«Όταν κάποτε λες ότι όχι, δεν μπορεί τα πράγματα να πάνε χειρότερα και συνειδητοποιείς ότι, ναι, μπορεί.»
Αν ψάχνετε ένα καλογραμμένο, ενδιαφέρον μυθογράφημα εποχής τότε η «κακοτυχία» του κυρίου Βαβίτσα πρέπει να μπει στη λίστα. Ο συγγραφέας τραβά την προσοχή από τις πρώτες σελίδες με το πνεύμα του, το καλό χιούμορ που διαθέτει, το γενικότερο ύφος και την νουάρ του ατμόσφαιρα, που είναι κι εποχής.
Από τον Πειραιά του 1897 ως το Αργοστόλι των αρχών του 20ού αιώνα και από την Αμερική ως την Κυψέλη του 1924, το μυθιστόρημα «ακολουθεί» ημερολογιακά τον κεντρικό ήρωα, τον Λευτέρη, που αντίθετα με τη σημειολογία του ονόματός του θα περάσει πολλά δεινά. Μια κηδεία, μια γνωριμία, έναν γάμο κι έναν φόνο μετά, θα αποφασίσει να φύγει. Διασχίζει τον ωκεανό προσδοκώντας ένα καλύτερο μέλλον αν και η πρώτη πρώτη λέξη, που θα ακούσει φτάνοντας στην Νέα Υόρκη, και που δεν θα την ξεχάσει ποτέ, έμελλε να είναι ένα «μπαντ λακ».
Κάπως έτσι, ο δημιουργός, ως καλός αφηγητής που είναι με τη σπιντάτη ροή και τις ρέουσες εξελίξεις, «αρπάζει» την τύχη του ήρωά του από τα μαλλιά και μας παρουσιάζει όλη την ιστορία του. Φυσικά, η τύχη –και η ατυχία– αποτελούν σημαίνουσες έννοιες στο πόνημα, αλληλοσυμπληρώνοντας η μία την άλλη και βάζοντας σε σκέψεις τον αναγνώστη ως προς το τι είναι η τύχη, τι/ποιον ορίζει και κατά πόσο ο άνθρωπος είναι «δέσμιός» της ή σε ποιο βαθμό μπορεί ν' αλλάξει τον ρου της πορείας του με τις επιλογές του.
Η βροχή έπεφτε κουτσή.Τον χώρο, αγόρι μου, εμείς τον δημιουργούμε γύρω μας. Τον δημιουργεί η αγάπη, ο σεβασμός και η κατανόηση προς ό,τι αγαπάμε.Κι αν η ήττα μεγαλουργεί κάποτε, αυτό σίγουρα συμβαίνει τη νύχτα.
Η όμορφη σκιαγράφηση των χαρακτήρων –συναντάμε πολλά τραγικά πρόσωπα· μη νομίζετε πως ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο μοναδικός άτυχος–, το ωραίο ύφος και γενικότερο συγγραφικό στιλ, η άξια πλοκή και η έντονη ατμόσφαιρα εποχής κερδίζουν και τον πιο δύσκολο. Επιπλέον, πρόκειται για πεζογράφημα που δεν έχει συγκεκριμένο –άρα περιορισμένο– κοινό καθώς απευθύνεται σε όλους: άντρες, γυναίκες, νέους ή παλιούς φιλαναγνώστες, μικρότερους ή μεγαλύτερους κ.ο.κ.
Το πώς καταφέρνει να «περνάει»/αναβιώνει την εποχή με τις τόσο φειδωλές περιγραφές τόπων, χώρων, ρούχων κ.λπ. είναι άξιο αναφοράς, όμως μεταφέρει όλο το ηχόχρωμά της τελικά, κερδίζοντας ένα γενναίο στοίχημα: να σκαρώσει μια ιστορία άκρως ενδιαφέρουσα, που διαδραματίζεται έναν αιώνα πριν, διαθέτοντας μοντέρνα γραφή και δικό του, προσωπικό, ύφος. Επίσης, παρόλο που ένα πολύ μεγάλο μέρος του βιβλίου ανήκει στο είδος που ονομάζουμε «ιστορία κλειστού χώρου» (όλες οι ημέρες που αφορούν στο ταξίδι με πλοίο για την Αμερική), ο συγγραφέας ξεπερνά την όποια στασιμότητα με άνεση, προσφέρει συνεχόμενες εξελίξεις και πρόοδο στην ιστόρηση ακόμα και εκεί.
Οι εικόνες είναι σκληρές, γιατί και η εποχή είναι τέτοια. Παρόν το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο των ημερών εκείνων και η ιστορική χροιά (μη σκεφτείτε διόλου πως πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, κάθε άλλο!). Παρούσα και η φόρτιση όμως, όπως και η συγκίνηση, που είναι διάχυτη στις σελίδες του, και μάλιστα χωρίς πολυλογίες. Προκύπτει αβίαστα από τα γραφόμενα παρόλο που δεν ποντάρει στο μελό, ούτε βασίζεται πάνω του. Ένα βαθύ συναίσθημα σε αγγίζει όσο προχωρά η ανάγνωση και ο ανθρώπινος πόνος που δεν αφορά έναν, δύο ή κάποιους αλλά όλες τις εποχές και όλους (μας). Οι οικονομικοί μετανάστες δε, της κάθε εποχής, θα ταυτιστούν απολύτως (όχι, ο ήρωας δεν είναι οικονομικός μετανάστης, δεν θα το έγραφα αν επρόκειτο να «προδώσω» την υπόθεση).
Με δυο λόγια, το βιβλίο αποτελεί επιλογή για όλους. Διαθέτει όλα τα εφόδια ενός καλού μυθιστορήματος εποχής και ημερολογιακής δομής με ωραία πλοκή, αναγνωστικό ενδιαφέρον, τραγικά πρόσωπα, νουάρ αποχρώσεις (χωρίς την αθυροστομία αυτού του είδους, ωστόσο), άξιο ύφος... ενώ τελειώνει και θέλεις μια συνέχεια, να «δεις» το παρακάτω· απόδειξη ότι σε έχει κερδίσει.
Εννοείται, ναι!