Κάθε μέρα και ένας άλλος από εμάς πεθαίνει. Τι λυπηρό!
Το χειρότερο είναι πως δεν άφησαν τίποτα πίσω τους. Ούτε ένα σημείωμα, ένα ποίημα προς εμάς που μένουμε ζωντανοί. Όχι ακριβώς για να δικαιολογήσουν τον λόγο που έφυγαν έτσι αιφνίδια από τη ζωή αλλά έστω να αφήσουν ένα ψήγμα, κάτι από την όμορφη και γεμάτη γνώση και συναισθήματα ψυχολογία τους. Γιατί χωρίς εκείνη δεν μπορεί να υπάρξουμε παρά μόνο να τριγυρνάμε τυφλοί στην ανυπαρξία.
Δεν μπορεί να γίνεται τόσο εγωιστικό και απόκρυφο το όλο θέμα. Γιατί έτσι το βλέπω εγώ. Απελπισμένος με το χέρι μου στο κεφάλι προσπαθώ να συνέλθω. Να νιώθω την απώλεια όλων αυτών των ποιητών και καλλιτεχνών σαν τον μεγαλύτερο χαμό όλου του κόσμου και εκείνη τη μορφή του κρύου σκοταδιού της ανθρωπότητας να γίνεται πιο αισθητή. Μιας μοναξιάς από εκείνους τους ανθρώπους που δεν άντεξαν τον κόσμο ετούτο. Μαζί τους έφυγαν και οι πυλώνες της όμορφης ανθρώπινης υπόστασης, της λογικής του παραμυθιού και της αναπόλησης. Είναι λες και το ανθρώπινο μυαλό, κατά κάποιον τρόπο, να σταμάτησε σαν χαλασμένο ρολόι και τώρα να κείτεται στον ρου του χρόνου.
Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήταν παλιότερα καθώς χάθηκε όλη η γνώση και μαζί της οι ήχοι που έβγαζε η ανθρώπινη δημιουργία. Τα πουλιά δεν κελαηδούν πια. Το νερό δεν ακούγεται να τρέχει στα ρυάκια. Μα και οι άνθρωποι σταμάτησαν να τραγουδούν. Ακόμα και όταν προσπαθώ να θυμηθώ νιώθω σαν κουφός μέσα σε ένα όνειρο καθώς χάθηκαν και από εκεί οι ήχοι.
Μέσα στον ύπνο μου φωνάζω, ανοίγω τα μάτια μου στο μαύρο σκοτάδι. Μπροστά μου βρίσκονται όλοι εκεί, αμίλητοι. Φωνάζω ένα «γιατί» το οποίο μετατρέπεται σε κραυγή. Κάποιος από δίπλα με απειλεί ότι αν δεν ησυχάσω θα φωνάξει την αστυνομία. Κοιτώ τα γκρι και ατελείωτα κτήρια έξω από το παράθυρο προσπαθώντας να δω φως στη νύχτα αλλά η ψυχή μου είναι λαβωμένη. Νιώθω κενός που δεν πήρα απάντηση. Γιατί οι άνθρωποι των τεχνών να χάνονται έτσι απρόσμενα οδεύοντας για τον άλλο κόσμο;
Μου κάνει εντύπωση μεγάλη. Νόμιζα πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ασχολιόντουσαν ή ζούσαν με κάθε μορφής τέχνη το έκαναν για να δώσουν στον κόσμο μας χρώμα. Ακόμα και οι πιο σκοτεινοί προσέδιδαν έστω και φαιά χρώματα όντας μέρος ενός καμβά. Μα τώρα επέλεξαν να φύγουν μακρυά και να μην ξαναγυρίσουν. Μία σιωπηλή πορεία από εκείνους προς τον θάνατο και μαζί τους πήραν και την όμορφη γνώση τους. Αυτή που αφυπνίζει, που δημιουργεί φαντασία και όνειρα για να ταξιδεύει κανείς. Είναι σαν να θέλουν να φωτίσουν τον μάταιο κάτω κόσμο αδιαφορώντας για τον δικό μας. Μα πώς γίνεται να ρίχνει κανείς μια πέτρα φωτός μέσα στην πίσσα και αυτή να λάμπει;
Ποια πανδημία και ποιος πόλεμος να συγκριθεί μαζί με την απώλεια αυτή; Χωρίς κανένα γράμμα δίπλα τους, απλά εκείνοι να ρίχνονται στο κενό. Να πεθαίνουν κρεμασμένοι στα σπίτια τους, άλλοι να δηλητηριάζονται ενώ άλλοι να βουτάνε με μια πέτρα στο παγωμένο νερό. Τι τρομακτικό να οδεύεις από τη ζωή προς τον θάνατο! Μα και πάλι ρωτώ, γιατί; Εύχομαι να έρθει κάποιος στο όνειρο, που μου απόμεινε, να μου απαντήσει, ίσως έτσι να μπορέσω να κοιμηθώ επιτέλους. Ίσως αν με αγγίξει να μπορέσω κι εγώ να πάω στην άκρη του άλλου κόσμου μαζί του. Να ακούσω εκεί το τραγούδι της γνώσης που έχει χαθεί από τον δικό μας κόσμο.
Περπάταγα χλωμός και πεινασμένος χαμένος στις σκέψεις μου. Ήταν σαν να προσπαθούσα να πείσω τον κόσμο για την κατάντια που μας περιτριγύριζε. Σκεφτόμουν ότι αν τους κάνω να αισθανθούν λίγη συμπόνια για μένα ίσως φυτρώσει μέσα τους η αγάπη. Μπορεί να πουν έναν καλό λόγο και ίσως έτσι γεννηθεί ένα κείμενο, μια φράση, ένα ποίημα, μια ελπίδα. Ποιος ξέρει; Μπορεί να γίνει μελωδία η δυστυχία μου, μα έτσι μέσα από αυτό μπορεί να γεννηθεί ένας ποιητής. Έτσι εγώ δεν θα είμαι ο τελευταίος από εκείνους που κάποτε έζησαν.
Μα αυτό που κατάλαβα ήταν ότι εγώ ήμουν ο τελευταίος –κανείς άλλος που απόμεινε– να τριγυρνώ στα σκοτεινά σοκάκια ενός λαβυρίνθου. Μιας πόλης βυθισμένης στο σκοτάδι όπου ακόμα και ο ήχος της βροχής δεν υπήρχε. Έπεφτε κάτω αργά, σχεδόν αιώνια, σαν υγρασία.
«Ο τελευταίος ποιητής» λέγανε μερικοί στον δρόμο καθώς με προσπερνούσαν και με έδειχναν σαν να ήμουν είδος προς εξαφάνιση. Σαν αν μην είχε μείνει κανένας άλλος πάνω στη γη που να έδειχνε συμπόνια, ένα χρωματισμό. Εκείνοι οι «κενοί» μου έδιναν αυτό το προσονύμιο και εγώ γύρναγα και τους απαντούσα.
«Και πού το ξέρετε εσείς ότι είμαι ο τελευταίος; Έχετε δει κι άλλους; Ξέρετε εσείς να αναγνωρίζετε την ποίηση;»
Γύρισα για μια στιγμή πίσω μου και αναρωτήθηκα αν πράγματι ήμουν τρελός. Πίσω μου στεκόντουσαν οι καταραμένες σκιές εκείνων που είχαν πεθάνει. Με κοίταζαν όλοι τους. Οι ποιητές και καλλιτέχνες με είχαν πάρει στο κατόπι. Δεν φτάνει που με κορόιδευαν οι ζωντανοί τώρα είχα και τους πεθαμένους να με πλησιάζουν σαν καταραμένο.
«Σταματήστε να με καταδιώκετε!» φώναξα εκείνοι σταμάτησαν και εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι κρυβόταν στο βλέμμα τους. Δηλαδή ήθελαν, με παρακινούσαν να πεθάνω κι εγώ σαν τελευταία ελπίδα της γνώσης;
«Προτιμώ να πεθάνω!» φώναξα σαν αντίδραση στη σκέψη μου ότι δεν μπορεί να κάνουν ό,τι θέλουν εκείνοι, ότι θα συνεχίσω να γράφω, να σκέφτομαι, να αισθάνομαι, όσο υπάρχω και θα υπάρχω για πολύ ακόμα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου σε όλη αυτή την τρέλα και κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Κοίταξα και έπειτα άγγιξα στοργικά τα βιβλία μου στις βιβλιοθήκες σαν να ήταν παλιοί μου φίλοι που είχα να δω από καιρό και χαμογέλασα.
Ακόμα και η αφή, σκέφτηκα, ταξιδεύει σαν ήχος στον νου. Όταν διαβάζεις εικόνες δημιουργούνται και ακόμα κι αν δεν υπάρχει μιλιά ή ακοή, μπορείς να φανταστείς ό,τι έχεις. Η καρδία να χτυπάει ακανόνιστα, να διαβάζει για μέρη και καταστάσεις σαν να υπάρχουν πραγματικά. Μέσα από εκεί μπορεί να ακούσει κανείς ακόμα και το ηχόχρωμα μιας τραγουδίστριας. Πραγματικά, αν προσπαθήσει μπορεί να γίνει και μέρος της ιστορίας.
Μα ο κόσμος –δυστυχώς ήταν αλήθεια– πέταγε και έπειτα έκαιγε βιβλία. Δεν υπήρχε πλέον γραφή, που οδηγούσε το πνεύμα, καθώς ένα κρίκος σημαντικός χάθηκε. Πλέον οι άνθρωποι έβρισκαν ενδιαφέρον μόνο στα τεχνοκρατικά έργα και τα περισσότερα τα κινούσαν μηχανές. Οι πόλεμοι γεννούσαν ενδιαφέρον μόνο για τεχνολογία όπλων και καταστροφής μα οι άνθρωποι είχαν από καιρό πεθάνει μέσα στο μυαλό τους. Είχε υπάρξει η ξηρασία στη γνώση, στην αναπόληση και την ελεύθερη δημιουργία. Είχε χαθεί κάθε ενδιαφέρον από τους περισσότερους ανθρώπους για τις τέχνες.Το θέατρο, η ποίηση, το γράψιμο, ο κινηματογράφος ήταν πια ένα σκοτεινό μονοπάτι στη μνήμη. Ο κόσμος που είχε απομείνει, εκτός που κατέκρινε οτιδήποτε είχε να κάνει με την τέχνη, είχε στραφεί ενάντια στους καλλιτέχνες με απίθανη αδιαφορία και αυτό έγερνε τη ζυγαριά προς τη δυστυχία και την κενότητα.
Μόνος στο σπίτι, με εκείνους εκεί έξω σαν φύλακες της απόγνωσής μου, να περιμένουν την ύστατη ώρα. Να πάω κοντά τους. Οι μέρες περνάνε και δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω από τους ζωντανούς. Μου μιλάνε, φωνάζουν να βγω έξω να τους αντιμετωπίσω. Μα δεν μπορώ, κρυφοκοιτώ από μια χαραμάδα, μα δεν βλέπω κανέναν να υπάρχει.
Κλείστηκα μέσα στο σπίτι μέρες τώρα. Με λιγοστό φαΐ και νερό δεν μπορώ παρά να σχεδιάζω τις κινήσεις μου πλέον πολύ προσεκτικά. Βγαίνω μόνο για να κοιτάξω την πραγματικότητα μα έχουν χαθεί όλα μέσα στο σκοτάδι. Κανένας ήχος δεν ακούγεται και νιώθω ότι το σπίτι μου είναι βυθισμένο στην ανυπαρξία.
Προσπαθώ ν' ανάψω ένα κερί, μα το φως του το απορροφάει το σκοτάδι μαζί με την τελευταία ελπίδα μου. Μέσα εκεί λυπάμαι, όχι για τη ζωή μου που αρχίζει να χάνεται, μα για τα γραπτά μου. Τι θα απογίνουν τα παιδιά μου; Η γραφή μου θα εξαφανιστεί και αυτή όταν πεθάνω; Και αν γίνει αυτό ως προς τι το όλο σκηνικό της ζωής μου; Μάταια όλα;
Νιώθω να αρρωσταίνω, κάτι σαν μέρος ενός παγκόσμιου ιού, μιας παγκόσμιας πανδημίας που ήρθε σαν κύμα και έπεσε επάνω μας, σε όλους αυτούς που τολμούσαν αν εκφραστούν.
Σκέφτηκα λίγο πριν χαθώ κι εγώ στο μαύρο έρεβος πως κάποτε υπήρχε ελπίδα, ομορφιά, ελευθερία, ανάσα. Μα τώρα την χάνω και μέσα μου οι λέξεις λιγοστεύουν.
Γράφω ένα γράμμα με την μόνη ελπίδα κάποιος να το βρει και να ανθίσει μέσα του η ύπαρξη. Να το μεταδώσει σε άλλους και επιτέλους κάτι ν' αλλάξει σε αυτόν τον τόπο.
Πριν κλείσω τα μάτια μου κάποιος έρχεται και με παίρνει από το χέρι. Το φως με τυφλώνει και νιώθω το σκοτάδι να μην υπάρχει πια. Χαρμόσυνη η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή καθώς ξέρω ότι αυτό που κυνηγούσε τα πάντα δεν κατάφερε να νικήσει. Μπαίνω μέσα σε έναν χώρο φωτεινό, ένα σαλόνι. Κάθεται κόσμος και είναι όλοι εκεί, οι ποιητές οι ζωγράφοι, οι συγγραφείς και οι μουσικοί. Οι τελευταίοι παίζουν ένα γνώριμο αγγελικό σκοπό που τον είχα ακούσει στην αρχή της γέννησής μου. Απίθανο που το θυμάμαι, μα ναι, αυτό είναι. Χαμογελώ και πηγαίνω να τους συναντήσω σαν να είμαι εγώ ο οικοδεσπότης.
Τσουγκρίζω τα ποτήρια και μιλάμε, κάποιος πετάγεται και αναφέρει εκείνο το κείμενο που είχα γράψει πριν πάω σε εκείνο το μέρος. Πριν πεθάνω.
«Ο κόσμος εκείνος δεν ήταν έτοιμος για εμάς» μου είπε και εγώ τον κοιτούσα και έκανα ένα νεύμα δείχνοντάς του ότι καταλάβαινα τι εννοούσε απόλυτα.
«Και να φανταστείτε ότι με έλεγαν "ο τελευταίος ποιητής", κύριε, μα πού να ήξεραν την πραγματική αιτία του χαμού μας!» απάντησα.
«Συμφωνώ απόλυτα» είπε και τότε θυμήθηκα ποιος ήταν πραγματικά· ήταν εκείνος, ο πρώτος που έφυγε για τον άλλο κόσμο και έπειτα τον ακολούθησαν οι άλλοι. Ζήλεψα λίγο, όχι για το παράξενο γεγονός μα γιατί για να το κάνει αυτό σημαίνει ότι κάτι σημαντικό είχε γράψει που η γραφή του επηρέασε τους πάντες. Ένα νέο κύμα, απλά απέσυρε τον εαυτό του με ό,τι πολύτιμο περιείχε, τα υπάρχοντά του στον άλλο κόσμο και γεια σας.
«Μα και η δική σας γραφή είναι σημαντική, κύριε» είπε σαν να είχε μαντέψει τη σκέψη μου. «Διάβασα κι εγώ το τελευταίο και θα μπορούσα να πω συγκλονιστικότατο το γραπτό σας. Πριν λίγη ώρα, και θα μπορούσα να πω ότι είναι εξαιρετικό! Μάλιστα πιστεύω ότι είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρο. Πρωτόγνωρο για την εποχή του. Πιστεύω βέβαια πως ήταν λάθος να αφεθεί, όπως και η ψυχή σας, μόνο να περιφέρεται μέσα στο σκοτάδι καθώς καμιά ελπίδα δεν αναδύεται εκεί, έτσι δεν είναι;»
Ναι, είναι σαν την έννοια του να είσαι ζωντανός· κάπως έτσι. Μα όλα είναι μια ψευδαίσθηση εφόσον δεν υπάρχει η πραγματική αίσθηση αυτών που βιώνουμε. Τότε μήπως είμαστε κενά δοχεία που αγναντεύουν την απεραντοσύνη; Σκέφτομαι τώρα πως είχαν δίκιο εκείνοι από τον προηγούμενο «ζωντανό» κόσμο μας. Ακόμα πιο πολύ πιστεύω ότι εκείνοι, αν και υπέρμαχοι της καταστροφής της κάθε μορφής τέχνης, δημιούργησαν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Οι επικριτές μας βλέπετε μπορεί να σκέπασαν οτιδήποτε φωτεινό με το μαύρο πέπλο και ίσως κατάφεραν να μας αφανίσουν. Αναρωτιέμαι, τι πραγματικά εννοούσαν όταν με έδειχναν φωνάζοντάς με «ο τελευταίος ποιητής»;
Καθώς λίγο πριν πεθάνω μπόρεσα να αντικρίσω μια ηλιαχτίδα φωτός στον χωροχρόνο, εκείνη τη στιγμή που η ψυχή μου έβγαινε από το κατώφλι του σπιτιού μου είδε έναν από αυτούς, που είχαν βγει από το σκοτάδι, να παίρνει και να κρύβει στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του το γράμμα, αυτό που αρχίσατε και εσείς να διαβάζετε. Και πιστέψτε με εκείνη η στιγμή ήταν η πιο ζωντανή από όλη τη ζωή μου. Γιατί την τελευταία στιγμή, που έφυγε η ανάσα μου, μπόρεσα να λυτρωθώ επιτέλους. Να δώσω ζωή σε κάποιον αφού κατάφερα να έχω γίνει γραπτό κάτι που το διάβαζαν και μετέφεραν όλοι στη λογική τους.
Αφού έσβησα, είχα καταφέρει να τρυπώσω στη λογική του καθένα.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Carol Collette (Winter Moon)