Δεν ξεχνιούνται

Γιάννη Σμίχελη

Amedeo Modigliani  (Portrait of Henri Laurens, 1915)

Κι όμως δεν έχει σημασία ποσό γνωρίζουμε κάποιον
Μήτε τον τύπο της σχέσης μας
Το όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή
Είναι ένα βήμα προσέγγισης αλλά δεν αρκεί
Αναμφίβολα οι τέσσερις αυτοί άνθρωποι
Με σημάδεψαν με τη σφραγίδα του αναπόφευκτου
Αλλά απ' το απόλυτό τους μια αλήθεια πρόβαλε
Σαν κυματισμός αόρατης πυκνής ύλης
Σαγηνευτικού παλμού

Ήταν ψηλός, μορφωμένος, παντρεμένος, μ' έναν γιο
Και σε βαθιά κατάθλιψη
Μαραθώνας στους αγρούς τους απέραντους και στη μέση τους ένα πλινθόκτιστο σπίτι
Και παντού καλλιεργημένα χωράφια με οπωροκηπευτικά
Όλο με τις πιτζάμες ένα πρόσωπο άδειο
Σαν να μην είχε χαρακτηριστικά μόνο οπές
Λες και το δέρμα είχε την υφή της λάσπης
Η γυναίκα και το παιδί του είχαν έρθει για επίσκεψη
Δεν τα πήγαινε καλά το ζευγάρι
Πάντως δεν έχει και μεγάλη σημασία
Αυτός ήδη ήταν αποφασισμένος
Και ήταν όντως ίσκιος πια
Δεν τον θυμάμαι να μίλησε ποτέ
Κατάλαβα πως τον περίμεναν να το κάνει
Και το έπραξε, δεν θυμάμαι πώς
Εμείς δεν ήμασταν πια εκεί
Μόνο μια σκιά από λιωμένο κερί
Τσιτσίρισμα φιτιλιού από καντήλι όταν σώνεται το λάδι
Ένα ξηλωμένο γιατί από παραμιλητό κατάδικου
Λιπόσαρκο, ξερακιανό με συνοδεία κραυγής ανημποριάς
Να πέφτει στον γκρεμό.

Ο συγχωριανός ένα ομορφόπαιδο
Με βαρύ κι ασήκωτο βλέμμα
Άφιλτρο camel στα χείλη
Και το πακέτο σαν μπεγλέρι της αμηχανίας
Μιας ψυχής χαμένης στο κάπου.
Μορφωμένος, δεν έχει σημασία τι
Αλλά και επιρρεπής
Εντύπωση μου έκανε πως κάπνιζε κι έπινε ενώ ήξερε πως όφειλε να τα κόψει μαχαίρι
Δεν ήταν απελπισμένος, περίμενε συνοφρυωμένος
Σαν να έψαχνε με μανία σε μια σκοτεινή ντουλάπα δίχως πλάτη
Και όλο και προχωρούσε πιο βαθιά μέσα της.
Πήγε και στα πατρογονικά αμπέλια μετά από χρόνια
Μια επίκληση της θαλπωρής του παραμελημένου στενού τόπου καταγωγής του
Προς χάρη της νηφαλιότητας.
Μετά την κηδεία του ήρθε η οικογένεια του κι έφαγε στο μαγαζί μας
Συνοδευόμενη από τον πατέρα μου.
Τι κάνει τους ανθρώπους να πηγαίνουν στον θάνατο
Με πείσμα
Ενώ γνωρίζουν το προδιαγεγραμμένο;

Λεπτός, μαυριδερός, τριχωτός
Πάντα τιράντα μπλουζάκι καπελαδούρα του γκολφ
Και γεμάτος σκόνες, τσιμεντοπιτσιλιές κι όλο χαμόγελα με ελαφριά ηδυπάθεια
Είμαι και ο πρώτος ρε μεγάλε, και πολύ ωραίος
Αλάνης
Άνθρωπος της πιάτσας, της σχολής πεζοδρομίου, τυχοδιώκτης και επαγγελματίας των οικοδόμων.
Άνοιξε και μια επιχείρηση εμπορίας οικοδομικών υλικών
Χρεοκόπησε και την έκανε για ένα διάστημα λόγω χρεών
Και ξαναγύρισε με καθαρό κούτελο
Κάπνιζε, έπινε, γκομένιζε έφτανε το σώμα του στα όρια
Μέχρι μεταλήψεως της ζωικής ουσίας.
Ερχόταν καθημερινά κι έτρωγε σε μας
Πάντα είχαμε κάτι να πούμε
Είχε αναλάβει εργολαβικά μια οικοδομή και συνέχιζε τη ζωή του
Όταν τον χτύπησε στους πνεύμονες ήταν πολύ σκυθρωπός
Μας το είπε
Του δίναμε κουράγιο, το έκοψε το ρημάδι, μήτε και γουλιά μπρούσκο
Και κάποια στιγμή εξαφανίστηκε.
Ήρθε ένα μεσημέρι σχεδόν ο μισός
Τον συνόδευε ο αδελφός του
Παιδιά ήθελα να σας δω οπωσδήποτε
Να φάω ξανά εδώ σε σας
Να τα πούμε ξανά, όπως πάντα.
Κι αφού τελείωσαν το φαγητό τους
Μας αγκάλιασε κι έφυγε
Κι έμεινε αιώνια μέσα μας, σαν ένας βαρκάρης σε αστροφεγγιά
Να ψαρεύει τον εαυτό του στη γαληνευμένη θάλασσα του καλοκαιριού.

Να γράψω για τον πιο συμπαθητικό φίλο του πατέρα μου
Είναι αρκετά δύσκολο
Διότι τον συνάντησα δυο φορές
Από τριάντα λεπτά.
Σίγουρα η αύρα του ήταν πολύ φωτεινή
Προπαντός όταν ήξερε πως θα πεθάνει σύντομα
Από καρκίνο του πνεύμονα.
Παρότι τσιμινιέρα εξέπεμπε μια ακτινοβολία
Λες και ήθελε να πετάξει στο υπερπέραν
Σ' εκείνο το δεύτερο μισάωρο έσμιξαν τα νήματά μας
Μ' έναν τρόπο εντελώς μυστικιστικό
Σαν να δέθηκαν οι βαθιές πληγές μας
Με τον όρκο της αιωνιότητας
Για τον δύσκολο δρόμο της εκπλήρωσης
Ακυρωμένων επιθυμιών.
Μέσα από την επίπονη ύφανση του τυχαίου με την διαίσθηση
Δεν έχει καμία σημασία τι ειπώθηκε
Αλλά πως ένας ετοιμοθάνατος μ' έπεισε χωρίς να το γνωρίζει
Για τον περίπλοκο δρόμο που μου ταιριάζει
Δίχως να γνωρίζω ποιος θα είναι.

🌰

Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στην εικόνα βλέπετε έργο Amedeo Modigliani  (Portrait of Henri Laurens, 1915)
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα της συλλογής «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί» η οποία δημοσιεύεται τμηματικά από τις 23 Δεκεμβρίου 2022 ως τις 28 Απριλίου 2023, κάθε Παρασκευή.