Μπεντ

Μπεντ σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια

Ο Μάρτιν Σέρμαν (γ. 1938) είναι Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας που έγραψε πολλά έργα σχετικά με θεματολογία γύρω από τη διαφορετικότητα, όπως ομοφυλόφιλους, αναπήρους, έγχρωμους κ.ά. Ένα από τα σημαντικότερα και ευρύτατα αναγνωρισμένα έργα του είναι το «Μπεντ», που διαπραγματεύεται τον ομοφυλοφιλικό έρωτα μεταξύ δύο αντρών στο στρατόπεδο του Νταχάου κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η λέξη «bent» είναι ο αόριστος του ρήματος «bend» που σημαίνει «σκύβω, λυγίζω» και χρησιμοποιείται στην αργκό για να δηλώσει τους ομοφυλόφιλους αλλά κατά παράδοξο τρόπο σημαίνει και τον αποφασισμένο να υπερβεί τα άκρα.
Το έργο διαδραματίζεται το 1934 και αφορά την ιστορία του Μαξ, του Ρούμπυ και του Χορστ πριν και μετά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, όπου ο Αδόλφος Χίτλερ δολοφόνησε τους αξιωματικούς των Ταγμάτων Εφόδου και κάθε πολιτικό του αντίπαλο. Ο Μαξ και ο Ρούμπυ έχουν ελεύθερη σχέση κι ένα βράδυ ο πρώτος φέρνει στο σπίτι τους έναν γοητευτικό αξιωματικό των Ταγμάτων Εφόδου, τον οποίο όμως εντοπίζουν αξιωματικοί των Ες Ες και τον σκοτώνουν. Το ζευγάρι τελικά καταλήγει στο τρένο για το Νταχάου, όπου γνωρίζουν τον Χορστ κι η ζωή τους αλλάζει για πάντα.

Η συγκλονιστική παράσταση στο θέατρο «Χώρα» διαπραγματεύεται τον έρωτα που μπορεί να γεννηθεί κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες, σε μια εποχή που ο άνθρωπος δεν είχε καμία αξία στα μάτια της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής. Ο Μαξ καταφέρνει με διάφορα κόλπα να πείσει πως δεν είναι ομοφυλόφιλος και καταδικάζεται να κουβαλάει πέτρες στο στρατόπεδο ενώ κάποια στιγμή επιτυγχάνει να φέρει και τον Χορστ κοντά του. Σύντομα όμως ερωτεύονται, μιας και ο Χορστ του δείχνει την πραγματική σημασία της αγάπης και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Ο Μαξ καταφέρνει να δεχτεί τη σεξουαλικότητά του και, χάρη στην αγνότητα του Χορστ, να μεταστραφεί σε καλύτερο άνθρωπο και να νιώσει αγάπη και καλοσύνη, συναισθήματα που θα οδηγήσουν σ' ένα αξέχαστο τέλος.
Η παράσταση του σκηνοθέτη Πέτρου Ζούλια καταφέρνει να αποτυπώσει με επιτυχία όλα αυτά τα συναισθήματα, τη ζοφερότητα της εποχής, την απελπισία του έρωτα, την καλοσύνη που κάπου φυτοζωεί στις ψυχές των ανθρώπων, τη σκληρότητα και την απανθρωπιά του ανώτερου όντος σε κατώτερα (όπως ήταν η γραμμή της εποχής) και πολλά άλλα. Σωστή καθοδήγηση των ηθοποιών, ωραίες και πρακτικές εναλλαγές σκηνικών, κίνηση, μεταμορφώσεις και η κουραστική σκηνή με τις πέτρες δημιουργούν ένα άρτιο και υποβλητικό σύνολο που με έβαλε από την αρχή στην ατμόσφαιρα της εποχής και μου σύστησε σε όλη τους την έκφανση τους χαρακτήρες του έργου.

Ο Μέμος Μπεγνής στον ρόλο του Μαξ δημιούργησε με μέτρο και ευπείθεια έναν άντρα κυνικό, ανεξάρτητο, ορμητικό, απείθαρχο, υποταγμένο στη μέθη και στην κραιπάλη, που αγνοεί τον σύντροφό του, Ρούντυ και κάνει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Όσο προχωράει το έργο όμως ο χαρακτήρας αρχίζει να μεταστρέφεται, να αλλάζει, να βιώνει πρωτόγνωρα συναισθήματα κι ο Μέμος Μπεγνής δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας που αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη για μένα. Η υποκριτική του δεινότητα, μετρημένη και χωρίς υπερβολές, και το ταλέντο του στο να ενσαρκώσει κυριολεκτικά έναν τέτοιο ρόλο απογείωσε το έργο και με έπεισε απόλυτα.
Στο πλάι του, ο Ιωάννης Αθανασόπουλος ως Χορστ είναι το κατάλληλο αντίβαρο, μιας και καταφέρνει να σταθεί στο ίδιο υποκριτικό μέγεθος και να δημιουργήσει έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα που θα εναρμονιστεί σταδιακά με τον Μαξ. Η απότομη συμπεριφορά του και ο κλειστός του χαρακτήρας, επιλογές για να επιβιώσει στο στρατόπεδο, θα αλλάξουν ριζικά όταν γνωριστεί καλύτερα με τον συγκρατούμενό του («Εδώ οι φιλίες κρατάνε μόνο μια μέρα») και τότε ο Ιωάννης Αθανασόπουλος θα ξεδιπλώσει υποκριτικές αρετές τέτοιες που θα φέρουν αβίαστα στα μάτια δάκρυα.
Οι δυο τους αποτελούν ένα πολύ καλό δίδυμο, κρατιούνται πάντα στο ίδιο ερμηνευτικό επίπεδο, χωρίς να «καπελώνει» ο ένας τον άλλον και ταιριάζουν απόλυτα. Η αξέχαστη σκηνή που κάνουν έρωτα χωρίς να έρθουν σε σωματική επαφή δίνεται με δεινότητα και αρτιότητα (— Δεν μπορούμε να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον. — Ναι αλλά μπορούμε να τον νιώσουμε) και δε θα ξεχάσω την εκκωφαντική σιωπή στην πλατεία όταν στο τέλος, ο Ιωάννης Αθανασόπουλος αναφωνεί: «Κάναμε έρωτα. Είμαστε ακόμα ζωντανοί!» Κι όλα αυτά τα συναισθήματα ενώ οι ηθοποιοί κουβαλούν ασήκωτες πέτρες...

Εξίσου μεγάλη έκπληξη είναι και ο Γιάννης Σίντος, τον οποίο στο μυαλό μου έχω ταυτίσει με τη φετινή τηλεοπτική του εμφάνιση σε γνωστή σειρά, ο οποίος ερμηνευτικά έβγαλε έναν άλλον εαυτό, τόσο πολύ που μόνο χάρη στο θεατρικό πρόγραμμα τον αναγνώρισα. Υποδύεται έναν θηλυπρεπή άντρα γεμάτο ακκισμούς και τρυφερότητα, ένα πλάσμα που παραμένει δίπλα στον άνθρωπο που αγαπά αλλά εκείνος δεν χάνει ευκαιρία να τον αγνοεί και να αδιαφορεί για τις ανάγκες του. Είναι ένας άνθρωπος που έχει ανάγκη να κάνει όνειρα, είναι τρυφερός και ρομαντικός, μιλάει στα φυτά του κι η ζωή του ανατρέπεται όταν αναγκάζεται να το σκάσει με τον Μαξ και τελικά να συλληφθεί με προορισμό το Νταχάου. Οι κινήσεις του Γιάννη Σίντου είναι μελετημένες ως την παραμικρή λεπτομέρεια κι όταν ήρθε η ώρα της κρίσιμης σκηνής στο τρένο με συγκλόνισε.
Ο Δημήτρης Καραμπέτσης ως θείος του Μαξ, μεσήλιξ ομοφυλόφιλος που όμως δημιούργησε οικογένεια για να μην μπει στο στόχαστρο, είναι πολύ καλός και με ποικίλες ερμηνευτικές εκφράσεις. Ο Μανώλης Θεοδωράκης στον ρόλο της Γκρέτα υποδύεται σωστά την drag queen που αναγκάζεται να κλείσει το gay club της και η μεταμόρφωσή του σε άντρα και άνθρωπο που αναγκάζεται να επιστρέψει σε μια κρυφή ζωή, κάτι που γίνεται στη σκηνή, είναι υποδειγματική και αξιοπρόσεκτη.
Ο James Rodi ως Βολφ είναι σωστός ενώ οι Χρήστος Ζαχαριάδης και Σπύρος Δούρος σε βοηθητικούς ρόλους καταφέρνουν να ενταχθούν σωστά στο σύνολο της παράστασης και να υποδυθούν με συνέπεια και προσοχή τους ποικίλους ρόλους τους.

Η σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, όπως έγραψα και στην αρχή του κειμένου, είναι φροντισμένη, σωστή και καταφέρνει να βγάλει τον καλύτερο εαυτό του κάθε ηθοποιού. Οι τελευταίες σκηνές του έργου, με τον Μαξ και τον Χορστ να πλησιάζουν σ' ένα απρόσμενο τέλος, δίνονται υπό το βλέμμα όλων των ηθοποιών του θιάσου, οι οποίοι δείχνουν απαθείς, ουδέτεροι και ψυχροί όσο παρακολουθούν τα δρώμενα ενώ στο τέλος του έργου βάζουν μαύρα γυαλιά κι εξαφανίζονται. Ίσως αυτή η οπτική να αποτελεί μια μορφή κατηγορίας σε όσους κοιτάνε χωρίς να βλέπουν, σε όσους αδιαφορούν γενικά μπροστά στο ανθρώπινο δράμα, οπότε η άποψη αυτή προσθέτει ακόμα περισσότερη τραγικότητα.
Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη είναι λιτά και πρακτικά, με ωραίες εναλλαγές μεταξύ διαμερίσματος του Μαξ και του gay club της Γκρέτα, με ωραία αναπαράσταση της διακομιδής με το τρένο ενώ το στρατόπεδο του Νταχάου στήνεται με τα βασικά στοιχεία που απαιτούνται, τις πέτρες, το συρματόπλεγμα και τον τοίχο πάνω στον οποίο σουλατσάρουν οι φρουροί.
Τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη είναι πιστά στην εποχή του έργου και προσεγμένα.
Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου είναι λιτή και ταυτόχρονα υποβλητική, με ελάχιστες νότες αλλά δύναμη και παλμό, γνωρίσματα απόλυτα ταιριαστά με την ροή της παράστασης. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα βοηθάνε πολύ στην ατμόσφαιρα και στην υποβλητικότητα, ενισχύοντας έτσι το συναισθηματικό φορτίο του θεατή ενώ οι εναλλαγές μέρας και νύχτας, χειμώνα και καλοκαιριού είναι άψογες.

Το «Μπεντ», του Μάρτιν Σέρμαν, είναι ένα δυνατό και συγκλονιστικό έργο για τον ομοφυλόφιλο έρωτα, που μπορεί να ανθίσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, με δυνατές συναισθηματικές σκηνές και αξιομνημόνευτους χαρακτήρες. Η παράσταση του Πέτρου Ζούλια έχει δύο πολύ δυνατούς ερμηνευτές, τον Μέμο Μπεγνή και τον Ιωάννη Αθανασόπουλο, οι οποίοι πλαισιώνονται από αξιόλογους ηθοποιούς και χαρίζει μια συγκινητική και τρυφερή ματιά πάνω σε ένα έργο που μου χάρισε άφθονα δάκρυα και μου τόνισε επανειλημμένα πως ο έρωτας στο τέλος πάντα νικάει, όσο τραγικά κι αν είναι τα γεγονότα γύρω μας.