Ποίηση από τον Μεριντιάν Μέτο, σε ελεύθερο στίχο και τρία μέρη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεοδόση Αγγ. Παπαδημητρόπουλου, αφορά τούτο το –εικονιζόμενο– βιβλίο. Ενταγμένο σε μια σειρά ποιητικών του ίδιου εκδότη όπως: Πέλαγος απροσπέλαστο, Κατάβασις, Δεκαπεντασύλλαβοι, Η τέχνη για το κάλλος κ.ο.κ. με προδιαθέτει να αφεθώ στις σελίδες του καθώς είναι θελκτική πρόσκληση η φήμη που φέρει.
Ο συγγραφέας λοιπόν χωρίζει το πόνημά του σε τρία μέρη: παρελθόν, παρόν και μέλλον· μια αέναη συνθήκη που απασχολεί διαρκώς τον άνθρωπο, σαν σταθερά, σαν αξίωμα, και που μας έχει προσφέρει πάμπολλα αναγνωστικά ταξίδια ως θεματικός άξονας.
«Αποκωδικοποιώντας» τον τίτλο –ένας μη κοινότυπος τίτλος με προκαλεί ν' ασχοληθώ μαζί του, να τον αφουγκραστώ, να προσπαθήσω να «δω» τι έχει να μου πει, τι μου λέει, πώς μου το λέει...– ως μεσημβρινός ορίζεται το μέγιστο τόξο της υδρογείου, το νοητό ημικύκλιο τμήμα της περιμέτρου, που ενώνει τους πόλους του πλανήτη μας και συνδέεται άμεσα με τη λεγόμενη μεσημβρία δηλαδή το μέσον της ημέρας ή του έτους. Παράλληλα, ο άνθρωπος, δηλαδή το έτερο μισό του τίτλου, είναι το κέντρο όλων στη δημιουργία και δη στην τέχνη.
«Ο πόνος οδηγός.[...]Τα ίσως και τα γιατί υστερούν.Το βίωμα απομένει.»
Με αυτές τις πρώτες σκέψεις κατά νου, ξεκινά η επαφή μου με τα περιεχόμενα. Ταυτόχρονα, αφήνω διάφορες σημειώσεις στα περιθώρια απόδειξη πως υπάρχει ουσία, ζήτημα, σκοπός, έναυσμα κι ενδιαφέρον.
Υπογραμμίζω τη «στάση» του απέναντι στους ποιητές ή με μια πιο ευρεία έννοια απέναντι σε όσους εκφράζονται με την πένα, αφού αυτοί αποτελούν τη «μαγιά» των εκφραστών του πόνου με απώτερο σκοπό την παρηγοριά του ανθρώπου. Όμως οι ίδιοι δεν είναι και αυτοί που γράφουν την ιστορία; Τη δική τους ή των άλλων ή του κόσμου; Ό,τι κι αν είναι, όπως κι αν είναι, ένα είναι το σίγουρο, η μόνη αδιαπραγμάτευτη σταθερά: οι γραφίδες αφήνουν αιώνιο στίγμα κι η ιστορία/Ιστορία είναι το πρώτο με το οποίο διαπραγματεύονται/πραγματεύονται.
«Πολεμάτε καθώς τα όρνεα "εις τας ψηλάς αρετάς" τα νεογνά τους επιθυμούν να μαθητέψουν.»
Στο πρώτο μέρος, Παρελθόν, θα συναντήσουμε έννοιες όπως: πόλεμος, πόνος, φόνος, αλήθεια, άνθρωπος, συνδυαστικά με το βιβλίο (γραφίδα, σελίδα, γραφιάς...) με κορωνίδα όλων –κατ' εμέ– το έργο του «39» (σ. 19) όταν η Ιστορία του κόσμου κατέγραφε την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία πυροδοτώντας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Με κερδίζει όταν, πολύ αργότερα, στο τρίτο μέρος, το Μέλλον, επανέρχεται σε αυτό το ποίημα και συγκεκριμένα στο «39» λέει: «παίγνιον στον χάρτη οι ψυχές / σαν 39 κόκκοι άμμου.» και στο «Το μέλλον μας ανήκει» όπου οραματίζεται το αύριο: «ανάμεσά μας και οι τριάντα εννέα / κόκκοι άμμου.».
Είναι εμφανές κι από αλλού πως και τα τρία μέρη του βιβλίου αλληλεπιδρούν το ένα στο άλλο κι αλληλοσυμπληρώνονται. Για παράδειγμα, στο «Ιστορική πράξη» (στο πρώτο μέρος), μιλώντας για τους γραφείς του πόνου, αναφέρει: «γράφουν παραμύθια, / γίνονται παρηγορητές του ανθρώπου» και στο «Μεταχειριστές της ύλης» (στο τρίτο μέρος) θα πει: «για ν' απαλύνουμε τον πόνο της ύπαρξής μας.» [...] «Οι άνθρωποι άλλωστε δεν μιλούν για ιστορία, αλλά κυρίως για παραμύθια.».
Στο τελευταίο ποιητικό του γράφει επίσης ότι «Η προσπάθεια μεταχείρισης της ύλης αποτελεί / προσπάθεια να γεμίσουμε το κενό μέσα μας.» σε σχέση με τη συγγραφή αλλά και για κάθε άλλον τρόπο, δηλαδή τη γλυπτική, τη ζωγραφική κ.ο.κ. και με κάνει ν' αναρωτηθώ αν το ίδιο ισχύει και για τους απογόνους (μας) τόσο με την κυριολεκτική όσο και με κάθε άλλη ευρεία έννοια.
«Όλα σχετίζονται με το τέλος.»«Να θυμάσαι,κάποτε να χτίσεις την πηγή.»
Η ενιαία υφολογία, με κοινές αναφορές, ενώνει τα τρία μέρη (Παρελθόν, Παρόν, Μέλλον) κάνοντάς τα αδιαίρετα μεταξύ τους και, παράλληλα, δείχνει το αέναο των σκέψεων. Η χροιά, γενικότερα, είναι κοινωνική και ο άνθρωπος, όπως εννοείται κιόλας, το επίκεντρο. Ο λόγος έχει βαθύ νόημα, ουσία και είναι μεστός. Υπάρχει μια ωριμότητα στο ύφος, στο απόσταγμα, στον τρόπο αντιμετώπισής του.
Ο κύριος Μέτο, κάπου ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία, επηρεάζεται και από τους δύο τόπους, από την ιστορία, τον πολιτισμό, την τέχνη... τη γλώσσα, όπως και τη μυθολογία τους! Μάλιστα, σε σχέση με τη Μυθολογία, κάνει εντύπωση το γεγονός ότι βρίσκουμε αναφορές, μεταφορές ή παρομοιώσεις με τις σχετικές οντότητες στο τρίτο μέρος του βιβλίου, όπου το Μέλλον πρωταγωνιστεί, κι έτσι δημιουργείται μια αλυσίδα που ενώνει το παμπάλαιο, το αρχέγονο με το μελλοντικό φέρνοντας στο σήμερα θραύσματα/εναύσματα από όλους τους χρόνους. Επίσης, διαβάζοντας για το μυθολογικό πολυκέφαλο τέρας της αλβανικής μυθολογίας (Kulshedra) το οποίο, όπως η Λερναία Ύδρα, έχει πολλά κεφάλια με το καθένα να έχει δικό του χαρακτήρα και προσωπικότητα, σκέφτομαι πόσο ομοιάζουν είναι οι λαοί του κόσμου, πόσο κοινές οι αναφορές, πόσο ίδιοι οι θρύλοι, οι παραδόσεις... και πως, ίσως, μια στοχευμένη διαφοροποίηση του ενός από τον άλλο θα ήταν εξ ορισμού αποτυχημένη.
Δέος προκαλεί η διαπίστωση/διατύπωση –επίσης στο τρίτο μέρος, στο «Μέγας Μεσημβρινός»– ότι οι άνθρωποι μελλοντικά δεν θα φοβηθούν τον ταύρο, ίσως τον λατρέψουν, ίσως τον σφάξουν, ίσως τον κάνουν θεό –ακόμα κι από συνήθεια!– πάντως δεν θα υποταχθούν στον φόβο (όπως οι άνθρωποι στο παρελθόν ή στο παρόν). Κι όπου ταύρος: θηρίο, τέρας...
«Υπάρχω επειδή πονάω»
Πάντως, χρησιμοποιεί κάθε εκφραστικό ύφος: ιδίωμα, στιχουργική, πρόζα, διάλογο... ακόμα και λαϊκό λόγο στα σημεία, κατά πώς τον βολεύει κι εξυπηρετεί. Ένας δημιουργός ανοιχτός στα πάντα δείχνει, με γόνιμες απολήξεις. Και κοιτάει μπροστά. Γράφει για κάθε εποχή αλλά «βλέπει» στο αύριο, στην επόμενη ημέρα, λογαριάζοντας τον άνθρωπο σώφρονα, ταπεινό και νικητή.