Ηλίας Μαλανδρής: Οι μελέτες, οι έρευνες, η ενασχόληση γενικώς και τα βιβλία που προκύπτουν είναι συνήθως αποτελέσματα εμμονών και ίσως προσωπικών βιωμάτων. Από πολύ μικρό παιδί είχα μια λατρεία για τους καρχαρίες, που προϋπήρχε της ταινίας του Σπίλμπεργκ. Παιδί ναυτικής οικογένειας, που ταξίδευα μάλιστα με τον πατέρα μου στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, είχα επαφές με αυτό το υπέροχο ζώο, από την ασφάλεια του καταστρώματος βέβαια. Έμαθα να το αντιμετωπίζω με δέος. Είναι ένα ζωντανό απολίθωμα, πιθανότατα το μόνο με νόηση και συναισθήματα που μας έχει απομείνει από τα πρώτα πρώτα ζώα που κατοικούσαν στον πλανήτη. Δεν έχει νόημα να αναφερθώ σε λεπτομέρειες χρονικής αξίας, αφού άλλωστε όλα αυτά περιέχονται στο βιβλίο, ούτε στα δικά μου βιώματα, γιατί ελάχιστη σημασία έχουν. Αυτό που με ενδιέφερε άλλωστε γράφοντας αυτό το βιβλίο, πέρα από την έρευνα και την αποτύπωση συγκεκριμένων γεγονότων που είναι ελάχιστα γνωστά στον πολύ κόσμο, πιο πολύ στους μυημένους, τους δύτες, τους ναυτικούς και όσους ασχολούνται με ναυτικά επαγγέλματα, ήταν η χαρτογράφηση της ζωής και της καθημερινότητας μέσα από τον τρόμο και τον κίνδυνο σε όλες τις εποχές της μεγάλης δυναμικής παρουσίας των Ελλήνων στη θάλασσα. Με δυο λόγια οι επιθέσεις και μάλιστα οι θανάσιμες, των καρχαριών είναι μια αφορμή για να ξετυλιχθεί ένα νήμα που ξεκινά από την αρχαιότητα και φτάνει ως τις μέρες μας, με κεντρικό άξονα την δύσκολη επιβίωση στο υγρό στοιχείο, την επιβολή και το δάμασμα των στοιχείων της φύσης που κατάφερε ο Έλληνας ναυτικός. Τώρα γιατί η επιλογή μου ήταν ο τρόμος; Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που να έχει ελκυστική βάση για τον αναγνώστη κι όχι μια στείρα καταγραφή γεγονότων.
Πόσο χρόνο σας πήρε η ιστορική και επιστημονική έρευνα για την πραγμάτωσή του;
Η.Μ.: Το βιβλίο αυτό γράφτηκε στην περίοδο του εγκλεισμού από την πανδημία. Υπήρχε όμως καιρό στο μυαλό μου. Δυστυχώς ο περιορισμός, καθυστέρησε την έρευνα που δεν ήταν δυνατόν να γίνει μόνο διαδικτυακά. Χρειάζονταν ας πούμε οι προσωπικές μαρτυρίες συγγενών και φίλων των θυμάτων, που έπρεπε να μου εξιστορήσουν τα γεγονότα. Αυτό γινόταν τηλεφωνικά, όμως κι αυτό έχει την δυσκολία του να πείσεις τον άλλον να μιλήσει για θέματα που ακόμα αφήνουν ανεπούλωτα τραύματα. Άλλη δυσκολία ήταν οι κλειστές υπηρεσίες απ' όπου έπρεπε να βρω πηγές, να ανατρέξω, να ψάξω για αυτόπτες και αυτήκοες μαρτυρικές καταθέσεις κ.λπ. Δεν ήταν εύκολο. Ευτυχώς η φιλία μου με τον πρώην αρχηγό του στόλου Γιάννη Παυλόπουλο, ομολογώ πως μου άνοιξε πολλές πόρτες από δημόσιες υπηρεσίες που πρόθυμα με εξυπηρέτησαν ανοίγοντας τα αρχεία τους. Τους ευχαριστώ πολύ. Από την άλλη όπως δουλεύω συνήθως, η έρευνα αποτελεί μια δεύτερη φύση μου. Έτσι το βιβλίο αυτό, μπορεί να πει κανείς πως ετοιμαζόταν πολλά χρόνια καθώς συγκέντρωνα πληροφορίες για τη θεματική αυτή ακόμα κι όταν δεν υπήρχε σαν σκέψη η καταγραφή της. Τελικά την απόφαση για να γίνει βιβλίο την πήρα τυχαία σε ένα τηλεφώνημα με την αγαπημένη φίλη μου Μαρία Γεωργιάδου, που με παρότρυνε να το γράψω, και από την απόφαση δυο ανιψιών μου να ασχοληθούν με τη θάλασσα. Ίσως αισθάνθηκα και λίγο τύψεις καθώς η πορεία της ζωής μου με απομάκρυνε από αυτήν κι ήταν λίγο σαν να ξεπλήρωνα ένα ανοιχτό χρέος.
Με ποια φράση θα μπορούσατε να χαρακτηρίσετε τη συλλογή;
Η.Μ.: Θα δανειστώ μια φράση της Αρτέμιδος Σκουμπουρδή, που εκτιμώ αφάνταστα, και που μου έκανε την τιμή να προλογίσει το βιβλίο: «Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά, είναι μεν γραμμένο με μυθοπλαστική τεχνική, αλλά όλα τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό είναι απολύτως αληθινά... τόσο που ο αναγνώστης νιώθει να αφουγκράζεται την δολοφονική εξόρμηση του κήτους, εισπράττει τον πανικό, τον πόνο, την απελπισία, τον θρήνο για την ανθρώπινη απώλεια.».
Θέατρο, κινηματογράφος, συγγραφικό έργο. Με ποιον δημιουργικό τρόπο σας αρέσει να εκφράζεστε περισσότερο ή λειτουργεί καλύτερα για εσάς ή σας ενθουσιάζει περισσότερο;
Η.Μ.: Ο κινηματογράφος μου αρέσει πολύ. Θα ήθελα πολύ να είχα ασχοληθεί με αυτόν. Δεν μπόρεσα. Μου προκαλεί δέος το γεγονός της καταγραφής στην αιωνιότητα του καλλιτεχνικού έργου, αντίθετα με το θέατρο, που περιέχει πάντα μέσα του το στοιχείο του εφήμερου γιατί ζει όσο ζει η παράσταση. Η καταγραφή της με τα σύγχρονα μέσα, δεν είναι παρά διερευνητικό πεδίο κι όχι το ίδιο το δημιούργημα, το οποίο είναι διαφορετικό κάθε βράδυ για όσο διαρκεί η παράσταση και σβήνει ολοκληρωτικά με το σβήσιμο του τελευταίου προβολέα, αφήνοντας μόνο ίχνη στη μνήμη όσων έγιναν μύστες του μυστηρίου. Ωστόσο η θεατρική πράξη για μένα είναι κάτι ιερό. Γι' αυτό τον λόγο οι παραστάσεις έργων που έχω κάνει στη ζωή μου είναι λιγοστές σε σχέση με άλλων συναδέλφων. Δεν αντιμετώπισα ποτέ το θέατρο ως βιοπορισμό, έκανα τηλεόραση και ολίγη δημοσιογραφία κι ακόμα λιγότερη εκπαιδευτική δράση, για να καλύψω αυτή την ανάγκη. Το θέατρο ήταν πάντα μια σχέση ερωτική εξιδανικευμένη και καθόλου επιπόλαιη. Κάθε παράσταση για να πραγματοποιηθεί απαιτούσε εναγώνιο πάθος, έρευνα και καταβύθιση στον συγγραφέα. Με ενδιέφερε κάθε σκηνοθετική πρόταση να δικαιολογείται και να ερμηνεύει το έργο κι όχι να προβάλω στη σκηνή την προσωπική μου φιλοδοξία για αναγνώριση και καταξίωση. Άλλωστε, θεωρούσα από παιδάκι τη γνώση ως το μέσο για την καταξίωση κι όλα τα άλλα τα έβλεπα επιφανειακά. Βέβαια είχα τον εγωισμό και την πολυτέλεια να ανεβάσω μόνο όσα έργα μου άρεσαν εμένα, αδιαφορώντας για το ταμείο, αλλά τελικά αυτό με κράτησε όρθιο ομολογώ, μόλο που δεν του έδωσα ιδιάζουσα σημασία. Ίσως τελικά ήταν και θέμα τύχης, και καλής επιλογής συνεργατών βέβαια. Θεωρούσα πάντα πως πρέπει να έχεις πρόταση εξέλιξης για να ασχοληθείς με ένα κείμενο, να προχωρήσεις την έρευνα ένα βήμα πιο κει που την έχουν αφήσει οι προηγούμενοι, κι είχα την εξαιρετική τύχη να δω παραστάσεις τέλειες, που σε καμία περίπτωση δεν πίστευα πως θα μπορούσα να αγγίξω καν όχι να προχωρήσω την μελέτη τους. Άλλωστε από νωρίς άκουσα τον αγαπημένο μου Δημήτρη Ποταμίτη να μου λέει πως δεν υπάρχει πιο χυδαία λέξη από τη λέξη «καριέρα». Αυτό βούιζε και βουίζει πάντα στα αφτιά μου σαν ευχή και σαν κατάρα. Και την Τριανταφυλλίδη, την Ριάλδη, τον Τσάγκα, την Νικηφοράκη την Ροζίτα, που με έμαθαν τη ζωή μέσα στην ποίηση, που οφείλει να είναι επανάσταση. Κι όμως κοιτώντας πίσω ανακαλύπτω έντρομος πως έκανα παραστάσεις με άγνοια κινδύνου σε όλα τα μεγάλα θέατρα ανά τον κόσμο –μουσικές και θεατρικές παραστάσεις. Με επηρέασε πολύ στη ζωή μου η συνεχής συμπόρευση με σημαντικούς διανοητές του εικοστού αιώνα. Ο Μινωτής πρώτα απ' όλους, μου δίδαξε τον ασκητισμό και την σοβαρότητα με την οποία πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει τα μεγάλα. Ο δάσκαλός μου ο Κωτσόπουλος την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό, μου άνοιξε τους ορίζοντες για να δεχτώ το πνεύμα του Σικελιανού, τη γλώσσα του Παλαμά, την φιλοσοφία του Καζαντζάκη... η Άννα Συνοδινού μου δίδαξε την ακεραιότητα και την αφοσίωση στο σκοπό... ο Τάκης ο Χορν, ο Θείος όπως τον αποκαλούσα κάποτε, το χιούμορ και την αλαφράδα για να αντιμετωπίσεις τα ασήμαντα που μας περιβάλλουν και ο Μίκης Θεοδωράκης το πείσμα και την ιερή εμμονή. Κοντά σε αυτούς ένα μεγάλο πλήθος από σπουδαίες προσωπικότητες που άφησαν ένα αποτύπωμα μεγάλο ή μικρό στο μυαλό και την ψυχή μου και που αισθάνομαι τυχερός γιατί διατήρησα στις εκπομπές μου κομμάτια από τη σκέψη τους και την πορεία τους, παρακαταθήκη σε πιο νέες γενιές. Στην τηλεόραση με έβαλε όπως τους περισσότερους της γενιάς μου, κι ας μην το παραδέχονται, ο Νίκος ο Νικολαρέας, ο συνεργάτης χωρίς όνομα, που ήταν ένας γλυκύτατος ευγενικός άνθρωπος, γιατί δεν θα ήθελα να μιλήσω για ζώντες, για να γνωρίσω στη συνέχεια τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Ροδόλφο Μορώνη, που σχεδίασαν μια ιδανική τηλεόραση το ποιοτικό Seven X και στο ραδιόφωνο με έβαλε με το έτσι θέλω, ο Ίων Νταϊφάς, που ήταν πολύ απαιτητικός και δίκαιος. Το πάντρεμα όμως ραδιοφώνου και θεάτρου το χρωστάω στον Ντίνο Δημόπουλο, που ήταν δάσκαλός μου, και την τηλεοπτική απόδοση του θεάτρου στον Ζυλ Ντασέν, που με δίδαξε την προπαίδεια. Αντίστοιχα δάσκαλο και φίλο και πατέρα λογιάζω και τον Γιάννη Δαλιανίδη για όλους αυτούς τους παραπάνω λόγους. Άρα και την τηλεόραση την βλέπω σαν μέσο προσέγγισης του θεάτρου. Συνεπώς το θέατρο με γέμισε και σαν σκηνοθέτη αλλά πιο πολύ σαν ερευνητή.
Το βιβλίο ήρθε στη ζωή μου σαν φυσική συνέπεια. Όλα τα βιβλία μου, εκτός από το αφιερωματικό τομίδιο του Μίκη Θεοδωράκη, ασχολούνται με το θέατρο, κυρίως το αρχαίο ελληνικό. Μόνη εξαίρεση είναι αυτό το βιβλίο, που ομολογώ πως απόλαυσα.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας; Ποια είναι τα δικά σας αναγνώσματα;
Η.Μ.: Δεν είμαι ο πιο ειδικός να σας μιλήσω για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία καθώς αισθάνομαι πως δεν έχω ξοφλήσει τα χρέη μου με την παλαιότερη. Τώρα έχω βυθιστεί στην μελέτη ενός βιβλίου του 10ου αιώνα της περσικής λογοτεχνίας. Δεν γνωρίζω εκτός ορισμένων ελαχίστων τρανταχτών εξαιρέσεων, όπως ο Χωμενίδης. ο Καψάλης, ο Πασχάλης και ο Σταμάτης, την νεοελληνική λογοτεχνία. Δεν το κάνω από περιφρόνηση, κάθε άλλο, δεν έχω ακόμα προλάβει και το λέω με πόνο ψυχής. Ωστόσο γίνονται εξαιρετικές δουλειές. Πρόσφατα διάβασα μια μελέτη του νεαρού φιλολόγου Ανδρέα Κοφινάκη για τις αιρέσεις μέσα στο φραγκισκανικό τάγμα στη διάρκεια του Μεσαίωνα και έμεινα έκπληκτος από την ευρυμάθεια, την εξονυχιστική έρευνα, το πάθος. Ένα αριστουργηματικό βιβλίο.
Αυτά είπε ο Ηλίας Μαλανδρής για τη συλλογή του, 40 οργυιές, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φίλντισι. Ο τόμος περιέχει οκτώ ιστορίες, με πρωταγωνιστές τα θηρία της θάλασσας, που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Ό,τι διαβάζουμε εδώ έχει υπάρξει κι έχει καταγραφεί από την ιστορία, αν και οι αφηγήσεις έχουν δομηθεί με μυθοπλαστικά στοιχεία χάριν λογοτεχνικού εμπλουτισμού και μεγιστοποίησης της αναγνωστικής εμπειρίας.
Όμως, μόνο και μόνο που ξέρεις ότι τα περιστατικά αυτά –από διάφορες εποχές και τόπους– είναι αληθινά, ανεβάζεις παλμούς. Με κάθε βεβαιότητα, ακόμα και η πιο ξέφρενη φαντασία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την πραγματικότητα αφού, ενδόμυχα, εκείνο που έχει υπάρξει γίνεται πιο τρομακτικό συγκρινόμενο με αυτό που έχει παράξει το μυαλό ενός συγγραφέα.
Ο κύριος Μαλανδρής όμως δεν γράφει επιπόλαια. Έχει προϋπάρξει σκληρή έρευνα, αναζήτηση πηγών, επιστημονικό υπόβαθρο, μελέτη... έχει διερευνήσει εξονυχιστικά το θέμα του –καθώς φαίνεται– κι έχει εμβαθύνει σε αυτό ώστε, ως άψογος ισορροπιστής, να συνδυάσει τα τεκμηριωμένα γεγονότα με τη μυθιστορία. Οι φωτογραφίες που απαντώνται μέσα στο βιβλίο αναδεικνύουν το στοιχείο του ντοκουμέντου κι έτσι ο φιλαναγνώστης «μπαίνει» βαθύτερα μέσα στην κάθε ιστορία.
Το γενικότερο απόσταγμα, όπως προκύπτει μέσα από την ανάγνωση, θέλει τη θάλασσα με τα πλάσματά της να μην δαμάζεται τελικά καθώς η πάλη του ανθρώπου μαζί της δεν βαίνει καλώς πάντοτε, όμως η αίσθηση μιας απρόβλεπτης τραγωδίας, που μπορεί να προκύψει ανά πάσα στιγμή, του σεβασμού που οφείλουμε στο θαλασσινό στοιχείο και η απεραντοσύνη του προκαλούν δέος.
Η κάθε ιστορία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νουβέλα (μη σκεφτείτε πως πρόκειται για σύντομα διηγήματα· κάθε άλλο) γεμάτη από θαλασσινά στοιχεία, αλήθειες αλλά και θρύλους ή μύθους.
Το θεριό μυρίζει τον τρόμο.
Το χαρακτηριστικό όμως που θα γοητεύσει και τον τελευταίο αναγνώστη είναι οι γλαφυρές σκηνές των θαλάσσιων συναντήσεων/μαχών ανθρώπου και θεριού, οι ανατριχιαστικές αφηγήσεις και η συνειδητοποίηση πως δεν είμαστε οι απόλυτοι κυρίαρχοι του πλανήτη όπου κατοικούμε. Επίσης, διέκρινα τη λεπτότητα με την οποία ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τον ανίκητο καρχαρία, πώς του δίνει άφεση, πώς τον δικαιολογεί παρά τις τραγωδίες που έχει προκαλέσει, πώς τον σκέφτεται και πώς προβάλει τη δική του πλευρά. Ειδικά το τελευταίο, δηλαδή να «δεις» (και) την πλευρά του κήτους αποτελεί μια υπέρβαση που όμως συνδυαστικά ολοκληρώνει την εμπειρία.
Οι «40 οργυιές» είναι ένα μυθοπλαστικό, μη κοινότυπο βιβλίο, κάπως ανατρεπτικό, αρκετά διαφορετικό και πολύ πολύ ενδιαφέρον για πλήθος κόσμου.
Ανακαλύψτε το!