Ξέρετε τι έχω παρατηρήσει στους πρωτόφαντους δημιουργούς; Μια «ευκολία», μια τάση προς το κλισέ, μια επιλογή «εμπορικών» θεμάτων, μια γρήγορη εκτέλεση και μια αστόχαστη συγγραφή χωρίς εμβάθυνση, χωρίς δουλεμένα κείμενα, χωρίς καινοτυπία, χωρίς πηγαία έμπνευση, χωρίς προσωπικό στιλ, χωρίς προσωπικότητα εντέλει. Κι έρχεται η Σπυριδούλα Μίχου με την πρώτη της ποιητική συλλογή, Υπερβατικές συννοσηρότητες, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν, και βλέπεις από την όψη –εννοώ τον τίτλο– ότι εδώ όντως συμβαίνει, υπάρχει μια ευφάνταστη πένα, ένα πνεύμα... κάτι. Φυσικά, απομένει να το βρεις και στα έργα αυτό το κάτι όμως –τι καλά!– το βρίσκεις!
Δεν γνωρίζουμε από πότε την απασχολεί η ποίηση, ούτε τι έχει γράψει στη ζωή της –μπορεί εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες ώσπου να φτάσει εδώ– αλλά διαβάζοντας το συγκεκριμένο ξέρουμε πως το όνομα της κυρίας Μίχου θα το θυμόμαστε. Μια ώριμη, κατασταλαγμένη γραφίδα είναι που έχει σοβαρό λόγο ύπαρξης και αισθαντικότητα. Το υφολογικό της στοιχείο, που πρωτοσημειώνω, αφορά τον τρόπο με τον οποίο «λειτουργούν» οι στίχοι της. Ενώ στο κείμενο είναι πλήρως ενταγμένοι, αν τους δεις αποσπασματικά χάνουν το νόημά τους ή «οδηγούν» σε κάτι άλλο, διαφορετικό από το χειρόγραφο. Μια αποκοπή χάνει την πρωταρχική της σηματοδότηση προτάσσοντας μια άλλη χροιά, ξέχωρη. Κι εμένα, που μου αρέσουν οι αποκοπές στην παρουσίαση όταν αναφέρομαι στα βιβλία που με κέρδισαν, με αφήνει σχεδόν «άοπλη»· ωστόσο ενθουσιασμένη.
Θέλω τη συνθήκη.Θα την κάνω ιδέα.
Το συναίσθημα βαθύ, όσο και βαρύ. Διαβάζεις και ο κόμπος στο στομάχι εδραιώνεται από τα λεγόμενα. Η σήψη και η παρακμή τώρα «εξουσιάζουν», πρωτοστατούν, όσο η γράφουσα μιλάει για το μη αναμενόμενο, όσο θέτει το ερώτημα, όσο ωθείται να προσδιορίσει και να προσδιοριστεί μέσα από τις σηματοδοτήσεις: απληστία, αυταπάτη, συνθήκη, νάρκη...
Κι ο θάνατος... ο θάνατος, που έρχεται στην ώρα του, σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις (Η σκάλα και Το κονιάκ, το ξεχωριστό κι αγαπημένο μου) έχει τον λόγο. Μαζί του άλλες λέξεις-έννοιες πρωταγωνιστούν και ξεχωρίζουν, όπως: χρόνος, αλήθεια, κύκλος, κόκκινο, ιδέες, ημέρα, ζωή. Ναι, και ζωή! Γιατί σε κάθε κακό υπάρχει και η άλλη, αδιαίρετη, όψη του. Το αντίθετο που συμπορεύεται αξιωματικά.
Πώς εγκλωβίστηκα εδώ;Ποιον κοροϊδεύω;
Αισθάνομαι ότι κάνει μια τομή στον χρόνο διαιρώντας τον σε ό,τι πέρασε και σε αυτό που θα έρθει, σε εκείνο που θα συμβεί. Σε αυτό που εκείνη θα γίνει ή είναι. Και κάπου εκεί, ξεχωρίζω την αναπόσπαστη αλήθεια κάθε δημιουργικού ανθρώπου, ολόκληρη κλεισμένη μέσα σε δυο σειρές: Κληρονόμησα μία σπάνια ασθένεια, / ευαισθησία μου την είπαν.
Ο χρόνος μετριέται σε στιγμές ζωής σε αυτό το πόνημα αλλά και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει/είναι; Αρκεί να γεμίσει κανείς τις στιγμές του με ζωή ή τη ζωή με στιγμές (και για να αφήσει το στίγμα του). Δύσκολο ή εύκολο, αυτό είναι και σε τούτες τις σελίδες λαμβάνεις το μήνυμα πιο εύγλωττα από ποτέ.
Άραγε υπάρχει το ανικανοποίητο; Το απωθημένο (της); Φυσικά, αλλιώς δεν θα μίλαγε κανείς για το όνειρο, το μέλλον, το μπροστά, σε ό,τι αναπόσπαστα συνδέεται με το παρελθόν. Τότε αποδέχεται πως υπήρξε μίζερη, λίγη, όμως δεν υπήρξε κάποια άλλη κι αυτό είναι τελικά το όφελος της πορείας. Της κάθε διαδρομής.
Δύσκολο να ζει κανείς, / εύκολα όμως το ομολογείς. / Βολεύτηκα, και τώρα πια δεν θυμάμαι πώς υπολογίζουν την ώρα.
Αυτή η δημιουργός κάνει την υπέρβαση λάβαρο, την τοποθετεί ως επίθετο του νοσηρού και, μέσω της γκρίζας υφής των στίχων της, σε βάζει ν' αναμετρηθείς κι εσύ με το δικό σου κόκκινο ή τουλάχιστον στο θυμίζει δυναμικά, κυρίως με τον άμεσο, ευθύ της λόγο.
Ακολουθήστε την και εξερευνήστε την!