Οι γονείς στο παγκόσμιο θέατρο

Η φωτογραφία ανήκει στο βιβλίο Παξινού - Μινωτής: Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελεία

Οι γονείς στο παγκόσμιο θέατρο έπαιξαν ρόλο σοβαρό και πολλές φορές καταλυτικό. Ας σκεφτεί κάποιος τους Μοντέγους και τους Καπουλέτους ή τον Ίλαρχο στον Πατέρα του Στρίντμπεργκ, η ακόμα και τον «ρόλο» που έπαιξε ο πατέρας του Όσβαλντ στους ιψενικούς Βρυκόλακες, και ας μην εμφανίζεται ο ίδιος σαν ρόλος, από τα λόγια που λένε οι άλλοι για αυτόν. Κινεί τα νήματα του έργου και την εξέλιξη μέχρι που αυτό κλείνει τραγικά· ένα έργο που χαρακτηρίστηκε «η τραγωδία της μάνας», κατά τον Φώτο Πολίτη είναι έστω και ανεπίγνωστα και «τραγωδία του πατέρα».

Οι Μοντέγοι και οι Καπουλέτοι εναντιώνονται στην αγάπη των παιδιών τους και το τέλος είναι τραγικό. Όχι τόσο επειδή φτάνουν στον θάνατο αλλά επειδή δεν μπόρεσαν να ζήσουν την αγάπη τους. Αυτό είναι το τραγικό στοιχείο του έργου. Όμως με τον θάνατό τους αυτό που νιώθουν οι γονείς τους είναι χειρότερο και αυτό δικαιώνει τους δύο αγαπημένους κατά κάποιον τρόπο γιατί πεθαίνουν χωρίς τύψεις ενώ οι γονείς τους θα ζήσουν με αυτές.

Ο Αδόλφος Ίλαρχος στον Πατέρα του Στρίντμπεργκ είναι ο αυστηρός, ο γενναίος άντρας που υποχωρεί για τη γυναίκα του. Την έχει αγαπήσει –και πιο πολύ από ό,τι άξιζε ίσως– όμως δεν μπορεί να καταλάβει ότι τα όπλα μιας γυναίκας και κυρίως μάνας, δεν είναι αυτά που έχει συνηθίσει να βλέπει στη δουλειά του αλλά είναι τα λόγια που του βάζει η γυναίκα του, ότι ίσως το παιδί δεν είναι δικό του... Και βέβαια το παιδί είναι δικό του... Δεν πιστεύει στην άλλη ζωή ο Ίλαρχος και δεν του φτάνει να δώσει στην κόρη του Βέρθα τη ζωή του, θέλει να της δώσει και την ψυχή του. Γνωρίζει η γυναίκα του, η Λάουρα, ότι μπορεί ο Ίλαρχος να νικήσει κάθε ορατό εχθρό, δεν μπορεί όμως να νικήσει τις υποψίες για την πατρότητα του παιδιού. Έτσι νικιέται, έτσι συντρίβεται, από την αγάπη προς την κόρη του που έγινε υποψία άσχημη, η σκέψη του ήταν αρνητική, θα ήθελε να μην είναι αλήθεια, δεν ήταν αλήθεια αλλά άρχισε να πιστεύει ότι πραγματικά δεν είναι ο πατέρας της Βέρθα. Άσχημο πράγμα η αβεβαιότητα και από αυτήν νικιέται, όπως νικιέται επίσης ο άντρας από τη γυναίκα που αγάπησε εάν αυτή θέλει να του καταστρέψει την ευτυχία.
Ο μισογυνισμός του Στρίντμπεργκ είναι γνωστός αλλά δεν μένει σε αυτό. Κάνει την Λάουρα δυνατή, αποφασιστική, γενναία, ίσως επειδή υπάρχει το κίνητρο της μητρότητας που αυτό κινεί τα νήματα και θέλει να νικήσει. Η κόρη τους δεν θα έχει πια πατέρα. Και αυτό που πράττει η σύζυγός το πράττει χωρίς ενδοιασμούς. Και όλα αυτά ξεκίνησαν από τη διαφωνία για το αν θα σπουδάσει η κόρη τους ή όχι. Η διαφωνία όμως ήταν μόνο η αφορμή.

Στους Βρυκόλακες του Ίψεν, έχουμε τη μάνα, την κυρία Άλβινγκ, μια μάνα που δεν χάρηκε τον γιο της, τον είχε στείλει από πολύ μικρό έξω. Ήθελε να τον χωρίσει από τον πατέρα του και τα κατάφερε. Τώρα ο γιος γύρισε μετά από τόσα χρόνια, έμαθε να θαυμάζει και να αγαπάει τον πατέρα του, τον έχει σαν πρότυπο, ενώ βέβαια η αλήθεια είναι άλλη.
Η δύναμη που έχει η μάνα εδώ γίνεται ευεργετική, σπουδαία, τρέφει στον γιο της μια γνώμη που δεν πρέπει να έχει για τον πατέρα του, δεν φοβάται να του λέει τα καλύτερα... στην αρχή αυτό, γιατί μετά θέλει να του μιλήσει, να του τα πει όλα, δεν της είναι εύκολο να το κάνει όμως και αυτό γιατί δεν θέλει να του γκρεμίσει το ιδανικό του. Στο τέλος, αφού ο πάστορας Μάντερς φεύγει με τον μέθυσο τον Έγκστραντ για να ανοίξουνε ένα «μαγαζί ελεύθερων ηθών», αποφασίζει να του πει την αλήθεια. Αγαπάει την Ρεγγίνα, μόνο που δεν γνωρίζει ότι και η Ρεγγίνα έχει σε αυτό το σπίτι τα ίδια δικαιώματα με αυτόν... Τώρα ξέρει όλη την αλήθεια για τον πατέρα του και αυτή η αλήθεια είναι ό,τι χειρότερο για την ήδη επιβαρυμένη υγεία του Όσβαλντ. Έτσι φεύγει και η Ρεγγίνα, πηγαίνει μαζί με τον πάστορα και τον Έγκστραντ για να φτιάξουν το «μαγαζί».
Η μάνα μένει μόνη με τον γιο, της ζητάει τον θάνατο –αφού έφυγε η Ρεγγίνα, σε αυτήν πέφτει ο κλήρος– και ζητάει τον ήλιο. Έναν ήλιο που τόσες μέρες μετά την επιστροφή του δεν είδε... έναν ήλιο που έσβησε για πάντα από το μυαλό του και που ήταν ο πατέρας του, έναν ήλιο που δεν πρόλαβε να δει και να τον χαρεί, την Ρεγγίνα.
Η κυρία Άλβινγκ αγαπάει όσο τίποτα άλλο τον γιο της, θέλει να κάνει για εκείνον ό,τι του ζητήσει... και εκείνος τώρα πια της ζητάει μόνο τον θάνατο. Είναι ανίκανη να του τον προσφέρει;

Το ζωτικό ψεύδος που πρωταγωνιστεί στα έργα του Ίψεν δίνει σε όλη τη ζωή του Όσβαλντ τη χαρά, το καλό όνομα που είχε ο πατέρας του, αυτά που έκανε για τον τόπο του, πιστεύει σε αυτόν όμως έχει άλλη εικόνα πλάσει για τον πατέρα του γιατί δεν ήξερε την αλήθεια και τις «αδυναμίες» του. Δίνει δύναμη στον ρόλο της κυρίας Άλβινγκ, της δίνει συμπάθεια –κάτι που δεν υπάρχει στην Λάουρα– τόλμη για να τα φτιάξει όλα αυτά στο μυαλό του παιδιού της αλλά στο τέλος συντρίβεται γιατί σε όλες τις σκηνές του έργο είναι μάνα –κάτι που δεν είναι η Λάουρα– γιατί πιο πολύ έχει το κίνητρο της γυναίκας προς τον άντρα.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η συνοδευτική φωτογραφία ανήκει στο βιβλίο Παξινού - Μινωτής: Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης