Το τελευταίο διάστημα, η ανάγκη να χαρίσω στην ψυχή μου περισσότερη ελευθερία, σκέψη, όμορφα συναισθήματα και γόνιμους προβληματισμούς, μ' έφερε πιο κοντά στο θέατρο. Έχει μετατραπεί πια στο πνευματικό μου καταφύγιο. Διαπίστωσα γρήγορα πως το κοινό που γεμίζει τα θέατρα της Θεσσαλονίκης είναι πάντοτε απαιτητικό, αυστηρό, μα θεωρώ και δίκαιο. Έτσι, εάν του τάξεις πως θα τον κάνεις να γελάσει ή να κλάψει ή να προβληματιστεί, τότε θα πρέπει να είσαι έτοιμος και για την ειλικρινή ετυμηγορία του στο τέλος. Κάτι, που πιστεύω όμως πως ισχύει και σε όλα τα θέατρα του κόσμου. Αλλά και για όσους αγαπούν και σέβονται ειλικρινά τις καλλιτεχνικές εκφράσεις της ψυχής των δημιουργών.
Συνήθως, ο θεατής κρίνει τις πρώτες στιγμές, με τη σιωπή του. Στη συνέχεια ακολουθεί τα βήματα της παράστασης, ανασαίνοντας κάθε λέξη κι αξιολογώντας κάθε νόημα και συναίσθημα που του μεταφέρεται. Κι αυτό που εισπράττω συχνά, είναι πως στη λήξη του ακολουθεί η αναγνώριση. Τα μπράβο και οι επευφημίες στην ταπεινή υπόκλιση των ηθοποιών που στο ενδιάμεσο κατέθεσαν στο σανίδι όλο τους το είναι.
Και πρέπει να εξομολογηθώ, πως όλα τα παραπάνω ήταν κάτι που έζησα με την ίδια χαρακτηριστική σειρά και στην μουσικοθεατρική παράσταση Τα «κατά Μάρκον»!.. Μια ρεμπέτικη λειτουργία στο θέατρο Αμαλία, στη Θεσσαλονίκη. Έναν τίτλο, ο οποίος συμπληρώνεται με την σημείωση πως «Ο Ευαγγελιστής Μάρκος (Βαμβακάρης) συναντά τον Αρχάγγελο Μιχαήλ (Γενίτσαρη)». Εκεί δηλαδή, όπου ο ηθοποιός, Τάκης Χρυσικάκος υποδύθηκε εναλλάξ τους ρεμπέτες Μάρκο Βαμβακάρη και Μιχάλη Γενίτσαρη. Κάνοντάς μας κοινωνούς στην πορεία της ρεμπέτικης μουσικής και σε όλα τα κοινωνικοϊστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι τη δεκαετία του '60. Και σ' αυτό το ταξίδι, μας συνόδευσαν ο μουσικός Νίκος Μπλουμπής και ο χορευτής Γιώργος Σοφιανίδης.
Μέσ' από τις σχεδόν δύο ώρες της παράστασης, μεταφερθήκαμε σε αλλοτινές εποχές. Μακρινές, μα τόσο «ζωντανές», που ωστόσο οι συνθήκες τους επαναλαμβάνονται μέχρι και σήμερα. Στα χρόνια εκείνα που το μεράκι, οι καημοί, οι κακουχίες και οι δυσκολίες, οι στεναχώριες, τα πάθη και τα λάθη, ένωναν τόσο δυνατά τους ανθρώπους. Γεμίζοντάς μας ιστορίες γεμάτες με γέλιο και δάκρυ. Μπέσα και ατιμία. Μεγαλείου και τιποτένιων επιδιώξεων. Ζωντανεύοντας μνήμες συνοδευόμενες απ' τους ήχους του μπουζουκιού και των διηγήσεων που γέννησαν ολόκληρα τραγούδια, μύθους και προσωπικότητες του ρεμπέτικου χώρου.
Κι εδώ, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στον κύριο Λάμπρο Λιάβα. Τον καθηγητή εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ιστορική-μουσικολογική έρευνα, τα κείμενα και τη μουσική επιμέλεια της παράστασης.
Κι έτσι, σύντομα βρισκόμαστε συμμέτοχοι σε όσα διαδραματιζόταν στα καφενεία και στους τεκέδες. Μυούμαστε στα μυστικά του ζεϊμπέκικου και στην αγάπη για το μπουζούκι. Στη λογοκρισία των τραγουδιών καθώς και στο κυνηγητό από την αστυνομία σε όσους υπηρετούσαν το ρεμπέτικο. Κι ακόμη, στις κακουχίες τους την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, όπως και στην εξέλιξη του ρεμπέτικου, όταν τελείωσε ο πόλεμος.
Έπειτα από λίγα λεπτά, παρατήρησα πως κι εγώ μαζί με το κοινό, είχαμε παρασυρθεί από την ερμηνεία του ηθοποιού Τάκη Χρυσικάκου. Δεν ήταν μονάχα τα λόγια, οι μουσικές και ο χορός που παρεμβάλλονταν και μας ταξίδευαν. Μα και το βλέμμα του που σπιθοβολούσε, όπως και οι εκφραστικές του χειρονομίες. Όλη η στάση του σώματός του. Στοιχεία, που συνταίριαζαν με τον ενθουσιασμό και τη δραματικότητα, περιδιαβαίνοντάς μας στα μονοπάτια ιστοριών που έχουν ήδη γραφτεί σε στίχους και σε νότες.
Το τέλος της παράστασης το βρήκα λυρικό. Με εικόνες, σκέψεις και διαπιστώσεις, αγκαλιασμένα όλα τους με το μέλλον. Ένα μέλλον που ζούμε και δημιουργούμε σε κάθε μας απόφαση. Με κάθε ελάττωμα που χαρακτηρίζει την ψυχή του ανθρώπου που αναπνέει, αγαπά και προσφέρει στην Ελλάδα και στον κόσμο. Τα χειροκροτήματα και τα επιφωνήματα επιβράβευσης που ακολούθησαν, ήχησαν στην αίθουσα για αρκετή ώρα. Αυτή ήταν και η τελική ετυμηγορία των θεατών, που είδαν να περνά μπρος από τα μάτια τους και να αγγίζει την ψυχή τους κάτι διαφορετικό. Αγνό και αυθεντικό.
Η ερώτηση που κάνω συνεχώς στον εαυτό μου για να συνειδητοποιήσω εάν μου άρεσε μια παράσταση ή όχι, είναι η εξής: Θα την έβλεπα ξανά; Η απάντηση είναι πως ναι, θα το έκανα. Για να βιώσω ξανά τα συναισθήματα που κρύβονται στις επιτηδευμένες παύσεις του ηθοποιού, στη συγκίνηση για μια εποχή που οι άνθρωποι επέμεναν να είναι ελεύθεροι να δημιουργούν, να ονειρεύονται, να ζούνε...
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Μέσα από τις μνήμες, τις διηγήσεις και τα τραγούδια τους, ξεκινάμε από την παλιά Σύρα του Μάρκου, για να καταλήξουμε στον Πειραιά της εποχής του Μεσοπολέμου, όπου η σμυρναίικη σχολή παραχωρεί τη θέση της στο πειραιώτικο ρεμπέτικο. Σε μιαν εποχή κρίσιμη και μεταβατική, με τους πρόσφυγες και τους εργάτες του λιμανιού να εξωθούνται στο περιθώριο, παρακολουθούμε τη μύησή τους στον κόσμο της «πιάτσας» και τη γεμάτη πάθος κι ένταση ζωή του ρεμπέτη, με την ιδιαίτερη ιδεολογία, τις αξίες και τα σύμβολά της. Κύριο μέσο έκφρασης, επικοινωνίας και σύμβολο ταυτότητας αυτού του κόσμου αποτελούν το τραγούδι, η μουσική και ο χορός, μέσα από τα οποία γίνεται και η αντίστοιχη «μύηση» του θεατή στο ύφος και το ήθος του κλασικού Ρεμπέτικου.Στον θεατρικό μονόλογο ξεδιπλώνονται ανάγλυφα η ξεχωριστή θέση και ο ρόλος των μουσικών ανάμεσα στους μάγκες, η τελετουργία του καφενείου και του τεκέ, η βιωματική σχέση με το μπουζούκι, η σημειολογία του ζεϊμπέκικου, το κυνηγητό από την αστυνομία, η λογοκρισία και οι εκτοπισμοί από τη δικτατορία του Μεταξά, ο ρόλος της δισκογραφίας, η διαφοροποίηση στην επιτέλεση του ρεμπέτικου μετά τον Πόλεμο με την αστικοποίηση και το πέρασμα στους επώνυμους δεξιοτέχνες-σταρ του τραγουδιού.
Οι προβολές της παράστασης προέρχονται (ευγενική παραχώρηση) από πίνακες του Χρήστου Μποκόρου.
Κείμενα - μουσική επιμέλεια: Λάμπρος Λιάβας
Ερμηνεία - Σκηνοθεσία: Τάκης Χρυσικάκος
Συμμετέχουν επίσης και ένας μουσικός επί σκηνής καθώς και ένας λαϊκός χορευτής.