Χρυσούλας Θ. Λυμπεροπούλου
Πώς μπορείς να ξεγελάσεις αυτά τα πανέξυπνα μάτια; Το σπινθηροβόλο βλέμμα, που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής, ερεύνησε σχολαστικά, από πάνω έως κάτω, για άλλη μια φορά τον νεαρό άντρα.
«Πανύψηλος!» σκέφτηκε ο Βασίλης. Στην ηλικία των οκτώ χρόνων πολλές φορές τα αγόρια μεγαλοποιούν τα πράγματα. Είναι τότε που παλεύουν με τους γίγαντες και τα θεριά, και μαζί με τον Δον Κιχώτη υπερασπίζονται την τιμή της Δουλτσινέας τους, αλλά και όποιου άλλου τύχει. Αυτή του όμως η κρίση ήταν τελείως αντικειμενική. «Πανύψηλος».
— «Καλή σου μέρα», είπε ο... πανύψηλος και ο Βασίλης, τεντώνοντας το σώμα του σαν αιλουροειδές έτοιμο να επιτεθεί, απάντησε κοφτά:
— «Γεια».
— «Πώς και κάθεσαι μόνος σου εδώ στα βράχια;» ρώτησε ο νεαρός άντρας. «Γιατί δεν παίζεις με τα άλλα παιδιά;» συνέχισε.
— «Δεν βλέπεις ότι ψαρεύω;» απάντησε κοφτά ο Βασίλης. «Γιατί νομίζεις ότι το κρατώ αυτό;» συνέχισε δείχνοντας στον άντρα το καλάμι του. «Νομίζεις ότι θα ρουφήξω την θάλασσα;»
— «Εντάξει φίλε μου, εντάξει» είπε με ήρεμη και γλυκιά φωνή ο άντρας.
— «Μη με λες φίλο σου γιατί δεν είμαι. Εγώ δεν είμαι φίλος κανενός».
Ο πικρόχολος και ειρωνικός τόνος της φωνής του Βασίλη διαπέρασε την ψυχή του άντρα. Η επόμενη κίνησή του, όμως, ήταν αυτή που κυριολεκτικά χτύπησε την πόρτα της καρδιάς τον μικρού. Ο ξένος κάθισε ήρεμα δίπλα του στον βράχο.
— «Με λένε Μιχάλη και έχεις δίκιο. Δεν είμαστε φίλοι, θα μπορούσαμε όμως να γίνουμε. Έτσι δεν είναι;»
— «Δεν είμαι φίλος κανενός. Δεν τα είπαμε αυτά; Δεν θέλω, βρε παιδί μου».
— «Ξέρω πολλά κόλπα να σου δείξω για να πιάνεις μεγάλα ψάρια», είπε ο Μιχάλης κοιτάζοντας το μικρό, άδειο πανεράκι του αγοριού. Του πήρε το καλάμι από το χέρι και, βάζοντας ένα περίεργο δόλωμα στην άκρη του αγκιστριού, το έριξε στη θάλασσα. Μέσα στα επόμενα τρία λεπτά ο Βασίλης ούρλιαζε από τη χαρά του ανεβάζοντας ένα ψάρι, που το βάρος του σίγουρα ξεπερνούσε το μισό κιλό.
— «Τι είσαι 'σύ βρε παιδάκι μου; Καλό! Πολύ καλό!» τσίριξε.
Και κει που γύριζε προς το μέρος του είδε τον άντρα να περπατάει στα βράχια και ν' απομακρύνεται. Σήκωσε το χέρι του και του φώναξε:
— «Γεια σου, Μιχάλη. Ευχαριστώ!»
— «Γεια σου φίλε μου, Βασίλη», είπε ο Μιχάλης κουνώντας και αυτός το χέρι του. «Αύριο πάλι την ίδια ώρα».
Τι νύχτα ήταν κι αυτή; Τα μάτια του Βασίλη ούτε για δέκα λεπτά δεν μπόρεσαν να κλείσουν. «Μήπως δεν ακούσω το ξυπνητήρι; Μήπως δεν προλάβω; Ευτυχώς που τελείωσε το σχολείο! Και το δόλωμα; Πού το είχε τόση ώρα και 'γώ δεν το είδα;»
Χιλιάδες ερωτηματικά πλημμύριζαν το μυαλουδάκι του ώσπου, επιτέλους ξημέρωσε. Ο Μιχάλης! Μπορεί και να τον έκανε φίλο του. Μπορεί! Ξεκίνησε κρατώντας στο χέρι τα σύνεργα του. Έκατσε στον γνωστό βράχο και περίμενε.
— «Καλημέρα, φίλε μου», είπε ο Μιχάλης.
— «Καλημέρα» απάντησε ο Βασίλης γεμάτος ενθουσιασμό. «Πάλι δεν τον άκουσα να έρχεται» σκέφτηκε ο μικρός.
— «Έτοιμος!» είπε ο Βασίλης δείχνοντας στον νέο του φίλο τα σύνεργα του ψαρέματος. «Έφερα και σακούλες πολλές μαζί μου. Σήμερα θα πιάσουμε χίλια ψάρια!»
— «Σήμερα θα πιάσουμε δύο ψάρια, ένα για την γιαγιά σου και ένα για σένα. Και μετά θα σε ταξιδέψω» είπε ο Μιχάλης.
— «Η γιαγιά μου δεν με αφήνει να φύγω» είπε γρήγορα ο μικρός.
Το γαλήνιο χαμόγελο, που απλώθηκε στο πρόσωπο του Μιχάλη, θύμιζε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γιαλού τώρα που δεν φυσάει.
— «Και για πού;» ρώτησε αμέσως μετά ο πιτσιρίκος όλο περιέργεια. Αμέσως όμως άρχισε να ουρλιάζει με χαρά. «Καλέ καβούρια μαζί! Καλέ τρέχουνε, δηλαδή κολυμπάνε. Κάνουν σαν να παίζουν μπάλα. Ε, δεν ξέρω πια τι κάνουν, αλλά, πάνε πολύ γρήγορα! Μα τι γίνεται εκεί κάτω; Να ένα ψάρι σαν αυτό που πιάσαμε χτες!» Σταμάτημα δεν είχε το στόμα του.
Ο Μιχάλης έβαλε το χέρι του μέσα στο νερό και το ψάρι πλησίασε.
— «Το χαϊδεύεις! Δεν το πιστεύω! Σε αφήνει και το χαϊδεύεις!» φώναξε έξαλλος από χαρά ο μικρός φίλος μας. «Τώρα έκανες και το ψάρι φίλο σου. Μα τι είσαι 'σύ βρε Μιχάλη μου! Τι είσαι εσύ;»
Με μια ελαφριά κίνηση ο Μιχάλης έπιασε το χέρι του μικρού Βασίλη και το έβαλε δίπλα στο δικό του μέσα στο νερό.
— «Σκέψου πως τούτο 'δώ το ψάρι είναι πράγματι ένας φίλος σου, και άφησε να περάσει μέσα από το χέρι σου όλη η αγάπη που νιώθεις γι' αυτό» του είπε. Και το ψάρι ακούμπησε το μικρό χεράκι που έτρεμε πού και πού γιατί είναι γεγονός πως φοβήθηκε λίγο στην αρχή, αλλά στην αρχή μόνο, πριν πιάσει το... σκυλόψαρο, όπως είπε αργότερα στα άλλα παιδιά.
Τι τυχερός που ήταν που είχε φίλο του τον Μιχάλη! Ποτέ δεν είχε νιώσει ξανά έτσι για άνθρωπο. Τόσες μέρες τώρα κάνανε μαζί χιλιάδες πράγματα. Χαιρετούσαν τα ψάρια του βράχου τους και μετά ο Μιχάλης τον... ταξίδευε. Ταξίδεψαν στο κύμα, στο θαλασσινό αγέρι, έμαθε ν' ακούει τα μυστικά που του ψιθύριζε ο άνεμος, να παίρνει μηνύματα που του έστελναν τα φουσκωμένα πανιά των καραβιών αλλά και οι φωνές των γλάρων. Τις άκουγε κι αυτές. Και τώρα που ήξερε τη γλώσσα τους, δεν του έφερνε πονοκέφαλο η λαλιά τους. Καταλάβαινε πότε το αρσενικό φώναζε το ταίρι του και θαύμαζε τα ωραία και ιδιόρρυθμα τραγούδια τους. Γιατί έτσι είπε ο Μιχάλης. Όλη η πλάση ξέρει να λέει τραγούδια. Τραγουδάνε στον Θεό, ταπεινό «ευχαριστώ» για την ύπαρξή τους, τραγουδάνε στον Ήλιο, που τα ζεσταίνει και τους δίνει ενέργεια, τραγουδάνε στη φύση και στον άνεμο για την ευγένεια που τους δείχνει αλλά και την κατανόηση. Και τραγουδάνε και στην ψυχή του Βασίλη. Ποτέ δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι ολόκληρη η πλάση μπορεί να του τραγουδήσει. Όμως ο Μιχάλης έτσι είπε. Και ο Μιχάλης ξέρει τα πάντα. Και δεν λέει ποτέ, μα ποτέ, ψέματα! Είναι σίγουρος ο μικρούλης μας ότι ο καλός του φίλος, ο Μιχάλης, θα κρατήσει τον λόγο του. Του υποσχέθηκε πως όσο σκέφτεται και λειτουργεί με γνώμονα την αγάπη θα είναι πάντα μαζί του.
Πόσο χαίρεται που έχει φίλο του τον Μιχάλη! Για τίποτα, μα για τίποτα στον κόσμο δεν θα ήθελε να τον χάσει. Γι' αυτό θα θυμάται και θα αναγνωρίζει πάντα το τραγούδι του γλάρου, τα μυστικά του ανέμου και των φουσκωμένων πανιών, το τραγούδι της φύσης στον Πλάστη αλλά, κυρίως, το δικό του τραγούδι, το τραγούδι της Αγάπης που του έμαθε ο Μιχάλης, ο φίλος του ο Μιχάλης που τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα μπήκε μέσα στη ζωή του και φώτισε κάθε σκοτεινή γωνιά της μικρής καρδούλας του με ένα υπέροχο και γλυκό φως, το φως που αποκτά κάθε καρδιά όταν διδάσκεται επιτέλους το Μάθημα της Αγάπης!
Copyright © Χρυσούλα Θ. Λυμπεροπούλου All rights reserved
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Από το περιοδικό ΜΟΡΙΑΣ, τεύχος 55, σ. 33-34
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Claude Monet (Branch of Lemons, 1884)