει έναν παράδεισο από την όποια κόλαση ή μια μεγάλη γιορτή, που και μόνο στο άκουσμά της λαμβάνουμε χαρά, και παράλληλα θα χρησιμοποιήσει παραμυθένια στοιχεία (όπως νεράιδες).
Δύσκολα ξεχωρίζει το καλό απ' το κακό / και ακόμα πιο πολύ τ' ανάμεσό τους / το αδιάφορο
Πέρα όμως από όλα τα παραπάνω, πέρα από την εμπειρία που προσφέρει ένα πόνημα, αυτό που πραγματικά έχει αξία είναι ο απόηχος κι εδώ αφήνει απόσταγμα. Τα λόγια του γίνονται έναυσμα για κουβέντα και περαιτέρω αναζητήσεις, δημιουργούνται σκέψεις και υφές, προκαλούνται νέα δεδομένα... Περισσότερο όμως και από όλα τα ανωτέρω, θεωρώ πως το σημείο-κλειδί του βιβλίου είναι η αναζήτηση της αιώνιας ζωής. Της αέναης ύπαρξης του θνητού ανθρώπου, την οποία υψώνει και στην οποία αποσκοπεί και μέσω της συγγραφικής ιδιότητας ή της εν τω συνόλω δημιουργίας –συνεπαγωγικά και μέσω του ίδιου του βιβλίου που κοινοποιεί.
Κύκλοι ελλείψεις που μας στροβιλίζουν
έλλογα έρμαια
ανάμεσα στην τύχη και στη θέληση.

επινοήσεις που κάνουν συναρπαστική τη διαδρομή / ανάμεσα σε δυο μηδενικά σημεία.
Προσέχω τη στάση του απέναντι στον κόσμο (του/μας). Σημειώνω τις λεπτές αποχρώσεις με τις οποίες «ντύνει» τις εκφράσεις του για ό,τι βιώνουμε, για εκείνο που υπάρχει τριγύρω και τη σχέση μας με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, τον τόπο και την ιστορία. Διακρίνω μια ύβρις όπως υφίσταται με την αρχαιοελληνική της χροιά και υπογραμμίζω την σχεδόν εσωτερική του ανάγκη: την ανύψωση. Όχι με την πεζή της σημασία, την άλλη, την σπουδαιότερη, τη μεγάλη. Κι έτσι, συναντάμε και αναφορές ή υπαινιγμούς στην Κατάβαση (όπως στη σ. 64) γιατί από την ουσία της καταβάσεως έρχεται η εμπειρία, τα μαθήματα κι η σοφία και ξεκινά η ανύψωση.
Ύβρις είναι θνητός να αιχμαλωτίσει είτε θεό είτε το μαντατοφόρο του.

Αλήθεια, δυο αιώνες ύστερα από το μαρτύριο του Ρήγα
μάθαμε άραγε το μάθημα που θα μας σήκωνε ψηλότερα;

Ο κόσμος είναι ένα ζυμάρι
από τραχιά πραγματικότητα και ρέμβη,
αλλά και θέατρο υπεροψίας, ύβρεως και λαθών,
θέατρο ακράτειας, εκδικήσεων και πόνων.
Ο Βασίλης Μαραγκός ταξιδεύει και με την κυριολεκτική έννοια και εμπνέεται από κάθε ταξίδεμα που κάνει. Οι διαδρομές αυτές αποτελούν αφορμή για συγγραφική έκφραση –προς όφελος των φιλαναγνωστών προφανώς.
Τέλος, ως χαρακτηριστικό ύφους, παρατηρώ την αποφυγή του τελικού νι στις λέξεις και το εισπράττω σαν μια «προσπάθεια» ν' αποφύγει τις αιχμές, αλλά προσέχω και τους συνδετικούς κρίκους μεταξύ των έργων, μέσω των οποίων δημιουργείται μια ενιαία, κοινή «πορεία». Ως παράδειγμα αναφέρω τον στίχο στη σελίδα 50 όπου λέει: «Εάν το σώμα λιώνει, είναι που είν' άρρωστη η ψυχή.» και αργότερα στη σελίδα 64: «Εάν το σώμα φθίνει είναι που λησμόνησε / την ψυχή· και η ψυχή / έγινε βρώση του διαβόλου».
κάθε στάλα / καθρέφτης όπου αναμετράται με τα είδωλα ο αληθινός μας εαυτός.
Αυτός ο λεξοκυνηγός πρέπει ν' ακουστεί.
Οπωσδήποτε, βάλτε το στη λίστα!



Ὁ Βασίλης Μαραγκός γεννήθηκε στήν Αθήνα ὅπου σπούδασε νομικά καί πολιτικές ἐπιστῆμες. Ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ ζητήματα εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς καί διεθνοῦς συνεργασίας καί μεταξύ ἄλλων ἔχει δημοσιεύσει μελέτες μέ θεματική σχετική μέ τό διαφωτισμό, τή νεωτερικότητα καί τίς ἐθνικές ταυτότητες στόν βαλκανικό χῶρο. Τό πιό πρόσφατο βιβλίο του ἦταν ἡ μονογραφία Μόνον ἐπί τούτῳ καυχῶμαι: ὅτι τήν πατρίδα ἠγάπησα. Ρομαντική φιλοπατρία καί μεταμορφώσεις τῆς πατρίδας στόν Γκριγκόρ Παρλίτσεφ (1830-1893) (ἐκδόσεις Ἡρόδοτος, 2018). Ἔχει δημοσιεύσει σέ μετάφραση ἀπό τά πολωνικά μιά ἀνθολογία ποιημάτων τοῦ Ἄνταμ Ζαγκαγιέφσκι (Μαθήματα Πιάνου, ἐκδόσεις των Δεκάτων, 2014). Ποιήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στά βουλγαρικά. Ἡ γυναίκα μέ τή λεοπάρδαλη εἶναι τό δεύτερο ποιητικό βιβλίο του.