Όμορφα ξινά σταφύλια

Δημήτρη Γ. Μακρυγιάννη

Πίνακας Konstantin Javakhyan (λάδι)

Το αραιό και άψητο μουστάκι μας ανέβαζε αργά και χρόνο με τον χρόνο το αντριλίκι στην ώριμη πια εφηβεία μας. Τα γένια, μυτερά καρφάκια, σκέπαζαν –μα όχι πάντα– εκείνα τα αντιαισθητικά σπυράκια, που έσβηναν σιγά σιγά στο αγριεμένο πρόσωπο με την ακμή της ήβης. Νιάτα, δύναμη, ενέργεια και το μυαλό, σαν τρελός ανεμοστρόβιλος, τύλιγε στην άγρια ροή του όλες εκείνες τις αδάμαστες νεανικές επιθυμίες που οδηγούσαν στην τόλμη, την απερισκεψία, την επιπολαιότητα. Φουσκώματα βλέπεις ή αν θέλεις φουσκοδεντριές στην άνοιξη του ανθρωπίνου σώματος, που έλεγε κι ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Καθημερινά χίλια προβλήματα κι ανησυχίες, κρυφές ή φανερές, καραδοκούσαν σαν αρπακτικά να διοχετεύσουν βιαστικά το ενεργειακό πλεόνασμα. Άγουρα νιάτα μπλεγμένα σ' ένα τρυγητό από ομορφιά και φαντασία όπου ο μούστος απ' τα ξινοστάφυλα του κορμιού μας οδηγούσε τις μεθυσμένες μας φαντασιώσεις σε χίλιες δυο γλυκές τρελαμάρες.

Μονίμως ερωτευμένοι με κάθε όμορφη θηλυκή παρουσία, αφήναμε την καρδιά μας άτολμη και ρομαντική να γεύεται σαν κλέφτης το άρωμα της ζωής, της Γυναίκας, της φύσης και τέλος της εκτονωτικής κυνηγετικής περιπέτειας. Όμορφη πλάνη μέσα στη φαντασίωση της αναζήτησης, που σαν θείο δώρο φώλιαζε για πάντα στην ψυχή μας, για να μη σταματήσουμε ποτέ να ψάχνουμε, ν' αναζητάμε, να κυνηγάμε. Αναμφισβήτητα είμαστε κυνηγοί από τη φύση μας! Αναμφισβήτητα τα κυνηγετικά γονίδια, τρυπωμένα για τα καλά στο DNA μας, οσφραίνονται από γεννησιμιού μας το θήραμα, καταξιώνοντας σταδιακά ακόμη κι εμάς τους ίδιους στην κυνηγετική μας συνείδηση.

Κυνήγι! Πώς να μείνω αδιάφορος μπροστά σ' αυτή τη μεγάλη ιδέα, πώς να γυρίσω την πλάτη μπροστά σ' αυτό που με συγκλονίζει, με συναρπάζει, με μαγεύει, στην ιδέα που με οδηγεί ευαισθητοποιημένο στη γνώση της ζωής και του θανάτου, στις φυσικές λειτουργίες του περιβάλλοντος και την ανάγκη ισορροπημένης επιβίωσης των πλασμάτων; Κυνήγι! Μια πολύ μεγάλη υπόθεση ανεβασμένη ανεπιτυχώς σε φθηνό θέατρο με πολύ κακούς πρωταγωνιστές.

Αμούστακο παιδί λοιπόν αλλά, παρά το νεαρό της ηλικίας μου, υπήρχε ένα πολύπλευρο κυνηγετικό παρελθόν στη ζωή μου, που περιελάμβανε από κυνήγι φιδιών στους νερόλακκους του Ασωπού ποταμού, όλων των ειδών τα μικρά και μεγάλα πουλιά, σκαντζοχεράκια, νυφίτσες και λαγούς μέχρι μεγαλοτζίτζικες, νυχτερίδες και πολύχρωμες πεταλούδες.

Εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής του Σεπτέμβρη θα 'ρχόταν στον Ωρωπό, καλεσμένος μου για κυνήγι, ένας καλός μου φίλος από την Αθήνα. Αυτός ήταν ο Στάθης, ένα ψηλόλιγνο παλικαράκι τότε με σπαστό μαλλί, πρασινωπά μάτια και μια έμφυτη ευγενική ντροπαλότητα που ταίριαζε απόλυτα με την συνολική του παρουσία και την χλομάδα του αδύνατου προσώπου του. Τον περίμενα πώς και πώς στον Ωρωπό, με το λεωφορείο της γραμμής, για να κυνηγήσουμε τα πάμπολλα τότε ντοπιάρικα αλλά και διερχόμενα τρυγόνια, που περνώντας σε κοπαδάκια μικρά και μεγάλα μετανάστευαν σταδιακά προς τον νότο. Κι ήταν ο τόπος γεμάτος με μεγάλα πουλιά, αλλά και πιτσούνια φετινάρια, που απλώνονταν άφοβα για την τροφοληψία των τελευταίων ημερών πριν το μεγάλο τους ταξίδι, ακόμη και στους ατρύγητους αμπελώνες, λιοστάσια κι άσπαρτα χέρσα που κάποιες ψηλές ασημόφυλλες λεύκες οριοθετούσαν κοντά σε κάποιες καρποφόρες ξερακιανές αμυγδαλιές τα σύνορα του χωραφιού.

Σε λίγο ο βόμβος απ' το μουγκρητό της μηχανής του παλιού λεωφορείου της γραμμής άγγιξε τ' αφτιά μου για να στρέψω την προσοχή μου προς τον κεντρικό δρόμο, που φρεσκοστρωμένος τότε με χοντρή ποταμίσια άμμο και στρογγυλεμένες κροκάλες, αύξανε άθελά του τον θόρυβο και τους τριγμούς στα ελάχιστα διερχόμενα αυτοκίνητα. Το πράσινο μικρό λεωφορείο φάνηκε πως πλησιάζοντας στη διασταύρωση έκοψε ταχύτητα μέχρι που σταμάτησε για να κατέβει ο ψηλόλιγνος επιβάτης, που δεν ήταν άλλος από τον φίλο μου, τον Στάθη. Σε λίγο μια χαρούμενη φασαρία με καλωσορίσματα, αγκαλιές αλλά και μια δόση αμηχανίας, γέμισε την αυλή του φτωχικού μας αγροτόσπιτου για ν' ακολουθήσει αμέσως μετά το πρώτο τρατάρισμα με καφεδάκια, κρύο νερό κι ένα σπιτικό συκαλάκι γλυκό, που κολύμπαγε προκλητικά σ' ένα διαυγές σιρόπι, κάνοντας τους σιελογόνους αδένες μας να δακρύσουν από συγκίνηση. Φαίνεται όμως ότι η εκτίμηση της μάνας μου για το φαγητό που έβραζε στην κατσαρόλα ήταν ανησυχητική όσον αφορά τον χρόνο, γι' αυτό στη σκέψη ότι ίσως πείνασε απ' το ταξίδι το καλεσμένο παιδί, κινητοποιήθηκε για κάτι πρόχειρο. Τέσσερα φρέσκα αβγά ημέρας, από τις αλανιάρες κότες της αυλής μας, τσιτσίριζαν την ατυχία τους μέσα στο καυτό λάδι του τηγανιού με τα όμορφα γουρλωμένα τους μάτια, που η μάνα μου κάθε τόσο τους έριχνε και λίγο καυτό λάδι για να πιάσουν μια λεπτή μεμβράνη σαν άσπρο λεπτό κάλυμμα, που θα τους στερούσε ολοκληρωτικά το φως. Αμέσως μετά μια πλούσια τοματοσαλάτα, με μπόλικο κρεμμύδι και ψιλοκομμένη πράσινη πιπεριά από το περιβόλι μας, έδειχνε την ποιότητά της με τη μυρωδιά και μόνο. Κι όταν η μάνα μου αναζήτησε, με την μεγάλη πιρούνα, κάτω απ' την άρμη του τυροτενεκέ ένα κομμάτι τυρί φέτα από τις ασπρόμαυρες κατσικούλες μας, άρπαξα και το κανατάκι με το ξανθό κρασί που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο ξύλινο ραφάκι δίπλα στον χώρο με τα κουζινικά. Αυτό το κρασί ήταν λίγο «αρπαγμένο», είχε πει ο πατέρας μου, ποιος όμως έδινε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες όταν το πλεόνασμα της χαράς ωραιοποιεί αυτόματα ακόμη κι εκείνα που δεν μας αρέσουν!

Μείναμε αρκετή ώρα με τον Στάθη δίπλα σ' εκείνο το μικρό τραπεζάκι, που η μάνα μου το είχε στολίσει και με καρό τραπεζομάντηλο, άσχετα αν ήταν λίγο καμένο από σπίθα που είχε πεταχτεί απ' το τζάκι την περσινή βαρυχειμωνιά. Είπαμε αρκετά για το κυνήγι, για τα φυσίγγια, για τα θηράματα και τις παγίδες, μέχρι ακόμη και για τις τρύπιες μου αρβύλες που τις είχα πάει στον τσαγκάρη για σόλιασμα και την επομένη το πρωί θα φόραγα αυτές τις άβολες του πατέρα μου. Κάθε τόσο σκάγαμε και στα γέλια γιατί ο φίλος μου, ο Στάθης, ήτανε και πολύ χιουμορίστας και δεν άφηνε καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη χωρίς να κάνει το δικό του ξεκαρδιστικό σχόλιο. Οι δύο αδελφές μου, το έβλεπα καθαρά, ντρεπόντουσαν κάπως τον Αθηναίο επισκέπτη μας και ήταν κάπως απόμακρες, όταν όμως ακουγόταν το αστείο έσκαγαν κι εκείνες στα γέλια, μόνο που όταν τις κοίταζε ο Στάθης κατέβαζαν τα μάτια βάζοντας παράλληλα το χέρι να κρύψουν το στόμα τους. Λίγο αργότερα βγήκαμε έξω να περπατήσουμε και να πούμε ίσως και πράγματα που ήταν πιο αντρικά ενώ παράλληλα θέλαμε να φουντώσουμε ένα τσιγαράκι με χίλιες δυο προφυλάξεις, σκεπάζοντάς το και με τις δύο χούφτες όταν ρουφάγαμε τον καπνό. Κάθε τόσο έστρεφα ανήσυχα την ματιά μου προς το σπίτι, μη τυχόν και κάποιος μας έπαιρνε χαμπάρι και γινόμασταν ρεζίλι και όχι τίποτε άλλο, αλλά ποιος θα 'κουγε την κατήχηση για το πόσο κακό κάνει, πόση ντροπή είναι και τι άνθρωποι θα γινόμασταν αφού καπνίζαμε από τώρα.

Είχα ζαλιστεί λιγάκι, άλλωστε το ίδιο ίσχυε και για τον Στάθη που τ' ομολόγησε με ειλικρίνεια. Το ξέραμε κι οι δύο πως δεν είμαστε κατά συνήθεια καπνιστές, αυτό όμως που μας έσπρωχνε προς τα εκεί ήταν η τάση προς το αλλιώτικο, το διαφορετικό, προς αυτό που έκαναν οι μεγάλοι, οι άντρες, ήταν ουσιαστικά η δική μας εσωτερική ανάγκη να νοιώσουμε πως μεγαλώσαμε, να νοιώσουμε όσο το γρηγορότερο καταξιωμένοι τουλάχιστον στον εαυτό μας.

Δεν ξέρω πόσο καλά βολεύτηκε ο Στάθης στο ράντζο που του έστρωσε η μάνα μου στην απέναντι μεριά, δίπλα απ' την μονόφυλλη παλιά ντουλάπα που είχε φτιάξει ο παππούς μου, ο Δημητρός. Δεν τον άκουσε κανείς να στριφογυρνάει, ούτε να δείχνει άβολα για την αλλαγή και τις συνήθειές του στον ύπνο· αντίθετα μάλιστα σε ελάχιστο χρόνο μια βαριά ρυθμική ανάσα τού έβγαλε την ταξιδιωτική κούραση βυθίζοντάς τον ίσως στα όνειρα και τις κυνηγετικές επιθυμίες που μας επιφύλασσε η αυριανή ημέρα.

Το καντηλάκι που τρεμόσβηνε όλη τη νύχτα ακουμπισμένο στο περβάζι του τζακιού, έμοιαζε σαν απόμακρος φάρος σε αιγαιοπελαγίτικη βραχονησίδα, δίνοντας στίγμα ζωής και ρότας στο σκοτεινό δρόμο της αναζήτησης του ονείρου που παλεύει για περισσότερο φως μέσα στη θαμπάδα της τεχνητής πυγολαμπίδας. Δεν είχε σβήσει ακόμη όταν με ξύπνησε ο πατέρας μου για να πάει στις δουλειές του κι όταν η μάνα μου άναψε τη λάμπα και δυνάμωσε κάπως το φως της, υψώνοντας την μικρή πύρινη γλωσσίτσα της· πετάχτηκα ολόρθος για να ξυπνήσω επειγόντως τον Στάθη μήπως μας πάρει η μέρα και χάσουμε την πρωινή μαγεία της χαραυγής. Το γεγονός ότι η μάνα μου είχε φτιάξει και για μας ελληνικό καφέ λειτούργησε μάλλον καταξιωτικά αφού όλα έδειχναν ότι ακολουθούσαμε πλέον τις αντρικές συνήθειες με την πλήρη αποδοχή και των μεγάλων, καλού κακού όμως μας είχε βάλει δίπλα κι από ένα ποτήρι ζεστό κατσικίσιο γάλα. Ο Στάθης σηκώθηκε ορεξάτος κι αφού πλυθήκαμε απ' τη μικρή βρυσούλα του δοχείου που κρεμόταν από ένα καρφί δίπλα στην κουζίνα κι ανταλλάξαμε τις καλημέρες μας, επιταχύναμε τις κινήσεις μας για να κερδίσουμε χρόνο και να φύγουμε όσο γίνεται γρηγορότερα. Ο καφές μας έδωσε μερικές ηχηρές ρουφηξιές ανάμεσα από κινήσεις που συγκέντρωναν βιαστικά τον κυνηγετικό μας εξοπλισμό ενώ το γάλα έμεινε ανέπαφο μέσα στα μεγάλα νεροπότηρα πάνω στον ξύλινο δίσκο που η μάνα μου είχε βάλει και πετσετάκι για να μας περιποιηθεί.

Ο δρόμος για το ποτάμι ξεκινούσε λίγο πιο πάνω από το σπίτι. Το λυκαυγές, τυλιγμένο ακόμη με τη θολούρα του πρωινού, έδωσε την ευκαιρία στον ασπρόμαυρο γερασμένο μας σκύλο να γαυγίσει μερικές φορές τάχα μου απειλητικά και να κουνήσει στη συνέχεια την ουρά του δείχνοντας ότι μας γνώρισε και μπορούμε να συνεχίσουμε τον δρόμο μας με την συναίνεσή του. Βαδίζαμε χαριτολογώντας επάνω στις ρότες του στενού χωματόδρομου που από χρόνια είχαν σημαδέψει τα γαϊδουράκια, τα φορτωμένα μουλάρια και τα κάρα με τις σούστες που ακόμη έπαιζαν πρωταγωνιστικό μεταφορικό ρόλο.

Τα τελευταία γαυγίσματα των σκύλων, απ' τα σκόρπια αγροτόσπιτα, είχαν χαλαρώσει την αγριάδα τους ενώ η νύχτα είχε σβήσει τελείως απ' τη ζήλια της βλέποντας να έρχεται φωτισμένο ένα πανέμορφο και ζεστό ακόμη καλοκαιριάτικο πρωινό. Κάποιοι κορυδαλλοί, ξάγρυπνοι εραστές της μουσικής, συναγωνίζονταν άλλα μικρόπουλα, που είχαν φρεσκοξυπνήσει με μοναδική παραφωνία τα αγριόσκυλα στο σπίτι του Τριδήμα που μόλις φθάσαμε κοντά τους, δίπλα στον δρόμο, έφαγαν τα λυσακά τους γαυγίζοντας απειλητικά μεσ' απ' τα σκουριασμένα συρματοπλέγματα.

Πόσα φυσίγγια έχεις ρε Δημήτρη;, με ρωτάει για μια στιγμή ο Στάθης τραβώντας τον ιμάντα για να στηρίξει καλύτερα το παλιό του μονόκαννο στην πλάτη. Μην ανησυχείς, του λέω, έχω κάμποσα μαζί μου, δηλαδή τουλάχιστον δώδεκα με δεκατρία φυσίγγια. Χαχαχα, ξεσπά σε γέλια ο Στάθης. Εγώ μάγκα μου με τα τέσσερα που «έφαγα» από τη θήκη του πατέρα μου τα 'κανα δεκάξι και καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει σήμερα, θα φάει η μύγα σίδερο και... Χαχαχαχα... τα γέλια.

Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμη, δεν χρειαζόταν όμως περισσότερο φως για να φανεί το ψηλό και μακρύ τοίχωμα της οργιώδους βλάστησης με τα θεόρατα πλατάνια και τις λεύκες που χάνονταν προς τη θάλασσα συνοδεύοντας τα φιδίσια καμώματα του Ασωπού ποταμού. Μερικές δρασκελιές ακόμη και θα πιάναμε τις φυλάχτρες, που ήταν γνωστές για μένα, αφού είχα κυνηγήσει κι άλλες φορές. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα! Κάποιες ακτίνες παίξανε ανάμεσα στο παχύ φύλλωμα των πλατανιών για να πούνε στα μάτια μας καλημέρα και να βάλουν τις αισθήσεις μας σ' επιφυλακή. Ο Στάθης, νευρικός κι ανυπόμονος όπως πάντα, αιχμάλωτος των προσδοκιών που υποσχόταν ο παραδεισένιος κυνηγότοπος, με μια καθαρά αντρική κίνηση και χτυπώντας το με ζοριλίκι επάνω στο πακέτο, άναψε με απανωτές ρουφηξιές ένα θεριακλήδικο τσιγάρο που ο καπνός του τύλιξε κυριολεκτικά κι εκείνον. Μεσολάβησε κάποιος χρόνος αναμονής. Κάποιοι απ' τους κατοίκους των νερόλακκων του ποταμού άρχισαν να δείχνουν φωναχτά την παρουσία τους και να τραγουδούν όλοι μαζί εκείνο το κουάξ-κουάξ-κουάξ, που μάλλον έδειχνε την καλή μέρα που έρχεται. Ήταν τα βατράχια, που ακροβολισμένα στις άκρες, με το κεφάλι έξω απ' το νερό, χάλαγαν τον κόσμο και ξαναχάνονταν μέσα στην αμμουδερή ποταμίσια τους «γυάλα» όταν χάλαγε η ησυχία τους από κάποιον θόρυβο, που προφανώς τα τρόμαζε.

Οι τουφεκιές, που άρχισαν σε λίγο να πέφτουν, ήταν όλες τους επιτυχημένες αφού στόχευαν σε καθιστά πουλιά που έπιαναν με όλη τους τη συνήθη άνεση επάνω στα ψηλά πλατανένια ακρόκλαρα ή ακόμη και στις χαμηλότερες πυκνόφυλλες ιτιές που συνήθως ρίχναμε με υπολογισμό και είχε επιτυχία. Αρκετά πουλιά όμως με ξαφνικές εμφανίσεις απ' όλες τις κατευθύνσεις, μας αναστάτωναν συχνά με το αστραπιαίο πέταγμά τους ή και καθόντουσαν στα ψηλά φυλλώματα χωρίς να τα βλέπουμε ή ακόμη και να μην τα παίρνουμε χαμπάρι. Ένας μικρός πόλεμος είχε ξεκινήσει ανάμεσα σε μας κι εκείνα τα διαβατάρικα πουλιά, μπαίνοντας σ' έναν σκληρό ανταγωνισμό για την ανάδειξη του νικητή, που συνήθως ήταν τα πουλιά κι όχι εμείς οι μεγαλομανείς μικροκυνηγοί που πιστεύαμε ότι ολάκερος ο κόσμος ήταν δικός μας. Η σκέψη ν' ανεβώ επάνω στον πλάτανο για να έχω καλύτερη ορατότητα στα πουλιά που ερχόντουσαν να πιάσουν, άρχισε να τρυπώνει στο μυαλό μου, ώσπου στο τέλος δεν άντεξα και...

Στάθηηηηη... Εεεε... Στάθη! Μ' ακούς;, φωνάζω για μια στιγμή. Έλαααα... σ' ακούω... λέγε, απαντά εκείνος. Θ' ανέβω στην κορυφή του πλάτανου γιατί μου φαίνεται ότι έρχονται και φεύγουν πουλιά που δεν τα βλέπουμε καθόλου, εντάξει; Έχε τον νου σου και όχι ψηλές τουφεκιές προς τη μεριά μου. Ναι, ναι, εντάξει, τον άκουσα να λέει, ανέβα σιγά σιγά. Το σκληρό, γυμνασμένο μου κορμί δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από ένα εύκαμπτο αναρριχώμενο αιλουροειδές, μόνο που αυτό θα μπορούσε να ζυγίζει είκοσι κιλά ενώ εγώ ήμουν εξήντα. Πολλές φορές με τους παιδικούς μου φίλους ανεβαίναμε για πλάκα επάνω στην τσίγκρα, όπως λέγαμε την κορυφή της γέρικης βελανιδιάς, για να βαράμε εκείνα τα πολύ μικρά κιτρινωπά πουλιά που τα λέγαμε σισίνια, κι αυτό βέβαια γινόταν συχνότατα για να μην πω για «ψύλλου πήδημα». Έτσι και τώρα, θεωρούσα αστείο ν' ανέβω στην τσίγκρα του πλάτανου για να βλέπω τι γίνεται εκεί στα ψηλά! Έτσι, κατέβασα τον κόκορα ή επικρουστήρα απ' το τουφέκι μου και περνώντας το χιαστί στην πλάτη μου για σιγουριά, μ' ένα σάλτο σαν ζογκλέρ, κρεμάστηκα από το πρώτο χοντρό χαμηλό κλαρί του δένδρου για να δέσω επάνω του τα πόδια μου και να τιναχτώ με άνεση όρθιος πιασμένος από το επόμενο κοντινότερο κλωνάρι. Η αναρρίχησή μου ήταν θέμα ελαχίστου χρόνου αφού σύντομα είχα φθάσει στα ψηλότερα κλαριά, που όσο βέβαια ανέβαινα τόσο αυτά γινόντουσαν λεπτότερα και μεγάλωναν τον κίνδυνο της πτώσης μου από ένα γλίστρημα ή ακόμη και σπάσιμο της κλάρας, αφού παράλληλα ήθελα από εκεί ψηλά να τουφεκάω κιόλας τα διερχόμενα ή καθιστά τρυγόνια. Η πλευρά του γεροπλάτανου, που είχα διαλέξει, ήταν αυτή που έβλεπε προς άλλα κοντινά ψηλόδενδρα, όπου κι εκεί έπιαναν τα πουλιά, μόνο που δεν ήμουν ιδιαιτέρως καλά βολεμένος.

Πέρασε κάποιος χρόνος, τα τρυγονάκια, οι συκοφάγοι καθώς κι άλλα είδη γυρόφερναν στον χώρο μας και συχνά ειδοποιούσα τον Στάθη... Πάνω σουουουου... Πάνω σου ρεεεεε! κι αμέσως μετά μια τουφεκιά από τον Στάθη επιβεβαίωνε το μήνυμά μου και ίσως και την επιτυχία του. Περίεργο πράγμα όμως. Δεν με είδαν εκείνα τα τρία τρυγονάκια που ήρθαν σε λίγο και κάθισαν σε ακτίνα αναπνοής από μένα; Για μια στιγμή κοκάλωσα, γύρισα αργά λοξά το κεφάλι μου και τα κοίταζα, εγώ τα πουλιά κι αυτά κατάπληκτα εμένα, μη μπορώντας προφανώς να εξηγήσουν τι είδους πλάσμα είμαι εγώ που βρίσκεται πιασμένο επάνω στο δένδρο τους. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, δυο μέτρα δίπλα μου τρία καθιστά τρυγόνια περίμεναν να δείξω την «ταυτότητά» μου κάνοντας τη μοιραία κίνηση. Και η κίνηση έγινε. Ήμουνα σίγουρος ότι αν γύριζα αργά προς το μέρος τους κάποιο θα προλάβαινα να τουφεκίσω, που θα καθυστερούσε από περιέργεια να δει τη φάτσα μου. Η κίνηση έγινε αργά, τα τρυγόνια ακόμη στη θέση τους, αλλά σε πλήρη ετοιμότητα φυγής μέχρι την στιγμή που... Κρατςςςςς! Η κλάρα σπάει κι εγώ βρίσκομαι στο κενό και στο έλεος της βαρύτητας. Κρατςςς, κρουτςς, γκαπςςςςς, φσιςςςς, αααααα και γδουπςςς μέσα στα αγκαθωτά βάτα που σφιχταγκάλιαζαν αγριοτριανταφυλλιές και πρασινωπές καναπίτσες. Ο χρόνος για λίγο σταμάτησε και το ερώτημα αν ζω ή πέθανα για δευτερόλεπτα ήταν μετέωρο. Έμεινα, δεν ξέρω για πόσο, ακίνητος, εγκλωβισμένος στην αγκαθωτή φυλακή μου που προφανώς με έσωσε λειτουργώντας σαν προστατευτικός αερόσακος γλυτώνοντας την άγρια πρόσκρουσή μου στο έδαφος. Συνήλθα αμέσως, πέρα από τα ανελέητα γδαρσίματα, δεν είχα χτυπήσει πουθενά, παρά το ότι έσπασα ολόκληρες κλάρες κατά την πτώση μου απ' το μεγάλο πλατάνι κι η επόμενη κίνησή μου ήταν ν' αρχίσω τον απεγκλωβισμό μου. Μα τι 'ναι αυτό;, αναρωτήθηκα. Κάτι κινείται στην πλάτη μου και το ακαριαίο τίναγμά μου προς τα πάνω έμοιαζε με καταπέλτη που εκσφενδονίζει εκτινασσόμενο κάθισμα. Ένα μεγάλο φίδι, μία μεγάλη, από πρόχειρη εκτίμηση, δεντρογαλιά, έφευγε ενοχλημένη από την πτώση μου στον χώρο της που μάλλον απολάμβανε τη δροσούλα στο ησυχαστήριό της. Παρά το ότι σε μικρότερη ηλικία ήμουν και φιδοκυνηγός δεν θα κρύψω το γεγονός ότι ανατρίχιασα ολόκληρος στην σκέψη ότι βρέθηκα «αγκαλιά» μ' ένα τόσο μεγάλο αλλά ακίνδυνο φίδι, αφού το οπλοστάσιό του δεν διαθέτει τοξικό ή θανατηφόρο δηλητήριο.

Είχα ξεφύγει από τον αγκαθωτό χώρο της πτώσης μου κι έψαχνα να δω πού βρισκόταν το χαμένο μου τουφέκι, όταν αντίκρισα τον Στάθη ενοχλημένο, όπως μου είπε, από τους περίεργους ήχους που έφθασαν στ' αφτιά του, αλλά παράλληλα έτοιμο να σκάσει στα γέλια, όταν δήλωνε με απορία: Μα πώς είσαι έτσι ρε παιδί μου; Αν δεις τη φάτσα σου θα εκπλαγείς. Και πράγματι, στ' ανάκατα μαλλιά μου, κολλημένα ακόμη ξερόκλαδα και φύλλα έδιναν σε συνδυασμό με το ματωμένο μου πρόσωπο την όψη ενός περίεργου Ινδιάνου, προφανώς μιας καινούριας φυλής. Ανάψαμε κι οι δύο τσιγάρο όταν καθισμένοι στην όχθη του Ασωπού του εξηγούσα τι ακριβώς συνέβη και πώς έπεσα από κει πάνω σπάζοντας με το σώμα μου ακρόκλαρα και πέφτοντας, ευτυχώς με την πλάτη, πάνω και μέσα στα πυκνά βάτα. Έμεινε άφωνος ο Στάθης όταν άκουσε τα γεγονότα κι απλώνοντας το χέρι του για να τραβήξει ένα ξυλαράκι που είχε μείνει ακόμη μπερδεμένο στα ανακατεμένα μου μαλλιά, δήλωσε με σοβαρότητα: Είσαι τυχερός φίλε μου, είσαι τυχερός και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά απ' το τσιγάρο του. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν αρκετή για να συνειδητοποιήσουμε και οι δύο ότι πράγματι στάθηκα πολύ τυχερός, αλλά όταν γύρισε και με ξανακοίταξε με το ζόρι κρατήθηκε για λίγο, ώστε να ξεσπάσουμε κι οι δυο μαζί σ' ένα ξεκαρδιστικό γέλιο μέχρι δακρύων που λένε.

Ο χρόνος που πέρναγε ούτε καν τολμούσε ν' αγγίξει την νεανική μας επιπολαιότητα και φυσικά ούτε ένοιαζε κι εμάς αν η ώρα ήταν δέκα ή μία το μεσημέρι. Υπήρχε όμως πάντα ένας μηχανισμός ειδοποίησης που σημείωνε ανελλιπώς την απώλεια των θερμίδων μας, με την ενόχληση στο στομάχι και την ανάγκη συμπλήρωσης τροφής για την αναπλήρωση της ενέργειας που ανά πάσα στιγμή ξοδεύαμε άσκοπα και κυρίως για να κάνουμε το κέφι μας. Στάθη, εδώ πιο κάτω είναι το αμπέλι του μπαρμπα-Σπύρου του Μαρκίδη και μου φαίνεται ότι είναι ατρύγητο με κάτι επιτραπέζιες σταφυλάρες άλλο πράμα, τι λες πάμε προς τα κει; Ε, και δεν πάμε!, δηλώνει ο Στάθης, πηδώντας το χαντακάκι μπροστά μας, που ήταν πυκνωμένο με αγκαθωτά ξεροχόρταρα. Μαζί του παλαντζάρισαν και τα πέντ' έξι τρυγόνια που είχε κρεμάσει από τη ζώνη του και τα καμάρωνε βέβαια σαν δυσεύρετα τρόπαια, όσο φυσικά καμάρωνα κι εγώ τα δικά μου, μόνο που στα δύο από τα έξι, είχαν κοπεί τα κεφάλια τους κατά την πτώση μου από τον πλάτανο και τα είχα αγκαλιάσει με το πέτσινο κορδόνι από τις φτερούγες δίνοντας περισσότερο όγκο στο σύνολο.

Είχαμε ξεφύγει πλέον από την πυκνόφυτη κοίτη και περπατώντας στον παραποτάμιο χωματόδρομο διασταυρωθήκαμε με τον μπαρμπα-Νίκο, τον Βλαχαΐτη, που καθισμένος μονόπλευρα στο μουλάρι του ισορροπούσε κάπως το φορτωμένο τσουβάλι που ήταν δεμένο από την άλλη μεριά. Γεια σου μπαρμπα-Νίκο, του φωνάζω εγκάρδια. Γεια σου Δημητράκη μου, γεια σου! Πώς πήγε βρε το κυνήγι; Κάνατε βλέπω δουλειά... Μπράβο, μπράβο! Τι κάνει ο μπαμπάς σου βρέιιι; Καλά είναι μπαρμπα-Νίκο, καλά είναι. Πολλούς χαιρετισμούς να του πεις... και η εικόνα του χάθηκε πίσω απ' τις καρποφορτωμένες γέρικες ελιές. Μόλις περάσαμε την εκκλησία του Άι Γιώργη και το τοίχωμα των κυπαρισσιών που έφθανε μέχρι κάτω, φάνηκε το καταπράσινο ακόμη αμπέλι του μπαρμπα-Σπύρου, με τα ελάχιστα κιτρινωπά φύλλα του που βιάστηκαν να υποδεχτούν το φθινόπωρο. Είχα δίκιο, το αμπέλι ήταν ατρύγητο και στα πρώτα γωνιακά κλίματα φάνηκαν να κρέμονται μεστωμένοι κάτι ροδίτες σε μεγάλα τσαμπιά που έδειχναν μούρλια. Δύο μεγάλα σκιάχτρα, που δέσποζαν με την παρουσία τους τα κεντρικά σημεία του αμπελώνα, όχι μόνο δεν τρόμαζαν πλέον τα πουλιά, αλλά αντιθέτως τα πουλιά τρόμαξαν εμάς που πετάχτηκαν από μπροστά μας μόλις μπήκαμε στα πλούσια αμπελοστάφυλλα. Τα σπουργίτια ολημερίς γλεντοκοπούσαν μεθυσμένα στο λαίμαργο φαγοπότι τους ενώ μερικά τρυγόνια κι ένας τσαλαπετεινός, που είχαν στρωθεί στ' ακραία, φτερούγισαν βιαστικά απέναντι στο δασάκι. Οι καρακάξες, παμπόνηρες όπως πάντα, έφυγαν μόλις στρίψαμε στα κυπαρίσσια κι έτσι ολόκληρο το σταφυλοτόπι με μια καλοθρεμμένη ποικιλία από φουσκωμένες ρώγες τέθηκε στην ανεξέλεγκτη λαιμαργοφάγα όρεξή μας καταπίνοντας σχεδόν αμάσητους τους πρώτους στρογγυλόμορφους καρπούς.

Δεν ξέρω αν αυτό που ζούσαμε, μεσ' απ' τον γλυκό κορεσμό της πείνας μας, λεγόταν γλέντι. Δεν ξέρω αν λεγόταν ευχαρίστηση ή μεγάλες στιγμές νεανικής ευτυχίας. Αυτό πάντως που βλέπαμε ολοφάνερα ήταν τη φύση ως χορηγό, να μοιράζει άπλετα τα δώρα της σε δυο παιδιά που ήθελαν το όμορφο ομορφότερο και τις όποιες στιγμές της ζωής γλυκύτερες ακόμη κι απ' το πετιμέζι, τη θρεψίνη ή και το μέλι της εποχής μας. Δεν ξέρω αν ήταν η διάθεσή μας αυτή, που ωραιοποιούσε το κάθε τι, που εξευγένιζε ακόμη και τις πιο τρελές μας ιδέες ή αποδαιμονοποιούσε ό,τι προς στιγμήν φαινόταν παράλογο ή μας τρόμαζε. Κι όταν μάλιστα πέσαμε ανάσκελα, για να μη μας βλέπουν κάποιοι περαστικοί ότι κλέβουμε, κι αρχίσαμε να τρώμε τις ρώγες κατευθείαν από τα κλίματα, σαν μεθυσμένοι σπουργίτες, τότε κάθε μας κίνηση συνοδευόταν από ακράτητο γέλιο, που μετατρεπόταν σε νευρικό και γινόταν ακατάπαυστο. Πολύ όμορφες, πολύ μεγάλες στιγμές, που στηριζόντουσαν στο τίποτα αλλά έδιναν και στους δυο μας τα πάντα και τα πάντα για μας, ήταν φανερό, ότι είχαν σαν πρωταγωνιστή στη ζωή μας το πάντα αγαπημένο μας κυνήγι, που συνεχίζει ακόμη και σήμερα με τα γκριζαρισμένα μας μαλλιά να παίζει τον ίδιο ρόλο.

Δεν ξέραμε τι ώρα είναι γιατί δεν φορούσαμε ρολόγια και η μοναδική μας εκτίμηση έβγαινε από την τροχιά και τη θέση του ήλιου για να εκτιμήσουμε στο περίπου. Έτσι λοιπόν, με φορτωμένα τα στομάχια μας από όμορφα γευστικά σταφύλια πήραμε αργά, και με τα όπλα κρεμασμένα στους ώμους, τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Περπατούσαμε αργά κουβεντιάζοντας και χασκογελώντας κι ενώ βρισκόμαστε στην άλλη πλευρά του ποταμού και πήραμε τον δρόμο ανάμεσα στους ελαιώνες, το κέφι του Στάθη χάλασε, η όψη του πήρε εκείνη την αρρωστημένη χλομάδα, το βήμα του έγινε πιο αργό και η διάθεση για γέλιο μηδενίστηκε. Τι έχεις ρε Στάθη;, τον ρώτησα. Το στομάχι μου είναι χάλια, απάντησε υποτονικά. Η κοιλιά μου άρχισε να με κόβει και μου φαίνεται πως θα κάνω εμετό. Άσε, είμαι χάλια.

Η ανησυχία μου άρχισε να κορυφώνεται, τον έβλεπα, από στιγμή σε στιγμή να κρατά το στομάχι του, να τρίβει την κοιλιά του, το βήμα του να κονταίνει και οι συχνές μου ερωτήσεις έμεναν αναπάντητες. Όχι, ρε γαμώτο, δεν είμαι καλά, μονολόγησε κι αυτοστιγμής άρχισε να τρέχει για να κρυφτεί πίσω απ' τον χοντρό κορμό της ελιάς, όπου ακούστηκε μία θορυβώδης και ριπαία κένωση με ελαφρά βογγητά, που με τρέλαναν. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πάω κοντά του να τον βοηθήσω ή αν έπρεπε να μείνω διακριτικά μακριά του τούτη την ιδιαίτερη προσωπική στιγμή. Δημήτρη πεθαίνω... τον ακούω να λέει χαμηλόφωνα. Το στομάχι μου, η κοιλιά μου, το κουράγιο μου κόπηκε και πάνω απ' όλα λερώθηκα, γιατί ούτε καν πρόλαβα να κατεβάσω τα βρακιά μου. Ήμουν σχεδόν δίπλα του αλλά κρυμμένος πίσω απ' τον κορμό της ελιάς για να μην τον κάνω να ντρέπεται. Είμαι χάλια, τον ακούω να λέει. Έχω καταλερωθεί, δώσε μου οτιδήποτε να σκουπιστώ. Τα 'χασα, δεν ήξερα τι να του δώσω και βγάζω το καπέλο μου, του το δίνω... Να, σκουπίσου μ' αυτό, του λέω. Άκουγα κάποιες κινήσεις μέχρι που εμφανίζεται κατάχλομος, έτοιμος να πέσει κάτω. Κουράγιο ρε Στάθη, κουράγιο, του προτείνω και τον αρπάζω απ' το μπράτσο να τον στηρίξω. Ήταν λερωμένος, το είδα στο πίσω μέρος, άλλωστε με πήραν οι κακοσμίες απ' τη μύτη, κάναμε μερικά βήματα αλλά ήταν αναγκαίο να τον καθαρίσω πρώτα, άσε που το όπλο του ήταν πεταμένο στην προηγούμενη ελιά. Τον κάθισα στο επόμενο ελαιόδεντρο της σειράς, έκοψα μερικά χόρτα, και τι να κάνω, σκούπιζα όπως μπορούσα το λερωμένο του, στο πίσω μέρος, παντελόνι. 

Φθάσαμε κακήν κακώς στο σπίτι, είχε μεσημεριάσει και ο πατέρας μου είχε μαζευτεί κι εκείνος απ' τα χωράφια του. Πετάχτηκαν όλοι έξω όταν μας είδαν απ' το παράθυρο να τον κουβαλάω αγκαλιά για να 'ρθούμε στο σπίτι. Τι έγινε ρε παιδί μου; Tι συμβαίνει;, αναρωτήθηκαν όλοι με έκδηλη αγωνία. Τους εξήγησα όσο μπορούσα αλλά διέκοψα όταν ο Στάθης ζήτησε λίγο νερό, που η Μάνα μου κατασκοτώθηκε να του φέρει. Όλα έδειχναν ότι κάπως είχε συνέλθει και η ανάπαυσή του στο ράντζο ηρέμησε κάπως την τεταμένη κατάσταση. Στον πατέρα μου, που ήταν πιο ψύχραιμος, του είπα ότι φάγαμε ένα σκασμό σταφύλια άπλυτα και μάλιστα κατευθείαν από τα κλίματα, έτσι για να κάνουμε πλάκα. Φτου διάβολε, βλαστήμησε ο πατέρας μου, μα γιατί ρε παιδάκι μου; Kουκούτσι μυαλό δεν έχετε; Aυτά τα σταφύλια θα είχαν ακόμη επάνω τους θειάφι, τι διάολο, δεν σας κόβει καθόλου; Γιώργοοο, διέκοψε η μάνα μου, πήγαινε αμέσως να σφάξεις μια κότα να κάνω μια σούπα στο παιδί γιατί αλλιώς πώς θα συνέλθουν τα σωθικά του. Ο πατέρας μου έφυγε αμέσως, ενώ η φωνή του Στάθη με άγγιξε σαν ρεύμα. Ρε Δημήτρη θέλω να πάω τουαλέτα και κοίτα, μου λέει χαμηλόφωνα στο αφτί, θέλω ένα δικό σου σώβρακο κι ένα παντελόνι πιτζάμας γιατί, θυμήσου, τα 'χω καταχέσει όλα.

Η χοντρή κατσαρόλα επάνω στην τρίποδη πυροστιά του τζακιού έβραζε δυνατά την σφαγμένη πριν λίγο κότα. Είχε γίνει πραγματικά μια νοστιμότατη σούπα που δυστυχώς ο Στάθης μόλις που ρούφηξε μερικές κουταλιές κι έφαγε ένα κομματάκι κρέας από το στήθος της. Καθισμένοι όλοι γύρω στο ίδιο χθεσινό τραπέζι ρουφάγαμε με χαμηλό θόρυβο την ζεστή κοτόσουπα ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον Αθηναίο ασθενή μας που για κακή του τύχη, η δηλητηρίαση –γιατί αυτό ήταν– τον καθήλωσε μετατρέποντας τη χαρά της εκδρομής και του κυνηγίου σε μία εξαιρετικά επικίνδυνη περιπέτεια υγείας που ακόμη δεν ξέραμε την εξέλιξή της.

Δεν ξέρω πόση ώρα έψαχνα να βρω βλαστημώντας την τρόμπα του ποδηλάτου μου που το πίσω λάστιχο είχε καθίσει και χρειαζόταν αέρα. Ο πατέρας μου το είχε πει ξεκάθαρα, πάρε το ποδήλατό σου και πήγαινε στη Σκάλα να φέρεις γιατρό, αυτό το παιδί δεν το βλέπω καλά. Και είχε δίκιο. Ούτε καν θυμάμαι πόσες φορές όλο το απόγευμα ο Στάθης έφευγε σφαίρα να προλάβει να πάει πάλι και πάλι στην τουαλέτα. Μας τελειώσαν τα σώβρακα, χρησιμοποιήσαμε παντελόνια και ό,τι άλλο βρίσκαμε αλλά δεν σταματούσε η διάρροια με τίποτα, μέχρι αίμα τον πήγε, όπως μου 'πε μυστικά ο Στάθης. Τελικά πήγα με το ποδήλατό μου και βρήκα τον γιατρό, τον Σταυρόπουλο, και στον οποίο βέβαια εξήγησα πώς έχουν τα πράγματα για να κάνει κι αυτός το κουμάντο του. Εντάξει, θα έρθω αργότερα κι εγώ εξαφανίστηκα για να γυρίσω στον φίλο μου, τον Στάθη. Το παλιό θορυβώδες αυτοκίνητο του γιατρού μάς έβγαλε όλους έξω και τα αργά του βήματα, που κουβαλούσαν το χοντρό του σώμα με την ιατρική του τσάντα στο χέρι, ενέτειναν περισσότερο την αγωνία μας για το αποτέλεσμα και κυρίως τη γνωμάτευσή του για την κατάσταση του ασθενούς. Περάστε όλοι έξω παρακαλώ, πρότεινε ο γιατρός με επιτακτικό ύφος, θέλω να τον εξετάσω. Ο Στάθης γούρλωσε τα μάτια, έδειχνε ολοφάνερα τον φόβο του και δεν ξέρω αν ηρέμησε κάπως όταν ο γιατρός του είπε: Χαλάρωσε παιδί μου, χαλάρωσε. Τ' αφτιά μας είχαν διπλασιάσει την ακουστική τους δυνατότητα και κολλημένοι όλοι πίσω από την πόρτα, που ήταν γεμάτη χαραμάδες, προσπαθούσαμε ν' ακούσουμε αν ο Στάθης φωνάξει, βογκήξει ή ακουστεί τίποτε άλλο. Κι όταν μετά από την παρατεταμένη εξέταση ο γιατρός ζήτησε από τη μάνα μου, που την φώναξε, να βράσει λίγο νερό για την ένεση, ένοιωσα τόσο άσχημα που μάλλον πόνεσα εγώ περισσότερο από τον άτυχο Στάθη. Όταν περάσαμε όλοι μέσα και ο γιατρός είχε κλείσει την τσάντα του, γύρισε προς το μέρος μας για να μας διαβεβαιώσει ότι ο ασθενής έπαθε μια δυνατή τροφική δηλητηρίαση για την οποία να μην ανησυχούμε και ότι θα του περάσει. Aπ' αυτό το μπουκαλάκι, που μόνο ο γιατρός ήξερε τι ήταν και το ακούμπησε στο τραπέζι, θα του δίνετε από μία κουταλιά πρωί, μεσημέρι και βράδυ, δήλωσε, κοιτάζοντας τη μάνα μου, στην περίπτωση όμως που δεν καλυτερέψει ειδοποιήστε με άμεσα.

Κοίταξα τον Στάθη με συμπόνια, κάπου τα μάτια μας διασταυρώθηκαν αλλά κατέβασα ξανά το κεφάλι. Οι ενοχές μου πραγματικά με έπνιγαν, ένοιωθα ως ο κύριος υπεύθυνος γι' αυτή την κατάσταση, όμως πλησίασα κοντά του και κάθισα στο χαμηλό σκαμνάκι δίπλα στο ράντζο που ο γιατρός είχε ακουμπήσει την τσάντα του. Κουράγιο ρε Στάθη, κουράγιο, του πρότεινα χαμηλόφωνα κι αμέσως βγήκα έξω γιατί δεν ήθελα να δει ότι ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα.
Περάσαμε όλοι μας ένα αγωνιώδες βράδυ περιμένοντας, αν χρειαστεί και πότε θα πάει ο φιλοξενούμενός μας στην τουαλέτα, για να του συμπαρασταθούμε στις ανάγκες του. Ευτυχώς όλη την νύχτα πήγε μόνο δύο φορές, γιατί φαίνεται ότι η ξαναζεσταμένη κοτόσουπα, η ένεση ή ακόμη και το σιροπιαστό φάρμακο στο μπουκαλάκι βοήθησαν στην ανάκαμψη του προβλήματος και τη νίκη του κακού που προσέβαλε τα σπλάχνα του απ' τη μια στιγμή στην άλλη.

Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα! Μια μέρα που πραγματικά φαινόταν καλύτερη, αφού ο Αθηναίος ασθενής μας είχε καλύτερη διάθεση και λιγότερες στομαχικές ή εντερικές ενοχλήσεις. Η διάρροια είχε περιοριστεί αρκετά κι όλα έδειχναν ότι και ο ίδιος είχε αποκτήσει το θάρρος και την αυτοπεποίθηση που ήταν τελείως μηδενισμένα, απ' τη στιγμή που τον βρήκε το κακό. Η μάνα μου είχε πιάσει δουλειά από την μαύρη νύχτα. Ένας κατάμαυρος τέντζερης, που είχε περάσει τη ζωή του επάνω σε κάποια φωτιά βράζοντας νερό για τις ανάγκες του σπιτιού, κόχλαζε και πάλι τα νερά του ακουμπισμένος πάνω στην σιδεροστιά δίπλα στον φούρνο, που αυτή τη φορά θα έπλενε στην ξύλινη σκάφη όλα τα σώβρακα και τις πιτζάμες του ξένου παιδιού, όπως έλεγε η μάνα μου.
Δημήτρη πρέπει να φύγω, δήλωσε σιγανά ο Στάθης την επομένη το πρωί, αφού είχε πιει το τσάι του με τα χοντρά παξιμάδια και πήγα να του δώσω την κουταλιά με το σιρόπι του. Τον κοίταξα κατάματα βγάζοντας τους φόβους μου και τα ερωτηματικά μου. Μα είναι δυνατόν στην κατάσταση που είσαι; Κι αν σου συμβεί κάτι μέσα στο λεωφορείο; Τότε τι γίνεται; Μαύρες σκέψεις κρεμάστηκαν στα «κομμένα» του μάτια, χαμήλωσε απότομα το βλέμμα, σάρωσε με τη γλώσσα του κάποιο υπόλειμμα σιροπιού που είχε μείνει στα χείλη του και ξανακοιτάζοντάς με αποφασιστικά μου λέει: Όχι, Δημήτρη, δεν πάει άλλο, αρκετά προβλήματα σας δημιούργησα, άλλωστε θ' ανησυχούν και οι γονείς μου, πρέπει να φύγω.

H προετοιμασία της αμετάκλητης απόφασής του να φύγει, σημαδεύτηκε από μια επίμονη σιωπή, γεμάτη προβληματισμούς κι ερωτηματικά για το τι θα μπορούσε να του συμβεί και πώς θα φτάσει αυτό το παιδί στο σπίτι του. Έσπασε το τουφέκι του στα δύο, το πέρασε σε μια προχειροφτιαγμένη πάνινη θήκη και διπλώνοντας την παλιά του φυσιγγιοθήκη κουλουριαστά την έβαλε στο μικρό σάκο μαζί με κάποια ψιλοπράματα που είχε φέρει. Η μάνα μου όμως με την προνοητικότητα και τις γνώσεις της από τα τέσσερα παιδιά που μεγάλωσε, με πήρε διακριτικά στην άκρη για να μου δώσει ένα κομμάτι τυλιγμένο παχύ πανί που μέσα του είχε κομμάτια από χοντρότερα απορροφητικά υφάσματα. Δώσ' του το να το βάλει από «κάτω», μου είπε με πλήρη μυστικοπάθεια, μη τυχόν και του συμβεί τίποτα στο δρόμο!

Συνόδεψα τον Στάθη μέχρι πάνω στον κεντρικό δρόμο που θα πέρναγε το μεσημεριανό λεωφορείο για την Αθήνα. Οι κουβέντες που ανταλλάξαμε ήταν περιορισμένες και μπορώ να πω ότι η σιωπή ήταν αυτή που μας αγκάλιαζε λυτρωτικά αφήνοντας ελεύθερη τη σκέψη να πλανηθεί σαν αερικό στα τελευταία μας τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν αυτό το κυνήγι και υπογράμμισαν τα νεανικά μας λάθη και τις σοβαρές παραλήψεις που συμπορεύονται ανελλιπώς με τα άγουρα χρόνια μας.

Ο Στάθης κάθισε στο τέταρτο κάθισμα κοιτάζοντας προς τη μεριά μου. Η μηχανή του λεωφορείου μούγκρισε άγρια πριν ξεκινήσει και το όχημα κινήθηκε σιγά σιγά. Η παλάμη του φίλου μου ήταν κολλημένη επάνω στο τζάμι αφήνοντας χώρο για την εικόνα της χλομής του μορφής, που κάτι νομίζω πως ψέλλισε αλλά δεν το άκουσα ποτέ. Κατέβασα το χέρι μου, όταν το επιβατικό τερατάκι της γραμμής χάθηκε αργά μέσα στη σκόνη του και τους αμφίπλευρους ελαιώνες του δρόμου κοντά στο χτήμα του Κωστόπουλου.

Τι περίεργη που είναι η ζωή, σκέφθηκα περπατώντας αργά προς το σπίτι. Ξαφνικά κι αναπάντεχα άρπαξε μια χούφτα γεγονότα, τα έδεσε όπως ήθελε εκείνη, σκορπίζοντας πικάντικα μερικούς φόβους κι επίπονες λαχτάρες, σκαρώνοντας έτσι μια ακόμη ιστορία στην ανώριμη ζωή μας.
Μια πικρή ιστορία του χθες, που σαν γλυκιά ανάμνηση του σήμερα έρχεται σιωπηλά να χαϊδέψει τις μνήμες με τα όμορφα ξινά σταφύλια της νιότης μας.


ΤΕΛΟΣ


Copyright © Δημήτρης Γ. Μακρυγιάννης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Konstantin Javakhyan (λάδι)