Σκοτεινή κουκκίδα

Σκοτεινή κουκκίδα, Γιάννη Σμίχελη

Αν μη τι άλλο, ο Γιάννης Σμίχελης, δεν φοβάται με τις λέξεις. Δεν αναλώνεται σε φιλτραρίσματα τύπου: το πιο αρεστό, το πιο ωραίο, το κοινωνικά αποδεκτό, το ευγενικό κ.ο.κ. Δεν τον ενδιαφέρει η ωραιοποίηση, ο επιτηδευμένος καλλωπισμός, η εξομάλυνση των αιχμών, οι καλές λέξεις και πάει λέγοντας. Δηλαδή, δεν βάζει εαυτόν σε «καλούπια» και δεν ακολουθεί πεπατημένες. Με ό,τι έχει καταπιαστεί ως σήμερα –από τότε που τον γνωρίσαμε ως δημιουργό– δείχνει αυθεντικός και πηγαίος. Τον έχουν απασχολήσει πλήθος θεματικών (κοινωνικά, προσωπικά, ψυχολογικά, δράματα, φιλίες, έρωτες...) ενώ σε όλες τις περιπτώσεις διακρίνουμε μια πένα που μιλάει από καρδιάς και ελεύθερη φίλτρων, κατεστημένων, στερεότυπων, ταμπού κ.ο.κ.
Όλα έχουν μια τιμή στην αγορά / των ιδεοληψιών
Έτσι κι εδώ, στο νέο του βιβλίο, την ποιητική του συλλογή Σκοτεινή κουκκίδα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν, δεν τρομάζει από/με τις λέξεις ούτε με την έκθεση, κι εμφανίζεται εξίσου ειλικρινής κι αληθινός.

Ο στίχος του εξακολουθεί να έχει την υφή του πηγαίου και ο λόγος του ρέει πάνω στο χαρτί αβίαστος, ασυγκράτητος. Αυτό το άφιλτρο ύφος, που τον διακατέχει, ή το επιτηδευμένα ανεπιτήδευτο, εγγράφεται τελικά στον αναγνώστη για την αλήθεια (του) που καταθέτει. Μια γύμνια είναι κι αυτή, που αφορά στην ψυχή, σε ό,τι έχουμε μέσα μας και που προβληματίζει το ίδιο όποιον το αποφασίσει και ξεγυμνωθεί.
Κι έρχονται τα χρώματα να ντύσουν / την ωχρή σκοτεινιά, / μίας ταλαίπωρης πεταλούδας / το κύκνειο άσμα.
Σημειώνω το πλήθος των έργων που τιτλοφορούνται με λέξεις αρνητικής χροιάς –κυρίως στο πρώτο μέρος– και κάνω μια αντιδιαστολή με εκείνη την ελπίδα που αφήνει εύστοχα να εισχωρήσει ακόμα και στα πιο μαύρα του. 

Ως φοβερός αφηγητής που είναι, ξέρει ή βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις για να πει την ιστορία του και πολύ συχνά έχει ως μέσο του πολιτικό στίχο και πολιτικοποιημένο λόγο. Άλλες φορές, δείχνει σαν να συντάσσει αινίγματα προς τον αναγνώστη –μια απόχρωση του ύφους του– όμως είναι πάντα υποστηρικτής του ανθρώπου, του ατόμου, της ευημερίας και της ειρήνης του, με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό.
Οι παρτιτούρες στέκονταν στα σκαλοπάτια του ωδείου / σιωπηλές σαν σεμνές κυρίες των τιμών / απαιτώντας από την πιανίστρια τον μοναχικό βίο / μιας πολύχρωμης πεταλούδας. / Οι καρδιές των ανθρώπων είναι συμπράξεις με την αρμονία / και, όποιος δεν τηρεί τους ειδικούς όρους / των αντοχών του, δεν έχει δικαίωμα στη σιωπή / της μουσικής.
Πέρα από γραφιάς, ο κύριος Σμίχελης, είναι (και) καλλιτέχνης –θα έγραφα ερασιτέχνης αλλά υπάρχει μεγάλη πιθανότητα σύγχυσης και λανθασμένης νόησης· θα εννοούσα εραστής της τέχνης φυσικά και όχι άμισθος. Με έναν τέτοιο τρόπο αντιμετωπίζει ό,τι εκφράζει στο χαρτί, από εκλάμψεις στιγμών πυροδοτείται η έμπνευση, σχεδόν από το τίποτα, το απειροελάχιστο.
μην ακούς / παρά μόνο τη φωνή / του μονάκριβου αθώου παιδιού / απρόσμενη, ατόφια, γενναία / και πολύ πολύ εξερευνητική.

Ένα ποδοβολητό αγωνιών και η κατολίσθηση

Όσο για το μέλλον, με τον οργασμό εξοπλισμών που έχει προκληθεί, / υποψιάζομαι πως οι πυρηνικές βόμβες θα είναι το τελικό χύσιμο / σε μια μακροχρόνια περίοδο συνουσίας με τη βία.
Στη σελίδα 14 γίνεται προστακτικός αλλά με μια χροιά σαν να γράφει τις νέες εντολές (Αμφισβήτηση). Γενικότερα, στο πρώτο μέρος, Πικρή θλίψη, συναντάμε και αφιερωματικά προς πρόσωπα που γνώρισε με κάποιον τρόπο, τα οποία του προκάλεσαν την απαραίτητη χημική (;) αντίδραση που τον οδήγησε και οδηγεί στη δημιουργία.

στου πάγου την αρχιτεκτονική / έμαθαν τ' αγάλματα να κινούνται

«Σου χρωστάω το φως μου» / είπε το σκοτάδι στο φιλί / και η αχτίδα έκλαψε στη θαλπωρή / μιας σπηλιάς.

Στη Φιλική σπορά, δηλαδή στο δεύτερο μέρος, γίνεται πιο ρομαντικός, πιο γήινος και πιο γλυκός. Όχι πιο στρογγυλεμένος· παραμένει εξίσου οξύς όταν το νιώθει. Εδώ τα κείμενα τιτλοφορούνται με σειριακούς αριθμούς κι ο δημιουργός φαίνεται κατασταλαγμένος και συνειδητοποιημένος –αλλά μάλλον είναι κιόλας, γιατί υποστηρίζει την κάθε λέξη, που έχει καταθέσει, στο απόλυτο. Η μήτρα είναι το σώμα μου ολόκληρο / και στο στόμα μου κρέμονται οι ομφάλιοι λώροι / των ποιημάτων μου, γράφει στο 5 που είναι άκρως αυτοπροσδιοριστικό.
Προσέξτε πόσες αναφορές έχει κάνει στην τέχνη, στον καλλιτέχνη (που την υπηρετεί) και συνεπαγωγικά στον κάθε δημιουργό. Προσέξτε πώς αντιμετωπίζει την τέχνη ως προς τη σχέση και θέση της στη ζωή. Πώς ανακαλύπτει τη μουσικότητα στις προτάσεις, πώς αντιπαλεύει με το μαύρο, το σκοτεινό, τον γκρεμό, το θηρίο ή τον θάνατο και πώς μιλάει για τη ζωή, τη μήτρα ή την ελευθερία. Πώς συνυπάρχουν οι σκιές με τα φώτα, το καλό με το κακό, το μαύρο με το λευκό... Το φως του σκοταδιού ή το σκοτάδι του φωτός!
Αυτός ο κόσμος μπορεί ν' αλλάξει / μόνο με την ομορφιά

ο καλλιτέχνης βραχυκυκλώνεται / από τις σκοπιμότητες και τα χαλινάρια / Κι όταν δεν έχει την ελάχιστη επιλογή / ελευθερίας, / αυτοκτονεί

Κι όταν η καρδιά λιγοψυχά / η τέχνη την προικίζει / με το κουράγιο του υποδυόμενου.

Οι λέξεις είναι συγχορδίες

Ταυτότητά μας τα έργα μας / και τ' όνομά μας η τρέλα μας.
Προβάλει την πραγματική διάσταση του ανθρώπου, το μέγεθός του και τη θνητότητά του. «Μιλάει» για το ποιο είναι το μέγεθός του και πόσο εύθραυστη και ιδιαίτερη η φύση του.
Κι ένα κρίμα πλανιέται / σαν αδέσποτη σφαίρα
Στο τρίτο μέρος, Φωτεινή αγάπη, αντικρίζουμε έναν χειμαρρώδη λόγο που μοιάζει με εξομολόγηση. Αντικρίζουμε τον άνθρωπο στο πλαίσιο της αγάπης, ν' αναφέρεται σε εκείνη, να θυσιάζεται, να παθιάζεται, να φωτίζει. Χαρακτηριστικό αυτού του μέρους είναι η σχέση θηρίου - αγάπης ή έρωτα, όπου η αγάπη είναι εκείνη που κερδίζει πάντα τις προκλήσεις και τις όποιες αντιπαραθέσεις. Η αγάπη ημερεύει την αγριότητα και δημιουργεί λευκό φως μέσα από το σκοτάδι.
ευτυχώς που υπάρχεις μέσα / για να μιλάς με το στόμα μου

Μπρος στις προκλήσεις γίνομαι / η διαύγεια [...] Καμία ντροπή δεν με φυλακίζει

Ποιο θηρίο δεν θα γίνει λουλούδι με την αγάπη σου;
Αφήστε τον να σας παρασύρει στους στίχους του.



Ο Ιωάννης Μουλιανιτάκης (λογοτεχνικό όνομα Γιάννης Σμίχελης) γεννήθηκε στην Αθήνα, και μέχρι το 12ο έτος του έζησε στον Κορυδαλλό. Τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης, όπου η οικογένειά του λειτουργούσε το εστιατόριο «Ίτανος». Την περίοδο 1989-1995 σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ από το 1996 έως το 2000 παρακολούθησε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, δίχως να το ολοκληρώσει. Από το 2000 έως το 2012 εργάστηκε, και αργότερα διηύθυνε, το οικογενειακό εστιατόριο. Το 2012, λόγω της οικονομικής κρίσης, μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου για τα επόμενα τρία χρόνια εργάστηκε σε διάφορα ελληνικά εστιατόρια. Από το 2016 εργάζεται στον τομέα φροντίδας ηλικιωμένων των κοινωνικών υπηρεσιών του Δήμου Κολωνίας, ενώ έχει ολοκληρώσει το τριετές πρόγραμμα εκπαίδευσης νοσηλευτικής και φροντίδας ηλικιωμένων του δήμου. Σήμερα εργάζεται ως νοσηλευτής ατόμων με αναπηρία. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στις λογοτεχνικές σελίδες «Ρεφενέ», «Λέξημα», «Στίχοι» και «Λέσχη του βιβλίου», καθώς και στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά: Koukidaki, Βακχικόν, Ποιείν, Κατιούσα, Α-τέχνως, Fractal, Culturepoint, Texnesonline κ.ά. Η Σκοτεινή κουκκίδα είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή του. Εργογραφία: Στίγμα στο χάος (εκδόσεις Φίλντισι, 2020), Μετάβαση (εκδόσεις Φίλντισι, 2021, με τη Νεφέλη Σμίχελη), Ganz Hineinpassen (Verlagshaus Schlösser, 2021).

Περισσότερα: